Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

NO CHRISTMAS - NO PARTY

Την έχω ξαναπεί την ιστοριούλα;
Δεν πειράζει
-τα (πολλά) τελευταία χρόνια όλο ανασύρεται απ'τη μνήμη κι ας την επαναλάβω...

Το πρώτο μας  μαγνητόφωνο ήταν Γκρούντινγκ κι έγραφε ταινίες γυρνώντας τον κόκκινο μοχλό "REC" κι είμαι κοντά πέντε χρονών και το καλώδιο τού μικροφώνου εκστασιάζει τον πιτσιρικά,εμένα,που τραγουδώ με όλο το πάθος,την ένταση και το φριχτό φάλτσο τού κόσμου το αγαπημένο μου ρεφραίν...
..."πάμε για ύπνο Κατελίναααα...πάμε ν'αλλάξουμε ζωήηηη...να δούμε όνειλα από κείνααααα...που τελειώνουν το πλωίιιι....ωωωωωω-ω!-ωωωωωω!!!!..."
//είμαι στο σαλόνι,λίγο πριν τα Χριστούγεννα...στη μαγνητοταινία ακούγεται η αδιανόητη κορώνα και το "ωωωωό!ωόοοοο" σκίζει το φράγμα τού ήχου,τ'αυτιά όλης της γειτονιάς προφανώς
κι αποτυπώνονται στο χρόνο,μαζί μέναν ξερό ήχο καταστροφής
-ένα δυστύχημα συμβαίνει στο σαλόνι,ένα κενό δευτερολέπτων στη μαγνητοφώνηση
 και μετά ο μικρός Νικόλας φωνάζει έντρομος...
"μαμά!μπαμπά!...έπεσε το δέντλο!"
...διότι ούτε το χριστουγεννιάτικό μας δέντρο δεν άντεξε τόση κακoφωνία και διελύθη πάραυτα!

Γελώ
- σαράντα χρόνια μετά κι είναι χαραγμένη πεντακάθαρη μνήμη αυτή,
η Ολυμπία μου με τον λακ-αρισμένο της κώτσο δίνει ξυλιά στο πωπουδίνι,
ο Γιώργος γραβατωμένος νυχθημερόν επιχειρεί την ανόρθωση εκ νέου τού συμβόλου της Γιορτής
...είμαι ευτυχισμένος,ζαλισμένος,χωρίς άγχη και στενοχώριες,το σπίτι μυρίζει μελομακάρονα και κουραμπιέδες,θαρθούν το βράδυ συγγενείς,ξαδέρφια,φίλοι,θα φάμε,θα πιούμε,θα τρέξουμε,θα παλέψουμε,θα ανοίξουμε δώρα,θα τονίσω σε όλους πως ο Άη Βασίλης φέτος θα μού φέρει
 σί-γου-ρα! το τρένο με τη σιδηροδρομική του γραμμή να το ανοίξω στις δώδεκα και ένα πρώτο λεπτό ,αφού δω το έλκηθρό του να πετά έξω απ'το παράθυρο τού δωματίου μου
 και θα με τσιμπήσουν τα μάγουλα άπαντες σκασμένοι στα γέλια,είμαι παιδί και το διασκεδάζω αφάνταστα,πήγα απ'το πρωί στις θειάδες,τις νουνάδες,στον παπού και τις γιαγιάδες,φασκιωμένος κασκόλ και σκουφιά και τη μάλλινη μπλούζα που με τσιμπάει και την απεχθάνομαι ,αλλά είναι ζεστή λέει η μαμά και θα τη φορέσω θέλω δε θέλω και είπα τα κάλαντα,με το γνωστό πάθος και το γνωστότερο (απ'την άνωθεν ιστορία) φάλτσο μου και γέμισα ρουφηχτά κραγιονοφιλιά,γλυκά και χαρτζηλίκι για όλο το χρόνο,έφαγα και μπουγάτσα με τυρί και κακάο Αγνό γάλα στο ζαχαροπλαστείο με τον φίλο μου που πήγαμε μετά και δε θέλω τίποτα άλλο από το να είναι κάθε μέρα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά και ποτέ μην περάσουν!

Πρώτη Δεκέμβρη 2017,
-είμαι στο Δήμο Θεσσαλονίκης,στο Γραφείο Πλησιεστέρων Συγγενών,ο υπάλληλος πληκτρολογεί τα στοιχεία από τη Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου (και) της αδερφής μου
ρωτά μηχανικά...'πατέρας θανών;" -1996..."μητέρα θανούσα;"...-2015...σηκώνει το κεφάλι..."και τώρα η αδερφή σας;..είστε ο τελευταίος λοιπόν στη μερίδα..."
//βουρκώνω και κοιτάζω έξω τον ήλιο,
...ο τελευταίος...
κάνει ξαφνικά κρύο και δεν θέλω να είμαι εδώ,δεν έχω καμιά σχέση με όλα αυτά,πετώ και χάνομαι και δεν μετρώ μέρες για καμιά γιορτή,τα Τζάμπο μετρούν μόνο χαχανητές απολαύσεις,πενταγάργαρα κελαρυστά παιδικά χαμόγελα και οι ευχές της υγείας,της χαράς και της ευτυχίας,που ήρθε,ακούμπησε,φεύγει και ξανάρχεται κι είναι πάντα λιγότερη και αχνότερη και άφαντη καιρό και της χρωστώ τη δύναμη να κλαίω και την αδυναμία να τα δέχομαι εύκολα τ'απανωτά χτυπήματα των κακών μας των καιρών και των ανάποδών μας των χρόνων

 και θέλω να σού πω ξανά πως σ'αγαπώ,να το λέμε συχνότερα σ'όσους απομένουν δίπλα,κοντά μας,μαζί μας στον ανήφορο που είπαμε ζωή,γιατί ποτέ δεν ξέρεις τί ξημερώνει αύριο και ποτέ δεν είσαι σίγουρος πια όταν χτυπάει το τηλέφωνο αν θα είναι Γιορτή ή μια Συμφορά ακόμα
και ποτέ δεν θα γυρίσει πίσω κανείς απ'αυτούς που φεύγουν και ποτέ κανείς δεν έμαθε αν υπάρχουν όντως παραδείσια λιβάδια και πουλάκια τσίου τσίου σε ήσυχους ουρανούς κι όλοι μαζεμένοι μιαν αλλιώτικη Γιορτή εκεί πάνω,ψηλά,στο Πουθενά των Ανθρώπων που πέθαναν και τόσο μεγαλώνει το κενό αυτές τις μέρες που δεν μπορούμε να τραγουδήσουμε εύκολα,από κούραση,από αγωνία,από χρέη κι αναδουλειές και φόβους και υποχρεώσεις και στενοχώριες κι αρρώστιες
 και άει στο διάολο πια.

Νο Κρίστμας-νο πάρτυ
//δε θα μιζεριάσω-δεν προλαβαίνω
-αλλά δε θέλω και κανέναν,θα σχολάσω,θαρθώ να σε βρω να σ'αγκαλιάσω και τίποτα μην πούμε,ένα βλέμμα βαθύ ώς την ψυχή,ένα γκάζι και να φύγουμε μια βόλτα εδώ κοντά στης καρδιάς τα τοπία,τα οχυρά μας τα γαλήνια και τα καταφύγιά μας τ'αμέριμνα,
σαν τα χρόνια της αθωότητας με σβηστά τα βαριά σύννεφα
και μιαν ψευδαίσθηση ότι έρχονται καλύτερες μέρες,
τα ψέματά μας της παντοτινής υπερίσχυσης τού Καλού
 κι η αγάπη μας η αμόλυντη των μοχθηριών τού παλιόκοσμου,
δυο μέρες πουθενά,κλειστά τηλέφωνα,ξεκούραση,ύπνος και γλυκόπικρες ιστορίες
//χωρίς σπιτικά γλυκίσματα,εμπορίου μόνο.

Τα Χριστούγεννα είναι οι οικογένειες που σκόρπισε ο Χρόνος,
τα παιδιά που μεγάλωσαν και φύγαν απ'το σπίτι,
οι παρέες που διέλυσε η καταιγίδα των καινούργιων θυελλών
 κι οι μεγάλες προσδοκίες που γειώθηκαν τη σκουριά
 μιας πραγματικότητας αφόρητα αντιονειρικής,πληκτικά απάνθρωπης και συντριπτικά αντιερωτικής

-στο καραβάκι έβαλα πάλι φωτάκια κι έναν χιονάθρωπο δίπλα και λαμπυρίζει στο σαλόνι με τις λάμπες χαλαζία της σόμπας κι αχνοφαίνονται οι φωτογραφίες στα έπιπλα
,όλοι απόντες,μαμάδες,μπαμπάδες,θειάδες,γιαγιάδες
,όλοι τριγύρω σκιές και φαντάσματα
 και δεν έχω θρήνους πια και γοερά κλάματα δεν τα αντέχω κι ούτε τα θέλω
 και τα γράφω κάθε τόσο για να τα ξορκίσω και να θυμάμαι μόνο ζωντανούς,χαρούμενους και νέους τούς μύθους μου των παιδικών χρόνων
,αυτούς που με μεγάλωσαν,τούς αγάπησα(άλλους μπορεί και όχι)
 και δεν τούς κρατώ παρά μόνη και μία κακία...
...ότι πολύ γρήγορα ρε γαμώτο χάθηκαν και δενπρόλαβα να τρέξω άλλη μια φορά,να τούς αγκαλιάσω,να τούς φιλήσω και να τούς πω πόσο τούς αγαπώ,
γιατί είναι Χριστούγεννα να πάρει και μού λείπουν.


Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

ΕΝΑ ΑΥΡΙΟ ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΙΣ

Ρωτάς για τις Γιορτές
-πού θα είμαστε,πώς θα τις περάσουμε,ποιες εποχές θα τις γεμίσουμε χιονοπόλεμο και φωτάκια αναμμένα και στολισμένα πρόσωπα σε κατακόκκινες λάμπες .

Μα δεν έχεις ιδέα πώς περνάμε
-ή κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις,ή πιστεύεις πως αφού είμαστε αξιοπρεπείς και δεν μάς αρέσει να γκρινιάζουμε και συνεχώς να κλαιγόμαστε,είναι όλα ζαχαρένια,πλουμιστά κι ανόθευτα ανέμελα χρόνια,άρα και τα Λευκά Χριστούγεννα των Παραμυθιών μας πλησιάζουν πάλι.

Μπερδεύεσαι με τις Ελπίδες και χάνεις την Πραγματικότητα
-ή την απωθείς πάλι.

Κουραζόμαστε
-δουλεύουμε ατέλειωτες ώρες για ψίχουλα,μ'αφεντικά απόκοσμα,στον πλανήτη τους τον κυνικό ,τούς έλεγες κάποτε κι αλήτες, δήθεν επιτυχημένοι οι καταπιεσμένες κομπλεξικές ασημαντότητες,απαίδευτες σκυλαδοπερσόνες,νεόπλουτες απάτες κι ασύντακτες προσωπικότηττες κοκορευόμενες απληστίες που το παίζουν αγέρωχοι  ογκόλιθοι ποντάροντας στην ανάγκη και την αγαθότητα που μάθαμε να είναι ο πλούτος μας,η καλοσύνη μας που δε χωρά στην παγωμένη τους πέτρινη απανθρωπιά.

Αβέβαιοι για την επόμενη μέρα,
εγκλωβισμένοι στην Αθήνα που καταρρέει το Μύθο της
-αν τον είχε ποτέ-
 εσύ,ένας ακόμα απ'τους άτακτους μετανάστες εσωτερικού που βιάζονται να γυρνούν σπίτι τους με κάθε ευκαιρία δραπέτευσης,κυνηγημένοι αποτυχιών και μέτριοι αναγκών και απρόσωποι κοινωνικής συνείδησης και στερημένοι αλληλεγγύης κι αποθεμάτων ένταξης στις συντροφικότητες,στις γειτονιές,στις κοινότητες έστω μιας μεγάλης παρέας
-οι διπλοκλειδωμένοι φοβίες,αρνήσεις,οι απρόθυμοι επαφής  Αστοί των Προαστείων,
οι τρομοκρατημένοι που γερνούν στα Διαμερίσματα τού Δανεισμένου Ένφια Διωγμού των Ανέμελων ξεθεμελιωμένων.

Ανάψαν λαμπάκια και στολίστηκαν οι δρόμοι!!!
αρχίσαν τα Αφιερώματα των Αποδράσεων Μες την Υπέροχη πόλη!!!
...παρατηρείς μ'αθωότητα και την αμυδρή ευχή μιας κανονικότητας που την περιγράφουν οι σεσημασμένοι εφημεριδομπλόγκερς,οι υπάλληλοι των δημαρχαίων,
οι κομματόσκυλοι υπογράφοντες την λεηλασία της πατρίδας,
οι χρόνιοι μαζιταφαγάδικοι των Σο'ι'μπλέδειων προστατών τους

-περιγράφουν ήδη τα ρεβεγιόν,τις αμέτρητες προτάσεις τους για εξωκαρδιές στις αίθουσες τέχνης και πολιτισμού,στους πολυχώρους με τα σχήματα από βαρύ μπουζούκι ώς απελπισμένη αντεργκράουντ αισθητική απογειωτικής έκστασης,σπόνσορες για μιαν πρόσκληση με τζάμπα ποτά και παρέες των απρόσιτων μιας Κρίσης με τ'αποθέματα στοιβαγμένα κοκαλκοόλικα σουβενίρ φρομ Άθενς Νάιτ
- και πώς στο διάολο καταφέρνουν να κυκλοφορούν ακόμα τα βράδυα και πώς έχουν διάθεση και χρήμα να πιστέψουν την Ακμή μιας μεγαλούπολης που κρύβει την ασχήμια των ανθρώπων της σε καλλιτεχνίες αβροφροσύνης στους ξέγνοιαστους ορίζοντες αλλοτινών σταθεροτήτων.

Καθαροί χιονοσκέπαστοι γιορτινοί χαρούμενοι 'Ανθρωποι
-κάτι σαν τον Άη Βασίλη που θα φέρει τα δώρα στα παιδιά μας την παραμονή
//κιτρινισμένο το παραμύθι σου και γέμισε δράκους//
ζητάς να ξαναπιστέψεις πως έχεις προοπτική ν'αλλάξουν προς το καλύτερο τα παράγματα,
να εμπιστευτείς ξανά να σε πάει μακριά ένα 'Ονειρο,ν'αγγίξεις την Ελπίδα χωρίς καχυποψία κι αβεβαιότητα,να παρασυρθείς μ'ορμή και δοτικότητα στο θαύμα μιας προοπτικής,να ξέρεις πώς θα περάσει ο επόμενος χρόνος χωρίς εμπόδια,ανατροπές και τραγωδίες και σπασίματα και διαλύσεις οικογενειακά δράματα και πανικούς εργασιακούς και χρεωστικά υπόλοιπα ρόγχους και υποχρεωτικές εξώσεις και ληξιπρόθεμες στριγγλιές τηλεφωνικές απειλές και υπόλοιπα καταθέσεων τα μηδενικά μιας ζωής χειμάρρων που σε πνίγουν.

Ψευδαισθήσεις κυνηγάς,
το έχεις ανάγκη να πιαστείς σε ένα Χαμόγελο ν'ακουμπήσεις,
να σου πει "θα τα καταφέρουμε" κι έτσι επιτέλους να γίνει,
μιαν αγκαλιά ανοιχτή,μια μοναχικότητα μοιρασμένα απλόχερα αισθήματα πληρότητας,πολύχρωμες πινελιές που διώχνουν σκοτεινιές,γαλήνια ζεστασιά απ'την καρδιά στο μυαλό και πίσω στην αθωότητα και την άδολη Αγάπη
-δεν ήταν όλα ψέματα πού μάς μεγάλωσαν ,δεν λέγαν αλεξικέρευνες οπτασίες οι γονείς μας για να μη χρεωθούμε τα μετακατοχικά τους δράματα,δεν ήταν ουτοπικά μεγαλόστομα οράματα οι Ευχές των μεγάλων Τραπεζιών στις αληθινές Γιορτές των Ανθρώπων που φτιάχναν απ'το Τίποτα Θαύματα,
τα γλέντια,τα τραγούδια,οι απογειωτικές συνευρέσεις στα σπίτια,τις πλατείες,γέλια ώς το ξημέρωμα του Ευτυχισμένου Καινούργιου Χρόνου

-δεν αντέχεις τη Σιωπή λες,στις άδειες καρέκλες,στις ξεθωριασμένες μνήμες,στα χορταριασμένα μνήματα που κιτρίνισαν οι φωτογραφίες των πεθαμένων σου,στη χρόνια μελαγχολία σου που αποδιώχνεις μην τρελαθείς και δεν την αφήνεις να σε παρασύρει στις Χίμαιρες που έμαθες να σ'αφορούν να ψαχτείς,να βελτιώνεσαι,να προσπερνάς εμπόδια,ν'αντέχεις προσβολές,να ξανασηκώνεσαι όταν σε ρίχνουν κάτω και ποδοπατούν και μαυρίζουν την ψυχή σου.

Διωγμένος νιώθεις μού ξαναλές,
δείξε μου έναν δρόμο να χαθούμε για λίγο,πάλι μια θάλασσα θέλεις,το απάνεμό σου λιμάνι
-μα δεν βαρέθηκες όλο να σαλπάρεις για τη γη της Επαγγελίας κι όλο φουρτούνες ο καιρός και να βυθίζεις τους στόχους και τα καράβια σου να καις και να μην πας πουθενά κι όταν ξημερώνεις να βλέπεις μόνο τα επόμενα σκοτάδια;

'Ερχονται Γιορτές
-για τα παιδιά μόνο,για τούς τυχερούς που έχουν λίγο χρόνο περισσότερης ελευθερίας,αυτοί δεν σ'ενοχλούν,καλό τους δρόμο κι αέρα στα πανιά τους.

γελάς πικρόχολα και σιχαίνεσαι
 τα ταξίδια των αργόσχολων,των εισοδηματιών και των λαμόγιων,
τις χρυσές πλειοψηφίες των ιλουστασιόν ένθετων,με τα γκαλά,τα σαλέ και τις πίστες των σκιέρ στα ολοφωταγωγημένα κάστρα που δεν ζήλεψες παρά μόνο τη δυνατότητά τους να το επιδεικνύουν σαν τα κοκόρια
- να μην έχουν τον Λυγμό σου
να μην τούς στερεί το ολοκάθαρο χαμόγελο που δείχνουν λαμπερόν γκροπλαν πρωτοσέλιδο γιγαμπάιτ στα ίνσταγκραμ  ξεπουπουλιασμένα λευκασμένα δόντια που σε δαγκώνουν απληστία στα φωτορομάτζα τους.

'Ερχονται Γιορτές
-ήθελες ν'ανέβεις στη γενέθλια πόλη,
αλλά δεν σε βγάζει φέτος ο δρόμος,
//στην πραγματικότητα έχεις αγωνία τί θα συμβεί ώς τότε//
,η καθημερινότητά σου δεν γεμίζει βαλίτσα,το πορτοφόλι σου δεν φτάνει αεροδρόμιο,
παραμονή βράδυ δεν έχεις κουράγιο να ντυθείς μιαν ψευδαίσθηση
 "άστα όλα γι αύριο και ζήσε χαρμόσυνα με τους ακριβούς σου φίλους"

(-δεν έχεις αμφιβολία πως όλα θα είναι εκεί που τα άφησες,γεμάτο το τραπέζι και πλημμύρα στην καρδιά,οι μονάκριβοί σου πιο όμορφοι και πιο γεροί από ποτέ,θα τούς σφίξεις στην αγκαλιά σου,θα τσουγγρίσεις το κρασί της λησμονημένης κοινής αγωνίας γλυκόπιοτο,θα τούς αφηγηθείς το χειμώνα,θα σε κρατήσουν ώς την Ανατολή μιας νέας Εποχής,θα είσαι περήφανος που είναι οι Φίλοι σου,θα είσαι μαγεμένος στη γαλήνη των βλεμάτων και στον πλούτο της σκέψης τους
 που θα σε βγάλει στην απάτητη αμμουδιά μιας αληθινής Καλοκαιρίας)

...αλλά μιαν άλλη φορά
-όχι τώρα

και μην πιστέψεις πως όλα όσα δεν έρχονται δεν θα σε μάθουν να τα προσμένεις

θά'θελα να σού πω
...κι αν φαίνεται πως όλα τελειώνουν κι αν η απαισιοδοξία χτυπάει τον πάτο των ματαιωμένων ελπίδων
 κι αν παγωνιές έχεις κι αδιέξοδα φτάνεις να σε θολώνουν
-έχε τα μάτια ανοιχτά και την αφωνία σου κρυμένη κραυγή να την ξαναβγάλεις οργισμένη πίστη,
δες πώς ξαναπαλεύεις τα κύματα,ο βρεγμένος που τη βροχή δεν τη φοβάται κι ο πνιγμένος που πιάνεται απ΄τα μαλλιά και που δεν ήθελες ποτέ να γίνεις μίζερος θυμήσου και που πάντα περίμενες ώς το τέλος να βγει απ'την καταιγίδα το αναθεματισμένο Ουράνιο Τόξο και πάλι ήλιος να φωτίσει το μέσα σου κενό

-και δεν έχεις τίποτα άλλο απ'το να έχεις ξανά ένα Αύριο να φτιάξεις.

Γκάζωσε,ξεκίνα.
Οι Μεγάλες Προσδοκίες να ξαναγίνουν ώθηση να χτίσεις Γιορτές πάλι.






Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΑΝΗΚΩ













 
Ποιος Χειμώνας έρχεται;
Διάχυτα,σιωπές,θυμοί,αγωνίες,αγανακτήσεις,απογοητεύσεις,απελπισίες
-και οι ξορκισμένες ελπίδες καράβια τού καθενός πέσαν σε θάλασσες
και φύγαν μακριά κι έπιασαν αέρηδες κι απαγορεύτηκε ο απόπλους σχεδιών σωτηρίας τους.

Κατεβάζουμε χοντρά ρούχα
-οι μήνες οι δεκέμβρηδες αρχίζουν πάντα με τη διάθεση βαριά,
καθώς βαρεθήκαμε ν'αποχαιρετούμε καλοκαίρια,λιακάδες κι ανθρώπους καλούς που δεν άντεξαν κι εξαφανίστηκαν,χάνονται,απομονώνονται,δεν βγαίνουν έξω από ένα καβούκι που περικλείει μαύρες σκέψεις κι ασήκωτους φόβους για χειρότερες μέρες

Επιστροφή
- σε τηλεοπτικά σκουπίδια,πολιτικάντικες μηχανορραφίες,γραβατωμένες αξιολογήσεις κι αδίστακτα κυνικές επιτροπίες,μαφιόζικα σκάνδαλα
 και  χυδαίες ρουλέτες που ποντάρουν τις ζωές μας,τράβα σκανδάλη κατακέφαλα.

Δείξε  μου ταυτότητα ν'αποδείξω αν είμαι χριστιανός,οικογενειάρχης και πατριδολάτρης,
γυρίζω στο 1950,τρομάζω με το καινούργιο,αντιστέκομαι στο διαφορετικό,αγνοώ το κύμα των καιρών,εχθρεύομαι ό,τι δεν καταλαβαίνω και σκιάζομαι σ'ό,τι μού φορτώνει έγνοιες

-έμαθα σκυφτός και να περνάει ο καιρός ίδιος,
αγγιστρωμένος σ΄όσες σταθερές μού μάθαν οι παλαιοί μου πρόγονοι,
σταυροκοπιέμαι αποφασίζοντας πως έτσι πιο εύκολα θα κλάψω τη μοίρα μου την κακορίζικη,θ'απαλύνω τη φτώχεια μου την ανεκδιήγητη και θα ανήκω σε μια κοινωνία αντίληψης "απειλούμαι απ'όλα όσα δεν κατέχω",

...τί όμορφα που περνούσαμε κάποτε καθαροί των αλλότριων,των ξένων,των μαγισσών και των πνευμάτων αλλαγής,ανυπακοής και δοτικότητας,
είμαι σκληρός,μόνος και μοχθηρός και θα σπάσω τα μούτρα όποιου
μού γελά,δείχνει χαρά,κέφι κι άνετα συνεχίζει ταξιδιώτης τού κόσμου χωρίς σύνορα
 και μού εμφανίζεται χαλαρός κι υπεράνω με σημαία του την αγάπη και την κατανόηση και την αλληλεγγύη...
... και την ανεκτικότητα να την κρατήσει μακριά απ'την εστία μου την αμόλυντη,την άσπιλη και την χριστεπώνυμη,την αγιασμένη.

Κλείσαμε τις μπαλκονόπορτες,κρύωσε πάλι ο αέρας.

Τραβήξαμε κουρτίνες να μη φανερώνονται αδυναμίες,να μην κοιτάν τα δάκρυά μας για το άγνωστο.

Το Αύριο
- που ασήκωτο ορθώνεται στην αδυναμία μας να το ορίσουμε ανεκτή καθημερινότητα.

Οι δουλειές
- κακοπληρωμένες κι αβέβαιες,
τα χρέη μας βουνό,οι υποχρεώσεις δεν βγάζουν ούτε βδομάδα πια,
δάνεια,κάρτες,λογαριασμοί,έκτακτα παλούκια σε τακτική επιθετική επέλαση πανικού κι άγχους,
περάσαν χρόνια αμέτρητα αποδιοργάνωσης κι αποτυχίας,της αίσθησης κενού που ολοένα και ζαλίζει ως τέλμα,βούρκος που πατώ και χάνομαι,
δεν μπορώ να σκεφτώ πώς θα βγούμε στέρεο έδαφος,προοπτική,προγραμματισμό,σχέδια και βεβαιότητες νηνεμίας

-είναι σκληρό να γερνώ και να νιώθω ασήμαντος και να ξέρω μόλις στραβώσει οριστικά η εργατική μου ανυπαρξία θα συντριβώ,θα ποδοπατηθώ στατιστικών και δεν θα θυμάται κανείς ούτε τ'όνομά μου καθώς θα καίγομαι
-ο Ανώνυμος Δυστυχισμένος,
άφραγκος,προλετάριος,ανίκανος,εκτός επιβίωσης,
περιθωριακά ο Κύριος Κανένας.

Και δεν θέλω να είμαι αυτό
-ξέρω να την παλεύω,έμαθα να δουλεύω,να χαίρομαι,να παθιάζομαι,να έχω όνειρα και να ζω ήσυχα και να μοιράζομαι,
μικρές γιορτές,όμορφα ηλιοβασιλέματα,έγνοιες και φίλοι και βιβλία και μουσικές και θέατρα και κουβέντες και (αμπελο)φιλοσοφίες και πολιτικές και γέλια
 και τα καλοκαίρια να κρατούν και να χουχουλιάζουν οι χειμώνες ,
ν'αντέχονται οι αναποδιές,
έτσι έμαθα κι έτσι έζησα
-αλλά την άπνοια και την απληστία και την κακοήθεια των πιεσμένων ανθρώπων
 και την σκληρότητα και την αδιαφορία και την αγυρτία και την ανηθικότητα και την αμορφωσιά
 και την προχειρότητα και την απύθμενη βλακεία
 ποτέ μου δεν τα χώρεσα κοινότητα και συμπόρευση
-και τώρα που δυσκόλεψαν τα χρόνια ορθώνονται όλα Βουνό και με συνθλίβουν
-κι ας κάνω πως δεν βλέπω κι ας δείχνω δε με νοιάζουν κι ας προσποιούμαι αντέχω

//ιδέα δεν έχω πώς θα βγει κι αυτός ο Χειμώνας
 κι αν θά'χω υγεία,κουράγιο και δύναμη ,μαζί να τα καταφέρουμε,
να μην σ'αφήσω να χαθείς,να μη με δεις να κλαίω,να πονώ,να πέφτω
-να μην νιώσω πως κλαις,πονάς,πέφτεις
//να μη μάς δουν καλά και μάς πατήσουν,να μην μας δουν ηττημένους και μάς λιανίσουν.

Με έναν αναστεναγμό κι εφόδια δυο τρεις καλούς φίλους
 και μιαν δυο ελπίδες που ακόμα κρατάμε μνήμη οδηγό
κι εφόδια γνώσης τους δρόμους της καρδιάς
και πυξίδα τη λογική
και το γαλάζιο τού Ουρανού μόνιμη απαντοχή
και ταξίδι στο μυαλό σαν αντίσταση στη σκουριασμένη εποχή των 'Ακρων...

...καλωσόρισες Χειμώνα μου άκαρδε,
βάζω παλτό,ετοιμάζω σκούφο και γάντια
 και θα την παλέψω την παγωνιά,πώς αλλιώς και τί στο διάολο,
 βαρέθηκα πια να είμαι νικημένος απ'τ'αποδυτήρια,
αγώνας πάλι ξεκινά,εκτός  έδρας κι αυτή τη χρονιά,
αλλά άπραγος,αφασικός κι ανύπαρκτος δε γουστάρω να ξυλιάσω,
έντρομος στις θύελλες δεν θα μείνω.

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017

ΖΗΣΕ ΤΟ ΜΥΘΟ ΣΟΥ

Πώς πανηγύρισε ο Τσακαλώτος τέλη Ιουλίου που επιτέλους βγήκαμε  μετά από χρόνα στις Αγορές;

....με συγκίνηση,αισιοδοξία,κέφι,μπρίο και δάκρυα στα μάτια δηλώνω
 πως μετά από τρία (3) χρόνια επιστρέφω κι εγώ στις...ΔΙΑΚΟΠΕΣ !

-τελευταίες καλοκαιρινές,
τέλη Αυγούστου 2014
 και πήγαμε Κρήτη
-το 2015
... στα γενικά ήτο οι Αυταπάτες Αλέξη και κάπιταλ κοντρόλς και μπουρδέλο όλα
 και στα προσωπικά ο θάνατος της μαμάς που εξαφάνισε,εκτός κάθε διάθεσης και ό,τι περίσσευε αποταμιευμένο για έξοδον κι υλικά κινήσεως και φύγαμε τέλη ιουλίου μετά το δημοψήφισμα στο χωριό ειρηνούλας και στα πέριξ μετρημένα και ζαλισμένα τα πάντα
-το 2016
 δεν ξεμυτίσαμε καν από την Αθήνα,summer in the city,βόλτες στην έρημη πρωτεύουσα
 κι ανακάλυψη προαστίων και περιχώρων και βουτιές στη λατρευτή Κινέτα 50 χιλιόμετρα έξω
 και χάζεμα αδειανών μπαλκονιών κι επιλογή αμετρήτων θέσεων παρκαρίσματος
ημών και γατιών,των μόνων επιζησάντων τού θέρους εκείνου,του περσινού...

//έτσι φοβάμαι ακόμα και που το γράφω ότι γεμίζουμε βαλίτσες σήμερα
 κι ετοιμαζόμεθα να επιχειρήσουμε να πνίξουμε τους ατέλειωτους χειμώνες για ένα 10ήμερο μακριά,
σε μαγικά νησιά που λέμε να βρεθούμε
(μόνο ο Χριστός βαφτίζει το κρέας ψάρι;
θα το πω κι εγώ μπαχάμες και μπόρα μπόρα και καλύτερα της καρα'ι΄βικής),
θα βάλω σαγιονάρα,μαγιό και μπαντάνα και θα λουστώ 50βαθμο αντιηλιακό έτσι άσπρος άσπρος (αλλά όχι πια παχύς) στον καυτό τον ήλιο που θα βγω φωνασκώντας απεγνωσμένα
ΒΟΗΘΕΙΑΑΑΑ!

...πριν βουτήξω όσο πιο βαθειά,όσο πιο δροσερά,όσο πιο λυτρωτικά,όσο πιο αμέριμνα,
όσο πιο απομονωμένα,όσο πιο εξαγνιστικά,όσο πιο εκκωφαντικά,όσο πιο ξεκομένα
-απ'όλες τις απελπισμένες μνήμες,
απ'όλους τους αποπνικτικούς σκελετούς στην ντουλάπα της ναφθαλίνειας καθημερινότητας,
απ'όλα τα πνιγηρά ξινόμουτρα μιας απωθητικής ρουτίνας κατάπτωσης

Ξαναβρίσκω ευτυχισμένος τη μεγάλη μαύρη πέτρα που ρίχνω πίσω μου ψευδίζοντας
 την Ελπίδα των Χωρίς Επιστροφή One Way Ticket
//το πιο λαχταριστό ψέμα,την πιο αναγκαία συνθήκη φυγής και φουλαριστής αυταπάτης
-πως θα βρούμε τον παραδεισένιο τόπο,θα μάς τύχει η φοβερή κι απρόσμενη ευκαιρία να μείνουμε εκεί,να δουλεύουμε σε ό,τι αγαπάμε και να μην ξανακοιτάξουμε ποτέ πίσω,
έχοντας σβήσει κάθε επαφή,κάθε πίκρα,κάθε αναποδιά,
ξεκινώντας την καλύτερη ζωή που τραγουδήσαμε,που ονειρευτήκαμε,που λαχταρήσαμε

Α Υ Τ Ο είναι το Καλοκαίρι,
αυτή είναι η ανάγκη για το πιο αγνό παραμύθιασμά μας,
η ώρα που φτάνεις ξημέρωμα στο λιμάνι και χάνεσαι στο πέλαγος,
που καταργείς χρόνο και τα λάθη σου βουλιάζουν στη ραστώνη της ματαιότητας,
το ΤΙΠΟΤΑ που συνθέτει η συμφωνική με τα τζιτζίκια,
η πληρότητα μιας αγκαλιάς εκεί που σκάει το κύμα,
μια σκάλα που ενώνει τους μακρινούς ορίζοντες με την απεραντοσύνη τού αχανούς σύμπαντος στα φεγγαρολουσμένα πανσέληνα βράδυα,
στ'ασπρισμένα σοκάκια και στ'αμμουδερά μονοπάτια,
στις ευχές μας που σκορπίζονται μελτέμια σφηνάκια,ρακόμελα,κρασάκια,μπιρόνια

-ξέχασέ με όπου θες,
άφησέ με να πετάξω,
πάρε με μαζί και πάμε
//ένα βήμα πιο ψηλά στα επίγεια,
ένα αεράκι πιο ελαφρύ στη φριχτή μας σκοτεινιά που μάς κλειδαμπάρωσε πίσω,
ξορκισμένα λάθη,χαραμισμένες απογοητευτικές αναποδιές,καταθλιπτικές αποκρουστικές μιζέριες

//σβήνουν όλα τα μαυρισμένα σύννεφα
-η ομορφιά καταγάλανη
το φως θε'ι'κό
τα γελαστά σου μάτια
ακύμαντα τα λιμανάκια μας να βουτήξουμε στα γάργαρα νερά
με την καλοσύνη των γλυκύτατων ανθρώπων

Ο πιο πολύτιμα ακατέργαστος Χρόνος,
ο Μύθος Ελληνικό Καλοκαίρι είναι εδώ!
-μια στιγμή,μια βδομάδα,μια ζωή
//να τον μεθύσουμε τον ήλιο σίγουρα ναι!
να τον τρελάνουμε τον φίλο σίγουρα ναι!
-όλοι μακριά και πουθενά,
όλοι με χάρτη λαθεμένο και πυξίδα στα χαμένα,
όλοι στα κα'ι'κάκια εκδρομές

...στ'ανοιχτά πανιά μιας απροσδόκητης ανεμελιάς
-που δικαιούμαστε
που χρειαζόμαστε
που χαιρόμαστε
που τη γλεντάμε ακόμα τη γαμημένη την παλιοζωή μας

Στο διάολο οι πάντες και τα πάντα!

Καλό Καλοκαίρι ρε γαμώτο!!!!

Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

ΘΕΡΙΝΑ ΕΝΤΑΤΙΚΑ ΤΜΗΜΑΤΑ

Εν αναμονή αποδράσεως ρίχνω μια βιτριολική (ελπίζω) κι ανάλαφρη (θέλω να πιστεύω) ματιά στις αιώνιες ευλογημένες ελληνο Φυλές τού παροξυσμικού Καλοκαιριού που λατρεύουμε να μισούμε (ιδιαιτέρως όταν μάς λείπει αφόρητα...)

(και ζητώντας συγγνώμη για τ'αυθαριρέτως προσκολλιόμενα άσματα που προσπάθησα να ταιριάξω,ως αεράκι σε αμμουδάκι)












Καλοκαίρι τού Νεοφιλελέ επερχομένου
-είναι ασυγκράτητο,έκδηλο παθιασμένης πατριδοξεπώλησης μ'επιθετικοξεία σκουρια-αδαη-νίνη αισχρής Αριστοσύνης





Καλοκαίρι του  Κουλτουριάρη
-μυρίζει ρόγχο ερκοντισιονίλα-εντεχνίλα σ'απροσπέλαστη χώρα υπαρξιακής κρίσεως και φιλοσοφικής ιδρωτίλας









Καλοκαίρι του Ερημοκάμπινγκ απλύτου
-στα κατσάβραχα απελπισίας μιαν στιγμή αντιτουριστικής φυσιολατρείας κι αφοδεύσεως ελευθέρου πνεύματος στη μοναξιά τού ρακόμελου μουχρώματος






Καλοκαίρι τού 'ΟλοΤοΧειμώναΓυμναστήριο personal trainer
-μυρίζει ιαλουρονική τεστοστερόνη κι αποτριχωμένο αντριλίκι εν ώρα συμπληρώσεως αιτήσεως για το επόμενο σορβάιβορ,ιερόν στόχο επιδείξεως κοιλιακών και άλλων λιμπιντοστερητικών συνδρόμων επιβεβαίωσης



















Καλοκαίρι τού αισθαντικού της διαφορετικότητας
-μυρίζει προδομένη φαντασίωση σε δακρυσμένη απόρριψη,γοερόν κλάμα,με την προσοχή μην λερώσει το eye-liner















Καλοκαίρι του σκυλαδοφραγκάτου
-κουνάει στο κότερο και γλεντάει κοκαλόσκονη επιδεικτικής επιδεικτικής παολαρέμειας έντασης βοώντες εν ερήμω στα  πεντάστερα τής πρώην άγονης γραμμής φολέγανδρο-κουφονήσια

 



Καλοκαίρι τού i-phonιά των χάιτεκνόλοτζι  μεγκαμπα'ι'τά
-πληκτρολογεί ενσταντανέ δειλινά σ'ηδονικά pixel για instagram οργασμικές λα'ι'καοαποθεώσεις





Καλοκαίρι τού ερωτοχτυπημένου
-χεράκι χεράκι βραχάκι το βραχάκι σπηλίτσα σπηλίτσα εκκλησάκι εκκλησάκι φιλάκι το φιλάκι μωράκι το μωράκι αγαπάκι το σ'αγαπάκι,να σ'αλείψω να μ'αλείψεις μην καούμε να σωθούμε love for ever πάμε ν'αγοράσουμε μαγνητάκι για το γλυκούλι μας το ζουζουνοψυγειάκι




Καλοκαίρι τού Γιαννάκη'ΟχιΣταΒαθειά
μπαμπάκου
-τσιρίζει ακαταπαύστως,πίνει ούζα με κοψίδια στην ακροθαλασσιά
 που δεν μπορεί πριν βουτήξει να ρευτεί
(ή το ανάποδο,ντίρλα είναι πάλι,θα πνιγεί και το κωλόπαιδο ο Γιαννάκης,πού είναι η μάνα του να το μαζέψει...)



Καλαοκαίρι τού ΜούκαψεςΤοΜυαλόΜου τσιγαρενήλικα
-ζωνιανά μπλόκα σε
καταραμένα καρακόλια,αλωνίζει μεσοπέλαγα σε νταλγκαδιασμένες ψευδαισθήσεις και δακρύζει πολύβουες μοναχικότητες σ'αθώες εμμονικές εξαρτήσεις που τον έχουν κάμει λίγο μπα'ι'λντισμένο τα τελευταία δέκα γραμμάρια...



Καλοκαίρι τού νεορομαντικού  ΠανσεληνοΚλάψεΚαρδιά ΜουΚαυμένη
-πικραμένος αναζητά τον χωροχρόνο που  αξίζει στην φλογισμένη του ψυχή της ματαιωμένης προσδοκίας
















Το Καλοκαίρι μου μαζί σου που είμαι τυχερός να το ζήσω και μη με ξυπνάτε να μη μού πείτε να χρειαστεί πως θα γυρίσω...
...πόσες και σήμερα ;;;;;;
...ω Θεο ί των Μακαρίων Νήσων και των Ασυγκράτητων Ακρογιαλιών;;;;;;;;












Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

ΠΝΙΞΕ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΠΟΥ'ΧΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΟΥ

Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια πια επαναλαμβάνεται η ρουτίνα μιας τρέλας
-(όταν) πληρώνομαι και η διαδρομή συγκεκριμένη
...βγαίνω απ'το ΑΤΜ της μιας τράπεζας,
περνώ από άλλα δυο ευαγή ιδρύματα εξωφλώντας χρέη,εφορίες και στεγαστικό,
μπαίνω και σε,επιλεγμένων προσφορών φτηνοσούπερ μάρκετ
κι έπειτα γυρίζω σπίτι
-ήσυχος που κατάφερα να μην χρωστώ τίποτα
...κι εντελώς άφραγκος για το υπόλοιπο δεκαπενθήμερο
- και δεν είναι λα'ι'κισμός κι ούτε υπερβολή που δεν μπορώ να βγω ούτε για έναν καφέ

-το Χειμώνα μπορεί και να μη με πείραζε όλο αυτό το σκηνικό της αναξιοπρέπειας
(ή το σακουλάκι με τις φρυγανιές στη δουλειά μην και τυχόν φέρει κανείς τυρόπιτες και δεν έχω ευράκι τσακιστό στο αδειανό πορτοφόλι)
κι όσοι λιγοστοί φίλοι μάς τηλεφωνούν λέγοντας να πάμε για καμιά μπυρίτσα,να έχω εύκαιρες τις δικαιολογίες περί κούρασης,ταλαιπώριας,υποχρεώσεων και ξαφνικών αναποδιών
-με ολίγη από αυτοσαρκασμό τύπου,πως τουλάχιστον δεν κινδυνεύωνα με κλέψουν
 κι ό,τι πολυτιμότερον υπάρχει πάνω μου είναι το χάλι μου το μαύρο
και άλλα τέτοια πετυχημένα...

'Ομως το Καλοκαίρι είναι ανελέητης Μνήμης πίκρα
(κάτι σαν τραγούδι τού Μάλαμα,στάζει απόγνωσης)

-θυμάσαι τούς τόπους και δεν έχεις τους τρόπους

-και δεν σ'αρέσει να κλαίγεσαι και φουντώνεις που ζηλεύεις τις γελαστές φωτογραφίες σου στις ακροθαλασσιές τότε που νόμιζες η ζωή είναι ωραία και δεν έχει σύννεφο στον καταγάλανο ουρανό και βουτάς στις καρτ ποστάλ των φίλων στα φέισμπουκ που βγήκαν στα νησιά
 και να οι παραλίες και δώστου τα ουζερί
και σε πιάνουν οι μυρωδιές και δάκρυα
-και τα κλείνεις όλα και χαζεύεις το ταβάνι
μήπως βρέξει λεφτά και δεν προλάβεις να βγάλεις κουβά να τα μαζέψεις.

Και λες,πάλι καλά που υπάρχει ακόμα το Επίδομα Αδείας να το παλέψεις κάτι να περισέψει να φύγεις καμιά βδομαδούλα να σωθείς
(μη βάζεις ιδέες στην Κριστίν και θα βάλει τον Ευκλείδη να το χειρουργήσει κι αυτό
χωρίς αναισθητικό κι αριστερό ηθικό πλεονέκτημα)
-με σάντουιτς και σουβλάκια θα τη βγάλεις,αλλά έχεις βιβλία,μουσικές και την αγκαλιά σου γεμάτη και τίποτ'άλλο δε χρειάζεσαι παρά να μετράς τ'αστρα και μένεις τουλάχιστον υγιής κι όρθιος να παλέψεις και την μιζέρια που σού φορέσαν μελλούμενη ζωή σα φυλακή
-χωρίς όνειρα,με μαραζωμένες ελπίδες κι αφανισμένες τις προσδοκίες

//αποτυχημένος-τελειωμένος-ασήμαντος//
...τρομαχτική η ηχώ σκληρών λέξεων

-που δεν είναι υπερβολικές ή μελοδραματικές και γίνονται αίμα και πετσί σου
 και πρέπει να προχωρήσεις μ'αυτές,να σηκωθείς όρθιος,
να μην ξεπέσεις σε κακίες,μην κατρακυλήσεις σε μοχθηρία για όσους αντέχουν
 και πίκρα σε όσους μπορούν μη βγάλεις
και τ'αυτονόητα δεν είναι χλιδή
και το καλοκαιράκι μακριά να γίνει η σημαία τους,στα καράβια για τις κυκλάδες,
στα χταποδάκια τα λιαστά και τα παγάκια στα ποτάκια
 κι ημερήσιες βουτιές απ'τα βαρκάκια στα τριγύρω τα νησάκια με τα κρυστάλινα νερά,
τους τουρίστες με τον  moyzaka,tzatziki feta
 και την greece for rent κι εγκαύματα στον καυτό ήλιο,
μην τα βάζεις με τα θρυλικά μας μπάνια τού Λαού.

Και είσαι μεσημέρι,με 40 υπό σκιάν στον ορθοπεδικό τού ΙΚΑ Αλεξάνδρας που σού γράφει φυσιοθεραπείες για τον Σεπτέμβριο..."αφού τώρα ρίξτο στα μπάνια,που σε κάνουν καλά"
 και κουνάς το κεφάλι που πήγε τέλος Ιουλίου και μετράς αριθμητικώς δ ύ ο βουτιές
 κι η καραντίνα θα κρατήσει ώς τα τέλη Αυγούστου
για κείνες τις γαμεπτά μέρες που λέγαμε νωρίτερα

-...αυτές τις Ήσυχες Μέρες τού Αυγούστου...-
τού  Παραμυθιού μιας όμορφης πατρίδας
 με τις γαλάζιες σου μνήμες τρυφερές αναμνήσεις που σέ πιάνουν τα κλάματα που δεν μπορείς να βουτήξεις
- κι ευτυχώς ήρθαν οι μέδουσες κι εγεμίσαν οι κοντινές τής Αθήνας παραλίες τσούχτρες
και τις μεταμορφώνεις στο παρανο'ικό σου το μυαλό ως τις ανήθικες τιμωρούς της κραιπάλης
και των εχόντων και κατεχόντων το προνόμιο "Εκδράμων",
που έγινες κωλόπαιδο με στερητικό σύνδρομο κι ερινύες απελευθερώνεις για τους κλειδαμπαρωμένους στα ξεροΝήσια των πολυκατοικιών που βράζεις,
αφιονισμένος τιμωρός της χαμένης ουτοπίας,ο ίδιος εσύ είδωλο ραγισμένο στον καθρέφτη σου

Μόνο η εκλεκτή κάστα των αφασικών κάθε Εξουσίας επινοεί ευτυχισμένους αποθεωτές της
 και φαντάζονται τούς νιώθουμε ευεργέτες μας
-τούς βλέπεις στις φωτογραφίες
- βουλευτάδες,εφοπλιστάδες,επιτυχημένους,κυβερνώντες,μεγαλοπερσόνες της κονόμας όλων των θαυμάτων επί πτωμάτων -
πλατιά χαμόγελα,χαριεντίσματα,φωτεινές όλο νάζια φατσούλες,σαν αποστειρωμένοι κι απαλλαγμένοι κάθε ρυτίδας κι άγχους
//τρομάζεις κοιτάζοντας,δεν μοιάζουν να συνειδητοποιούν τα γύρω τους αγκομαχητά,
τις απελπισίες που κρύβουν τα ταπεράκια με τα κεφτεδάκια και τα φρούτα απ'τα λιντλ και που δεν είναι η Λούτσα Ελούντα και Σούπερ Παραντάιζ ούτε που το φαντάζονται
και πώς είναι μια ψυχική συμπίεση να σε τυφλώνει,
η κάψα των υποχρεώσεων να μη σ'αφήνει ν'αναπνεύσεις,
να έχεις νεανική διάθεση τύπου "ο γέρος για λουτρά στην Αιδηψό",
να ιδρώνεις ,να θυμώνεις,να γκρινιάζεις,να βρίζεις κι ένα μπάνιο σου να το φτύνεις κουκούτσι που σού κάθησε στο λαιμό
 και να ξέρεις σ'εχουν καταδικάσει σε χρόνια Κάκκωση Ονείρου

-εξοστρακισμένοι στατιστικών βαθειάς μαράζωσης
κι ολοσχερούς καταθλίψεως υπέρ Αναπτύξεως,Ιδιωτικοποιήσεως και Παραγωγικής Ανασυγκροτήσεως,
μετά βα'ί'ων,κλάδων σ'αφανισμό και Μεταρρυθμιστικών καταναγκαστικών έργων αποθεώσεως γραβατωμένων κορακιών Βρυξελών
και λοιπών ευτυχισμένων συμπορευτών τής αγιασμένης αναπηρίας Αγίου Βόλφανγκ τού λυτρωτή των αμαρτιών μας,
προσδοκώντες Ανάσταση Καλοκαιριών και μακαρία ζωή ταχαίως,
να βγούμε από βαθειάς καταψύξεως ελειμμάτων βιαίως στις παραδείσιες Αγορές

-τα γκαρσόνια της Ευρώπης ως μελλοθάνατοι σάς χαιρετούν,
ω Καίσαρ που χαιρέκακα βλέπεις στις φλόγες να τσουρουφλίζονται δροσερές θερινές προβολές μιας Κανονικής Ζωής,που έμεινε άπνοη να μοιράζεται σκόνη και θρύψαλα,
συντρίμια χωρίς φωνή,χωρίς ανάσα καμιά και χωρίς να κοιτάζει κανείς δίπλα του να βοηθήσει που δεν μπορεί πια να σωθεί κι ο ίδιος

Βαρέλι δίχως πάτο - Πόσο χειρότερα πια
.................................................................
-θυμάστε αυτές τις δυο αγαπημένες φράσεις και πόσα εκατομύρια φορές τις επαναλαμβάνουμε τα τελευταία χρόνια,σαν επίκκληση μιας σωτηρίας που δεν φαίνεται στο τέλος ενός δρόμου που ούτε ως παραίσθηση απ'την ηλίαση στην έρημο δεν μοιάζει πιθανή;

ε!,αυτό το κατάντημα δεν το ήθελες ούτε για τον εχθρό σου
 και δεν θα βρεθεί ούτε μια ρηχή ή βαθειά θάλασσα να πέσεις να πνιγείς να το φχαριστηθείς να μην παλαβώνεις για κανέναν πια...
κι είναι η έσχατη ταπείνωση -
...που ακόμα κι Ιερός Μήνας Αύγουστος θα ορθωνόταν μπροστά σου σαν Τιμωρία!

Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

ΤΑ ΣΚΥΦΤΑ ΜΑΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ

Είμαι εννιά χρονών και μόλις γυρίσαμε απ'τη θάλασσα
//μόλις έκλεισαν τα σχολεία,11 Ιουνίου 1978 πήγαμε Πολύχρονο,σεζόν,σερί ώς αρχές Σεπτέμβρη,σπιτάκι ένα δωμάτιο,ένα μπάνιο και μικρό κουζινάκι,δυο μάτια για βρασίματα,μικρό ψυγειάκι,παρέα στη σειρά δέκα φίλοι,θειάδες,ανήψια βασιλλιάδες ο ένας δίπλα στον άλλο και παραλία όλη μέρα,με διακοπή για ζέστη,φαγάκι και υποχρεωτική ξάπλα δυόμιση με πέντε//
τώρα είμαι στον φούρνο τού χωριού και πληρώνω πέντε δραχμές το ψήσιμο γεμιστά(δέκα δραχμές τα κρεατικά),η μαμά μου κρατάει καρπούζι,τρεις δραχμές το κιλό και πάμε γκρινιάζοντας που μάς βγάλαν απ'το νερό και μουλιάζουμε και μάς αρέσει και δεν είχε και μέδουσες σήμερα...

Η μαγική εικόνα ενός νοσταλγικού παρελθόντος,ο μύθος Σαν τη Χαλκιδική δεν έχει,τα παιδιά των αστών και των πόλεων που μεγάλωσαν ατελείωτες διακοπές στον αέρα και το κύμα,στην πρασινάδα και την ξεγνοιασιά
//μα έτσι έγινα,έτσι μ'έφερε ο καιρός,όλα ξεκίνησαν σε μιαν καλοκαιριά,κατασκήνωση,Σταυρός,στα πλατάνια το ερωτευμένο ζευγαράκι γιώργος και ολυμπία με φτιάξαν Αύγουστο και γεννήθηκα Μάρτιο,έμαθα κολύμπι αμφίβιος μπέμπης κι όλα μου τα χρόνια θυμάμαι μαγιό και παντόφλα και παιχνίδι στην αμμουδιά τρεις μήνες κάθε καλοκαίρι
(την ώρα που το κοριτσάκι μου και χιλιάδες άλλα παιδιά βοηθούσαν στο λιοπύρι τους ταλαίπωρους γονείς,μαζεύοντας καπνά,βαμβάκια,ροδάκινα,σταφύλια,ελιές,καίγοντας την παιδική τους ηλικία αξημέρωτη φορτωτική στα τρακτέρ,τους αγρούς και τα μποστάνια στον ιδρώτα,το σπάσιμο μέσης και την αγωνία επιβίωσης και μην ξέροντας τί θα πει θάλασσα ώς την εφηβεία τουλάχιστο)

Αλλά η Ελπίδα ότι θα έρθει η καλύτερη ζωή και το Μέλλον θα πάρει εκδίκηση για τα όνειρά μας κρατούσε το φάρο ορθάνοιχτα στον προορισμό Ταξίδι κι οι αναποδιές για τα νιάτα μας μια πρόκληση και πέφταμε και ξανασηκωνόμασταν και καλή καρδιά και καλύτεροι οι φίλοι και ο αναγκαστικός χειμώνας στη δουλειά μικρός για τους ατέλειωτους Θεούς των Καλοκαιριών κι ήρθαν νησιά και βόλτες και παρέες κιθάρες στις ακροθαλασσιές κι υποσχέσεις κι αγάπες και πανσέληνοι βουτηχτές και σφηνάκια τεκίλα σανράιζ και μπητς μπαρ και λιμάνια αναχώρησης γέλια τρανταχτά ωραίας νιότης κατάστρωμα να τα'ί'ζουμε γλαρόπουλα στα λιμάνια προοισμού ρουμς τού λετ.

Κι ύστερα σκορπίσαμε,χαθήκαμε,φτιάξαμε μόνιμες εργασίες και πιο μόνιμες οικογένειες ατομικού αγώνος άγονης γραμμής και μειωθήκαν πόροι κι έξοδα και η ψιλοδιάθεση έγινε λίγο περίεργη υπόθεσις για τη γενική μας έφοδο στην Επιτυχία και την  θεμελίωση τού κτίσματος "Σιγουριά για το Αύριο" και μάς πήραν από κάτω οι ημερομηνίες που δεν βγαίναν,οι υπερωρίαι που δεν τελειώναν κι οι απολαβές που δεν περισσεύαν κι οι φασαρίες που δεν χωρούσαν σλήπινγκ μπανγκ και κοινόχρηστο μπάνιο είκοσι άτομα δεκαπέντε ώρες σαλονίκη-αμοργός-δονούσα-κουφονήσια-σαντορίνη,κλειστήκαν φωτοάλμπουμ κιτρινισμένες σελίδες,άλλαξε κι η τεχνολογία κι η αποθήκευσις δεδομένων τεραμπάιτ δεν θυμάμαι πια ν'ανακτήσω αρχεία,δοτικότητα κι ανάλαφρο περπάτημα πάνω στο κύμα και το ψιλοβουλιάξαμε το παραμυθάκι "δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη" κι "η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή" και προσκρούσααμε στα βράχια κι ήρθε ο καιρός των καπεταναίων βερολίνου ν'αποκόψουν την ακτοπλο'ί'α απ'τη δεδομένη μας ανάγκη απόδρασης που έγινε πολυτέλεια κι οι τεμπέληδες εμείς που τρώμε τα λεφτά των νοικοκυραίων εξωτερικού κι όμορφο γράμμα στο συρτάρι μιας μνήμης απροσδόκητα οδυνηρής να την ανασύρεις τρώγοντας τοστ στ'αλουμινόχαρτο,μετρώντας δυο ευρώ διαθέσιμα στην τσέπη για μια άτσαλη βουτιά στη Λούτσα και δυο παναντόλ για τη μέση στο άδειο πορτοφόλι που μυρίζουν τα καλαμαράκι κι έχεις να κάτσεις ταβερνάκι από τότε που έπαιρνες μπόνους στη δουλειά,πριν κοπεί κι η δουλειά κι ο μισθός και το χάλι σου το μαύρο πριν πάθει κοινοκτημοσύνη με της κριστίν λαγκάρντ τις προ'υ'ποθέσεις εξόδου από την κρίση.

Πόσα καλοκαίρια να θυμάσαι να σε κρατούν αισιόδοξο και χαλαρωμένο κι έτοιμο ν'απολαύσεις μικρές χαρές μεγάλης διάρκειας ευτυχίας,μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι στην ορχήστρα με τα τριζόνια και την αμμουδιά μυρωδιά πενταγάλανη θάλασσα αεράκι ξεγνοιασιά
//το χαλί τραβήχτηκε κάτω απ'τα πόδια,κουραστήκαμε,παραδώσαμε αντοχή κι αποθέματα στερέψαν και κοιτάζουμε να ξεκλέψουμε πέντε μέρες,μια βδομάδα τον ατέλειωτο καύσωνα να κορο'ι'δέψουμε πως τον παρατάμε ήσυχοι,παρακαλώντας μην γίνει στραβή κι απρόοπτο,να μην έρθει φορτωμένος λογαριασμός και φουσκωμένη δόση,να δανειοδοτήσεις νοσταλγίες το σκληρό σου μεροδούλι μεροφάι,να το πνίξεις το παράπονο μη χαθείς στη μιζέρια και την απελπισία των καιρών και πώς να τη φχαριστηθείς τη βουτιά αν μετράς χιλιόμετρο τη βενζίνα έξοδο ρόγχος και γκρίνια και συγκρίσεις κι απογοητεύσεις και κλεμένες ματιές στα σκονισμένα τού μυαλού,πελαγώνεις στα ρηχά,άτσαλα προσπερνάς τη χαρά και βυθίζεσαι στην κατάθλιψη των αριθμών που σε κυνηγούν 24 ώρες το 24ωρο.

Σκυφτά Καλακαίρια
-μπαινοβγαίνεις ανίσχυρος και με την αίσθηση του ταπεινωμένου,τού αποτυχημένου
//πέρσι σού έδωσε εισιτήρια ένας φίλος να πας εκδρομή,έστειλες είκοσι μηνύματα σ'όποιο ραδιόφωνο δώριζε τριήμερα στα νησιά και κέρδισες τον πιο μεγάλο λογαριασμό που δεν είχες να τον πληρώσεις στην WIND και τελικά  σού έδωκε ο κύριος ΣΚΑΙ (που τον έβριζες νυχθημερόν κι ύστερα σ'έπιασαν τύψεις που ακριβοδίκαια έκαμαν κλήρωση την αφεντιά σου) δυο νύχτες με πρωινό στην Κινέτα και νόμισες πας Μαλδίβες μ'ελικόπτερο,τόση χαρά,τόση απόγνωση
// κι είπες ωραία ήταν κι ο δεκαπενταύγουστος στην έρημη Αθήνα κι έπαιζες τάβλι στην 15νθήμερη άδεια στη Νέα  Φιλαδέλφεια που δεκαπέντε χρόνια στην Αθήνα δεν είχες πάει ποτέ και το ίδιο το τζιτζίκι άκουγες και στου Φιλοπάππου που περπατούσες ψάχνοντας δροσιά στην Αεροπαγίτου,ενθυμούμενος τα σοκάκια με τα ουζεράδικα της Σκοπέλου,της Ζακύνθου και τού Ρεθύμνου που ήταν και το τελευταίο σου μεγάλο ταξίδι πριν τρία χρόνια,δεκατέσσερις μέρες,αυτοκινητάκι λιμάνι,ταξιδάκι νύχτες ξαστεριές με παγωμένη μοναστηριακή μαύρη μπίρα κατάστρωμα, ΑΝΕΚ lines,καμπίνα Πειραιάς-Ηράκλειο και λύρες και λαούτια στο Φραγκοκάστελο και χοχλιοί και μαραθόπιτες και ρακές κερασμένες σ'αγκαλιές ωραίων βλεμάτων και τα σκαλοπάτια να κατέβεις στην Πρέβελη τα μέτραγες σαν βήματα σ'έναν Παράδεισο που δεν μπορούσε να περιμένει

-κουτρουβάλησες στ'απρόσμενα ναυάγια,απώλειες εισοδημάτων κι ανθρώπων και συνεχείς οξυγονοανακοπές και λάλησες κι ώς εδώ και μη παρέκει και δεν θα δώσω άλλον χώρο να ποδοπατιέμαι χωρίς ανάσα καμιά και βαρέθηκα και μπα'ί'λντισα το λέγαμε παλιά και άει σιχτήρ πια με τις Σωστές Πρακτικές των Επιβαλλόμενων Προγραμμάτων Σωτηρίας

//πόση καρδιά να παγώσεις και πόση σκληράδα ν'αποστραγγίσεις αισθήματα κι αύρα θέρος,έρως,θάλασσα ξανά,ανάγκη κι ηθική υποχρέωση για όσα έμαθες χωρίς να προδώσεις κάθε ίχνος παιδιάστικης αναπνοής που θα σου χαρίσει άλλη μια σκαλωσιά ώς τ' 'Αστρα που διάλεξες να έχεις οδηγό και προορισμό να φωταγωγηθεί η Ζωή και ν'αξίζει τον κόπο να περνάει και να μην σε τσαλαπατάει λιπόψυχο στ'αμπάρια των γαμωστατιστικών και των βρώμικων τούνελ με το σαπισμένο Κέρδος των Αγορών παρανάλωμα τα σπίτια των Ανθρώπων
- που είπαμε,
 θα ορίσουμε το δρόμο και θα πάμε Ελεύθεροι να βρούμε Ουρανό.

Κυριακή 4 Ιουνίου 2017

PEOPLE HAVE (NOT) A POWER

Αν κάτι είναι ασυγχώρετο στους κυβερνώντες συριζαίους είναι ότι ξανάστειλαν σπίτι όποιον κόσμο είχε ξαναβρεί μιαν ανάγκη να συμμετέχει στα πολιτικά γεγονότα,να διαβάζει,να κινητοποιείται,να συμπράττει,να κατεβαίνει στη διαδήλωση,να πιστέψει ότι αξίζει να βγει έξω,να φωνάξει,να διαμαρυρηθεί,να διεκδικήσει
-θυμηθείτε στο τέλος της κωμωδίας σαμαροβενιζέλων που κάτι ένιωθες να γεννιέται στις πλατείες,στις εθνικές και στις κουβέντες των ανθρώπων ακόμα,στα ταβερνάκια,στις αμμουδιές και στις δουλειές
//είχαν όλοι ένα πρωτόγνωρο των τελευταίων δεκαετιών αίσθημα ότι παίζονται πολλά,ενδιαφέρθηκαν για αυτό που παλιά σταματούσαν "έλα μωρέ που θα κουβεντιάζουμε για πολιτική",είχαν ξανανάψει αντιπαραθέσεις,απορίες γεννιόταν,ζυμώσεις και ψάξιμο,άνοδος ιστορικών και πολιτικών βιβλίων,θεμάτων,εκπομπών,ραδιοφώνων ενημέρωσης,στα καφέ μιλούσες για τα μνημόνια,τις προοπτικές,τις ελπίδες,τα όρια της αντοχής που δεν πάει άλλο και τώρα κάτι θα γίνει

-και το φτύσαν και το πετάξαν στα σκουπίδια των συμβιβασμών μέχρι...αι συνθήκαι να ωριμάσουν

-παλιά μου αριστερά παροχημένη,συνήθης εξουσία μου αχόρταγη
-ασχετόπουλοι,αδαείς κι αδιάβαστοι,ολίγιστοι των συνταρακτικών αλλαγών,ανίκανοι να μυρίσουν έστω την εξέλιξη,άσχετοι συσχετισμών,χωρίς σχέδιο,χωρίς νομική κάλυψη για τις περίτεχνες τρικλοποδιές των συστημικών θεσμικών τεράτων,χωρίς διεθνείς επικαλύψεις τακτικών και συμμαχιών πραγματικού χώρου αποφάσεων
-κι εν τέλει,στην πεπατημένη πολιτικάντη τού '80,λίγο δημόσιο ακόμα,λίγοι μετακλητοί κι επιδόματα ασθενεστέρων και γαρύφαλο στο πέτο στην καισαριανή,το δάκρυ της μνήμης ως χόρτο και λωτοφγία αδυναμίας.

//απαξία.
όλοι σαρβάιβορ και ηξ φάκτορ και μπάλα και άει σιχτήρ ξανά.
-αλλά ακόμη κι αυτή η αποχή και η σιωπή μας και η αηδία κι η απογοήτευσή μας κι η απόλυτη αίσθηση για το μάταιο και την αγανάκτηση μιας ηθικής προδοσίας λυγμικής έντασης
γίναν μάλιστα ανερυθρίστα "ανοχή"
-"δεν κατεβαίνουν στο δρόμο,άρα είναι μαζί μας"
είπε περιχαρής ο αγραβάτωτος προς τιμήν των αγώνων που δεν έδωσε
-"και πάνε κι όλοι εκδρομή,ποια κρίση λέτε",
περιγελώντας για όσα δεν έκανε,δεν τόλμησε,δεν άγγιξε και μάς παράτησε έρμαιους της ατομικής μας παραζάλης,χαμένους πάλι στην αγωνία πώς να τα βάλουμε με τόσα θηρία ανήμερα που μάς τσακίζουν τη ζωή ασταμάτητα χρόνια

//οι μαξιμοπερίκλειστοι των βεβαιοτήτων μιας ανειδίκευτης άγνοιας των στιγμών
-χαμένοι από χέρι στην κόντρα τους μ'ό,τι σάπισε και τούς κρατά πατημένους σ'ατέρμονες μάχες χαρακωμάτων,συντριπτικά κατάγματα στο πυγμαχικό μπραντεφέρ με τους νταβατζήδες των μήντια,με τους δικαστές της αφασικής αριστοκρατίας,με τους φοροφυγάδες των δικηγορικών ασυλιών,με τούς φαταούλες των έργων υποδομής,με τούς αγέρωχους εφοπλιστές των ξένων σημαιών,με τούς επενδυτές των κολοσιαίων κινεζωρωσσικών φατριών,με τις συμβάσεις των κεφαλοκλειδωμάτων γερμανογλειφτρών υπερταμείων "αξιοποίησης",με τις πρεσβείες των διαδρομιστών εκλεκτών πολυτελών γνωριμιών επί πιστώσει ανοχής που,αν δεν γίνουν οι δουλίτσες τους τραβούν χαλάκια υποταγής κι ασυλλήπτου ασύλου διώξεων
//κάθε "μάχη" υπέρ τού πόπολου και μια νίλα,κάθε τάξιμο φιλικής στήριξης και φιάσκο,κάθε απόπειρα ανάκτησης εδάφους κυρίαρχης κυβέρνησης εθνικού κράτους και μια ταπείνωση απ'τους πρώην γκάγκστερ της διεθνούς τοκογλυφίας τιμωρούς βερολινοβρυξελοδουνουτάδες

-και μια συνεχής φανφαρόνικη γελαστή αισιοδοξία,έτοιμοι για θριαμβευτική επανάκτηση κεκτημένων πανάκεια αριθμών,στο δρόμο των προηγούμενων ευτυχισμένων στουρναροχαρδουβέλειων μύθων,ποσοτικές χαλαρώσεις και πιστοληπτικές γραμμές και ομόλογα κιουί και η χαρισάμενη γοητευτική επιβράβευση Μηχανισμών,αγκαλίτσες και χαδάκια με τούς γιουνκέρειους οδοστρωτήρες,τους ολανδρέους και τούς παγκόσμιους οργανισμούς νεοφιλελέδων επαγελματιών τής γραφειοκρατικής κονόμας όλων των ηπείρων
-είμεθα και περήφανοι που μάς δουλεύουν και μάς στέλνουν απ'τον ντραγκιάννα στον τομσενοκα'ι'άφα σινιέ κυριλέ ενθουσιώδεις νικητές τού ανύπαρκτου χρέους μας,γιούρογκρουπ και τεχνικά κλιμάκια και λόγοι επαίνων
//και τηλεφωνήσαμε την αγκέλα που μάς είπε κατά βάθος μάς αγαπάει,αλλά έχει και το φαγητό στο φούρνο και πρέπει να μάς κλείσει τώρα και μείνε με τον πανωλεθρίαμβο στο χέρι να πορεύεσαι ανέκδοτο ώς και στου αδώνηδος τη χλεύη τσαλακωμένος  κι ερασιτέχνης
Πρωθυπουργός Λιγκουαφόν,μαθήματα κατ'οίκον,
δωρεάν δοκιμή και το προ'ι'όν επιστρέφεται αν δεν μείνετε ευχαριστημένοι.

//κι οι δουλειές διαλύονται κι οι εργαζόμενοι λιγοστεύουν κι όσοι έχουν θέση δεν έχουν μισθό και στο σούπερ μάρκετ η προστασία ενηλίκων κατακρεουργείται στον τιμαριθμικό ίλιγγο,το λάδι πήγε 6,5 ευρώ το λίτρο,το γάλα σκαρφαλώνει σε τιμή αγοράς ολόκληρης της αγελάδας,ο λογαριασμός της ΔΕΗ έγινε συγκεντρωτική ληστεία κρατικών επιτηρητών τού αέναου χειμώνα μας,το πλαστικό χρήμα έγινε κυνηγός των πιστοληστρικών κοστουμαρισμένων εκδικητών της  πανικοβλημένης μας αγχωτικής επιβίωσης,φοροτεχνικώς γενικευόμενος πνιγμός
-αλλά άνοιξε το τούνελ κλόκοβας και τεμπών,φτάνεις γιάννενα από αθήνα σε τέσσερις ώρες
-έχοντας βενζίνη σε τιμή κοσμήματος και διόδια επί τιμή χορηγούμενου ευεργέτη μπόμπολα
( που θα κρατικοποιούσαμε τις αττικές οδούς να χαίρεται το πόπολο τις βόλτες στις θάλασσες των αναγκών του...)

Χάσαμε.
Ανεχόμαστε το μητσοτακέικο και το σημιτέικο να δείνουν μαθήματα αδιάντροπα,τους χουλιγκάνους ιδιοκτήτες ομάδων και μήντια να μάς φτύνουν καθημερινά με σκουπίδια,βρίζοντάς μας ως φτωχούς και παραπεταμένους αμόρφωτους που δεν ξέρουμε τί ψηφίζουμε και δεν έχουμε παρά να τούς παραδοθούμε να μάς οδηγήσουν στον ωραίο γλοιώδη τους κόσμο των Επιτυχημένων Αρίστων της Ηγεμονίας τού Ισχυρού,στο χρήμα των κολλητών,στη μάσα των γραβατών,στην δουλική αποχαύνωση,στην εργασιακή ζούγκλα των 24ωρων Αγορών
-μα είναι η πρόοδος ηλίθιε,είναι η νέα εποχή,ο ανταγωνισμός,η τελική νίκη τού Χρήματος και τού Ατόμου
-η συλλογική μας ήττα αφόρητη.

Νενικήκαμεν
-και καήκαμεν

Δεν έχει οξυγόνο στάλα πια
-πίσω στην περιφρούρηση μικρών οάσεων,δυο τρεις αγαπημένοι άνθρωποι,λίγες μέρες δραπέτευση,όσο κρατάνε δυο μέρες γιορτή,ένα τραγούδι,μια κουβέντα χαμηλόφωνη,δυο μηνύματα και μια βόλτα στη θάλασσα.
-μέχρι να μείνουμε άνεργοι κι οριστικώς άφραγκοι,
απόμαχοι στα πενήντα μας χρόνια που κανείς δεν θα μάς δει,κανείς δεν θα μάς ακούσει,κανείς δεν θα μάς δώσει σημασία κι ούτε κανείς θα νοιαστεί να μάθει πώς θα ζήσουμε
 και γιατί στην απελπισία μας θα χαθούμε οριστικά.

Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

ΑΘΗΝΑ ΤΡΑΝΖΙΤ

Πριν δυο βδομάδες έβγαλε ήλιο κι ήρθε η 'Ανοιξη.

Μπήκαμε με την αγάπη μου στο αυτοκινητάκι Κυριακή μεσημέρι να φύγουμε στη θάλασσα,να λιώσουν τα μέσα μας χιόνια.

Στο Δαφνί μού ζητά να κοιτάξω ψηλά,σε μιαν αερογέφυρα τα γραμμένα συνθήματα γιγάντια,μα θέλει τουλάχιστο γερανοφόρο όχημα για να φτάσεις εκεί πάνω κι ώσπου να το ζωγραφίσεις το σύνθημα που θα γρονθοκοπήσει το παλιοΣύστημα και θα το κατατροπώσει,μάλλον έχεις τσακιστεί και πας άκλαυτος και δεν την προλαβαίνεις την επανάσταση!...

...που θαρθεί,δεν μπορεί,κάθε τοίχος και μια θράκα να ψηθεί ο Λαός και να εξεγερθεί,κάθε σπιθαμή κι εκατοστό τσιμεντοσυνθήματα ανυπακοής,εστίες πάλης,αφίσες νέα ξεκινήματα,αγώνας παθιασμένων,βασανισμένων,θολωμένων,χαντακωμένων,θυμωμένων κι ερωτευμένων
-όλοι στα λαγούμια μιας ακαλαίσθητης Μουτζούρας
//η Αθήνα είναι μια ζωγραφιά...η πιο άσχημη που έχω δει ποτέ  all over the world

Δεν αγαπάει κανείς αυτήν την πόλη
-γιατί κανείς δεν νιώθει πως ανήκει εδώ.

Υπερηφάνως έχουμε κάθε εκάστη γιορτή Ηπειρώτη,γλέντι Μακεδόνων,αγώνα δρόμου Λακώνων,ρακάδικη μάζωξη Κρητών,αγαλίαση πού'ρχονται γιορτές κι αργίες και διακοπές και καλοκαίρια και η Αθήνα..."ερημώνει"..."αδειάζει"..."ανασαίνει"
-κανείς δε θέλει να ζει έτσι με τόση πίεση και τέτοιο άγχος,να δουλεύει εδώ,να οδηγεί εδώ,να ψάχνει σπίτι και παρέα εδώ,να περναέι απ'το κέντρο,να διαδηλώνει κάθε πικραμένος για φονιάδες των λαών και δεν τούς λυπήθηκε κανείς τούς άμαχούς τους στόχους.

...από συνήθεια να ξημερώνει με σφηνάκια στο Γκάζι,ξέμπαρκος στην Ακρόπολη,μπατίρης στα Πατήσια,γκαζιάρης στην παραλιακή
και τίποτα δεν μάς γεμίζει τελικά,αφού εμείς γι αλλού κινήσαμε κι αλλού η ζωή μάς έφερε,βρεθήκαμε εδώ από λάθος,κατά λάθος και μείναμε εγκλωβισμένοι και μαραμένοι.

Θέλουμε όλοι να γυρίσουμε από κει που φύγαμε μικροί,έφηβοι κι ώριμοι,σαν κυνηγοί τού θησαυρού,άλλος για το δολάριο.άλλος εσωτερικός μετανάστης της ανάγκης,άλλος τουρίστας κι ερωτεύτηκε και παραμένει,άλλος πρόσφυγας για τ'άγνωστο με σημαία του μιαν κουκουβάγια
-κι όλοι αναζητούν εισιτήριο διαφυγής από μια δύσμοιρη πρωτεύουσσα τύχη μαύρη κι άραχλη κι άδικη και καταφρονεμένη.

Αν η Αθήνα ήταν ρόλος,σίγουρα θα ήταν η Μάρθα Βούρτση στις παλιές ελληνικές μελούρες,κλάμα και θανατικό και συμφορές και καρκίνοι και χαροκαμένες μανάδες και ξυπόλητα τέκνα
-για τη βρωμιά και τη δυσωδία,την εγκατάλειψη και τη φτώχεια,τα προάστια γκετούπολης,τα σκοτεινά των λεωφόρων,τ'άκομψα κτήρια,τ'αδιάφορα τετράγωνα με τα μικροσκοπικά μπαλκόνια,τ'ανερμάτιστα κι αδιάφορα μεγάλα έργα,την κοσμοπλημμύρα αποχαύνωσης και παράδοσης,την άνευ όρων κι ορίων καταπάτηση κάθε αξίας.

Δε χωρούν Πόλίτες σ'αυτό το χαοτικό σύμπλεγμα Αγνώστων της Υφηλίου Καταδίκων
-δε θέλει κανείς να γνωρίσει ουδένα,δεν τολμά κανείς να συγχρωτισθεί ούτε με τον εαυτό του,δεν γουστάρουμε ξένοι εμείς ν'αφομοιωθούμε μη χάσουμε την ταυτότητά μας και ραγίσει η υδρόγειος,να μη νιώσουμε συμμέτοχοι,αλληλέγγυοι,να μη μοιραστούμε υποχρεώσεις και να μη γκρινιάζουμε μόνο για δικαιώματα.

Θέλουμε μια βαριοπούλα να σπάσουμε τις ληστοτράπεζες για να έχουμε χρήμα,την κινητήριο δύναμή μας,την απληστία μας,αυτό το δώρο Θεού.

Θέλουμε να κάψοεμε το ελεεινό τρόλει που τολμά να μάς ζητά να πληρώσουμε το κόμιστρο για να επιζήσουν οι συγκοινωνίες των πολλών κι αδυνάτων.

Θέλουμε την ταλαιπώρια των πολλών για τα κεκτημένα των ολίγιστων παλαιοκαλομαθημένων δημοσίου αράγματος.

Θέλουμε καθαρό το σπιτικό μας να λάμπει κι ας ζέχνει ο παλιοκάδος απ'έξω τα λερωμένα μας τ'άπλυτα.

Και φοβόμαστε!
-πολύ φοβόμαστε.

...μη μάς διακορεύσει ο απολίτιστος,εμάς τού Survivor των ιδεών μας.

...μη μάς εξισλαμίσει ο αλλόθρησκος,εμάς τούς προσκυνητές ιερών ζωνών,οστών,παντοφλών οσίων,θαυμαστών δακρύων και φιδακίων σερνάμενων επί δίσκου των ευρώ υπέρ της αποπερατώσεως ευχών κι όρκων στις ενορίες κάθε γειτονιάς .

...μη μάς στερήσει την ανέλιξη η ισοπεδωτική επηρμένη μας βεβαιότητα πως έχουμε μια φοβερή Ιδέα ν'αλλάξουμε τον κόσμο,αλλά μάς διαφεύγει ο τρόπος υλοποιήσεώς της κι άλλωσε σιγά μην τήν χαρίζαμε στο αδαές πόπολο.

Παρκάρουμε όπου γουστάρουμε,ακούς εκεί να φτιάχνουν παλιοδρομάκια με τόσα πετραδάκια,π.χ.να!,έξω απ'το Ηρώδειο γιατί να μην μπορώ να φρενάρω δίπλα στο διάζωμα μη λαχανιάζω περπάτημα ο κοιλιόδουλος που θέλει να βλέπει τραγωδία και χορόν κι όπερα,ορεγόμενος βρώμικα στού Ψυρρή...

Πετάμε μπάζα στα ρέματα σαββατόβραδο μη μάς πάρει μυρωδιά κανένας γείτονας,ανοίγουμε παράθυρο στο γιωταχί μόλις τελειώσουν ο φραπές κι ο φρέντο καπουτσίνο κι όξω κι όποιον λεκιάσει ο χάρος
-εμείς.

Να καθαρίζουν τις παραλίες οι υπάλληλοι τού Δήμου,σιγά μην ξεμεσιαστώ να μαζέψω αποτσίγαρα,χαρτιά και κουτάκι μπίρες,τί τούς πληρώνουμε τούς αχρήστους τού ανύπαρκτου Καμίνη;

'Εχουμε άμεση προτεραιότητα σε κάθε ουρά
-κι ας φτάσαμε τελευταίοι γιατί ποιος ξυπνάει χαράματα να πάει εφορία,έχουμε συχνή εναλλασσόμενη αρρώστια,σφοδρή κι επιθετική τού μολυσματικού Ιού...
"ξέρειςποιοςειμαιεγωρε"

...μάς έμαθαν να είμαστε αγενείς,εριστικοί κι αγροίκοι
-για να επιβιώσουμε,για να καεί η κατσίκα τού γείτονα,για να βγάλουμε το μάτι τού διπλανού,γιατί είμεθα οι καλύτεροι κι οι σπουδαιότεροι στην Ιστορία
(κι ας μπερδευόμαστε ακόμα ανα η επανάσταση άρχισε 28η Οκτωβρίου κι οι Ιταλοί μήπως άρχισαν πόλεμο την 25η Μαρτίου...)

...άσε που μάς ψεκάζουν και χτες και σήμερα και πάντα τα ξένα συμφέροντα και οι εξωγήινοι πιθανώς που μάς ζηλεύουν.

'Εχουμε δυάρι στην Κυψέλη,αλλά ονειρευτήκαμε μεζονέτα στην Εκάλη,κατουρήσαμε ποδιές να τρουπώσουμε στο Δημόσιο που λατρεύουμε να σιχαινόμαστε κι είναι υποχρεωμένο να μάς παρέχει υπηρεσίες εμάς που φοροδιαφεύγουμε χρόνια,που φωνάζουμε έξω απ'τα γκισέ και καπνίζουμε στις εντατικές και χέζουμε στον ακάλυπτο σαββατόβραδα σουρωμένοι που ξεσπάμε την εβδομαδιαία μας πίκρα ξεκατινιάζοντας και περνάμε με κόκκινο γιατί είμαστε οδηγάρες κι έχουμε αμαξάρες και βίλες με πισίνες κι αδήλωτες καταθέσεις για τη ζόρικη στιγμή και μαύρα διεφθαρμένα κονδύλια με μπλάνκο στ'όνομά μας και βρίζουμε άμα λάχει να καεί να καεί η διαπλεκόμενη πολιτική,που είναι εικόνα της κι είμαι κοινωνία και σού μοιάζω,είμαι κοψοχέρης βολεμένος,έκαμα μιζαδόρικα κολπάκια για να βρω θεσούλα επιδοτούμενη,συνοικία τ'όνειρο ακούραστης πνευματικής εργασίας,να ιδρώνουν και να έχουν εξάρθρωση σπονδύλων τα κορόιδα,ρεμούλα και καθησιό και καταραμένη η ξένη Δυνάστρια κι εάλω η Αποικία και ποια αδικία που ζήσαμε Αγύρτες και γουστάρουμε Ατιμία και θα γερνούσαμε χαρούμενοι σε μια ξαπλώστρα με μοχίτο μας σημαία και μάς τσακώσαν κι αρχίσαμε να κρυβώμεθα και να μην εκτιθέμεθα και τα απεχθανώμεθα τέτοια καταντήματα απελπισίας και καταγγέλουμε την απάθεια των άλλων και μισούμε βαθειά
-τον καθρέφτη μας πρώτα .

Δεν είχαμε πρόθεση να ζήσουμε εδώ
-έτυχε,δεν πέτυχε και,κυρίως,δεν ξέρουμε πώς είναι να πασχίζουμε να είμαστε μαζί,συμμέτοχοι,συνιδιοκτήτες,συγκάτοικοι,συνοδοιπόροι,συμπολίτες
-σε τόπο ιστορικό,σχεδόν αγιασμένο
φιλοσόφων,ποιητών,μουσικών,αρχιτεκτόνων,αγωνιστών και καλλιτεχνών μεγαθηρίων
κι εμείς θεριά ανήμερα απέναντι Ωραίων Παλαιών Ανθρώπων που (δεν) μάς μάθαν να τους παπαγαλίζουμε ως πρότυπα κι εμείς τυμβωρύχοι οι συνεχιστές τους και γυρνάμε στην παρακμή και τον μεσαίωνα και κάθε δρόμος και κενό και κάθε γειτονιά και πιο γκρίζα στην απερπάτητη Αθήνα που όλα φωνάζουν
"όλα Λάθος!"
-ή όπως έγραψε ο Σεφέρης
"πήραμε τη ζωή μας-λάθος.κι αλλάξαμε ζωή"

...σιγά μην παλέψουμε για το καλύτερο,τ'ομορφότερο,το υψηλότερο και το ιδανικότερο
-αυτά είναι φληναφήματα γι αρπαχτές αιώνιες τελετές έναρξης ολυμπιάδων,να κοστίζει γενεές δεκατέσσερις η κιτσάτη γκλαμουριά των εφοπλιστάδων και των παρατρεχάμενων πλουσιών κα διασήμων τους.

'Ολα ψέματα και δεν είμαστε ποτέ οι Ιθαγενείς
-είμαστε σκέτοι κάτοικοι Αθήνας,προσωρινοί δημότες
και νιώθουμε δεν την αντέχουμε άλλο και περαστικοί,τράνζιτ θαρρείς,
χωρίς καν διαβατήριο,μια ξένη γη
-ακόμα κι αν χρειαστεί να περάσουμε εδώ ολόκληρα τα μιζεροχρόνια τού υπόλοιπού μας βίου...


Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

ΒΑΜΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΑΥΓΑ

Οι γιορτές.
Τα μόνα σημάδια τού δικού μας ουρανού που αναγνωρίζουμε ως αληθινή μνήμη και ψυχή παλλόμενη.
Η κοινή συνισταμένη τόσο διαφορετικών ανθρώπων σε μια πατρίδα που πενθεί
-η αντοχή μας να θέλουμε και να τολμούμε και να μπορούμε να γιορτάζουμε.
Ο ήλιος και το φως που περπατούμε χρόνια,δέρμα κι ανάσα μας.

Οι εικόνες είναι πάντα παιδιά.
Η πόλη,των γενεθλίων...

...ξυπνώ αξημέρωτα Μεγάλη Πέμπτη και στο διάδρομο που είναι η σόμπα πετρελαίου έχει Απρίλη μήνα καύσωνα,μπουμπουνίζει η φλόγα κι είμαι πάνω απ'την καρέκλα με τη φασκιωμένη λεκάνη από δυο κουβέρτες περιτυλιγμένο το ιερόν περιεχόμενο,το ζυμάρι για τα τσουρέκια φουσκώνει,η μαμά υπερηφάνως ταλαίπωρη δίνει συμβουλές πώς να το παλέψω δυνατά,τις ορθομπουνιές για σωστό πλάσιμο,αναποδογυρίζω,χτυπώ,μυρίζει όλο το σπίτι μαχλέπι,χτυπά το τηλέφωνο,η γιαγιά θα στείλει φιλιά μ'ιστορίες απ'το σπίτι της που (δεν) θυμάται πέρα κάπου κάποτε στη Σμύρνη,ο φούρνος τώρα στους 180 και γιγαντώνονται οι πλεξίδες και στη μέση τους κατακόκκινο αυγό κι αλείφει το πινέλο να ροδοψηθούν...

...μα τί πάθαμε με τ'αυγά φέτος!
1976,η γειτόνισσα η κυρά Λόλα
(Θεοδώρα,εκ Πόντου,που όλη μέρα τηγανίζει,τσιγαρίζει,μπουμπουνιζοκρεμμυδώνει το σύμπαν και ψήνει τα πιο νόστιμα πιροσκί τού κόσμου όλου που ξέρω ο πιτσιρίκος...)
μπήκε φουριόζα ίσια στην κουζίνα που η μαμά γυάλιζε τα φρεσκοβαμμένα μας τ'αυγά με ξύδι κι έκλεινε τα φύλλα των κρεμμυδιών με κάλτσα για ν'αποτυπωθούν στην κατσαρόλα μετά τα φύλλα τους πάνω τους ζωγραφιστά
κι η τρομερή φίλη μας απλώς τα θαύμασε κι είπε κοιτάζοντάς τα
"αχ τί όμορφα που τά'κανες φέτος κοκκώνα μου!"
κι από κείνη τη στιγμή πέφτουν όλα απ'την κουτάλα και σπάνε και διαλύονται
ό λ α !...διότι η Ποντία είχε μάτι,μάτι μάταρο και τούς πάντες και τα πάντα έριχνε κάτω,στα τσόφλια θα κολλούσε;

...και χτυπάει και σήμερις το κουδούνι και ξανασυφοριάζει αυτή τη φορά το νέο της στόχο
"μα τί πεντάμορφα πετυχημένα που φουσκώσαν τα τσουρέκια σου κορίτσι μου!"
...κι ήταν τα πρώτα τέσσερα και τα τελευταία που φούσκωσαν,γιατί,όλα τ'άλλα,μα ό λ α ! τα επόμενα πατήθηκαν,πίτα! και καήκανε,καταραμένο μάτιαγμα κι η μαμά έπεσε ν'αρρωστήσει πώς θα μοιράσει τα καρβουνάκια η δύστυχη...

Αλλά ευτυχώς τη συνέφερε ο στόχος της Κυριακής τού Πάσχα,το τραπέζι ανήμερα που θα μαζευτούμε τριάντα νοματαίοι στης ξαδέρφης της στην Καλαμαριά κι όλες οι νοικοκυρές τού τραπεζιού συνεισφέρουν λιχουδιές,η μαμά προσθέτει δυόσμο στο ρύζι και τυλίγει τ'αμπελόφυλλα για τα σαρμαδάκια της και ξεροψήνονται στο μάτι να καθαριστούν και να σκορδολαδοτυροπατηθούν οι μελιτζάνες για την απόλυτη μελιτζανοσαλάτα της,τα μεζεκλίκια των ψηστών,ο ανηψιός της θά'χει σηκωθεί νύχτα να ετοιμάσει τη φωτιά,σουβλισμένο το τετράπαχο από βραδύς,για να είναι όλα έτοιμα μόλις φτάσουμε κατά τις 7μιση
-και κυρίως δεμένος ο τρομερός φύλακας σκύλαρος,που με βλέπει και γρυλίζει κι ορμά στα μπουτάκια μου και στα μαγουλάκια μου θαρρώ και τρομάζω και τα κάνω πάνω μου...

...αν κι ακόμα τρέμω απ'την Ανάσταση,
είχε εκτυφλωτικά και θορυβώδικα βεγγαλικά στον 'Αγιο Ελευθέριο κι άσπρισα και χλώμιασα και κρύφτηκα κάτω απ'όποιο κοντινό μου παλτό κάθιδρος...
"άντε καλέ που φοβάσαι ακόμα,ολόκληρος άντρας πια!"
μα δεν θα προλάβω ν'ανδρωθώ με τον τρόπο που κραδαίνουν τις λαμπάδες ανταλάσσοντας αγκαλιές στο Χριστός Ανέστη,παρανάλωμα τού πυρός κι εγκαύματα προβλέπω γι αυτή τη νύχτα,άσε που πάλι λάθος αυγό διάλεξα κι είμαι ο πρώτος που τού το σπάσαν ο γκαντέμης κι έχω και την απαίσια μυρωδιά της μαγειρίτσας κάτω απ'το ρουθούνι που δένει τ'αυγολέμονο και σιγοβράζει και θέλω μόνο σαλαμάκι με μουστάρδα στο ψωμί και τίποτ'άλλο σε λέω!

Είναι μεσημέρι Κυριακή τού Πάσχα.
Η πέτσα στο 17κιλο τέρας σχεδόν έτοιμη τραγανιστή και την τσιμπάω και με δίνει μια γερή στα χέρια ο θειος που τόλμησα να τον προλάβω και γελά βροντοφωναχτά και νομίζω όλοι οι "μεγάλοι" είναι ήδη ψιλοντίρλα με τα ουζάκια τους και τα μπινελικάκια τους
κι οι γιαγιάδες μου αλωνίζουν και κουτσομπολεύουν και σχολιάζουν κι ο παππούς μου ο Γρηγόρης έπιασε την πετσέτα,δυνάμωσε τα κλαρίνα στο ραδιόφωνο που παίζει δημοτικά απ'το Δεύτερο πρόγραμμα της ΕΡΤ,μια προσφορά των κλωστών Ντεμισέ Πεταλούδα και φέρνει μια γύρα ακόμα και μού δίνει μιαν κλωτσιά και φεύγω κι ισοπεδώνω τις τριανταφυλλιές και βάζω τα κλάματα που το άσπρο μου παντελονάκι έγινε λασπόλουτρο κι εγώ γουρουνάκι τροφαντό όνομα και πράγμα κι όλοι φωνάζουν "γούρι!γούρι!" με τα χάλια μου...

...αν και ώρα τώρα πρόσεχαν πιο πολύ που λογομαχούν οι συνήθεις ύποπτοι,
ο Ριζοσπάστης θειος Δήμος έκανε τούρμπο πειράζοντας τον Ακρόπολις-Βραδυνή μπαμπά μου
"πού είναι τώρα ο βασιλιάς σας η πορδή να έρθει να σάς σώσει απ'τον Αντρέα που καταφθάνει καβάλα;"
...επίτηδες τον ανάβει κάθε φορά που έχουμε μάζωξη κι ο μπαμπάκος ψαρώνει αμέσως κι αναψοκοκκινίζει κι εκρήγνυται κι η μαμά κατσαδιάζει
"άντε πάλι πασχαλιάτικα με τα πολιτικά σας,αμάν βρε Δημοσθένη κι εσύ,αφού έχει πίεση,τί τού κάνεις;"

...κι εκείνη που παραλίγο θα μάς έκανε τελικά τη ζημιά ήτο η αγαπημένη μου θεια Κωνσταντία που χαμογελούσε απολαμβάνοντας να γλείφει τα κοκαλάκια απ'τ'αρνί,αλλά ένα τής κάθησε στο λαιμό και μπλαδιάζει και δεν αναπνέει και την αρπάζει ο γιος της και την ανανποδογυρίζει πάνω τα πόδια κάτω το κεφάλι και βαράει την πλάτη και τα καταφέρνει και πετάγεται το κόκαλο απ'το λαρύγγι κι απεκαταστήθει το πρόσχαρον κλίμα της γιορτής πριν καταλήξει ο γάμος κηδεία

και το κέφι κορυφώνεται ενώ κλέβω ακόμα δυο γουλιές απ'την,απαγορευμένη τις καθημερινές,κόκα κόλας κι ακόμα καλύτερό μου η βόλτα που ακολουθεί στα σπίτια της γειτονιάς που γεμίζω γλυκά και τυλιχτά στις τσέπες και φιλιά στα μάγουλα και χαρτζηλίκωμα και οι αγαπημένες φέτες μορταδέλα κι οι πατατούλες μου οι τηγανητές κι οι τυροκαυτερές
-αυτός πρέπει να είναι ο Παράδεισος που μάς λέγαν στο Κατηχητικό νομίζω και μην περάσουν οι μέρες και γυρίσω στο σχολείο,καθόλου δεν το θέλω!...

'Εχουν περάσει σαράντα χρόνια που επιστρέφω εκεί
-είναι όλοι νέοι κι όμορφοι και ζωντανοί.

Σπίτι στην Καλαμαριά δεν υπάρχει,δόθηκε αντιπαροχή,υψώθηκε πολυκατοικία,η ξαδέρφη μου παντρεύτηκε και φύγαν απ΄την πόλη,ο ξάδερφος στην Αυστρία χρόνια κι οι "μεγάλοι" πρώτα παραμεγάλωσαν,μετά αρχίσαν τα όργανα μετρήσεως πίεσης,τριγλυκεριδίων και ζαχάρου ν'αντικατασταθούν τα τηγάνια και τις κατσαρόλες ως είδος πρώτης ανάγκης και μετά βρισκόμαστε στα μνημόσυνά τους κι αναπολούμε περασμένα μεγαλεία
-κι ανήμερα Γιορτή φυσάμε τυχαία τη μύτη και σκουπίζουμε βιαστικά τα μάτια στις άδειες καρέκλες και κλεφτοκυτάζοντας τα ωραία τους χαμόγελα στα καδραρισμένα φωτογραφημένα ψέματα αιώνιας νιότης

-οι φευγάτοι της οριστικής απώλειας,η χαρμολύπη,το λουλουδάκι και τ'αναμμένα καντήλια στο μνήμα κι η αιώνια ευγνωμοσύνη μας
 και γίναμε εμείς τώρα οι "μεγάλοι",φτιάξαμε σπίτια,οικογένειες,τα δικά μας τσουρέκια ψήθηκαν ξανά και τ'αυγά ξαναβάφονται κόκκινα κι οι σούβλες λαδώνονται και τα κοκορέτσια τυλίγονται και παγώνουν οι μπίρες και κρασιά και ταξίδια  και χωριά χαμένα στο χάρτη και πολύβουες παρέες και μοναξιές μπορεί.

Της παιδικής μας της αυλής η Ανάσταση κρατά την πιο πολύχρωμη Μνήμη,δεν υπάρχει μια χρονιά που δεν γυρίζω στην αθωότητά της,στην άδολη χαρά και την απλότητα μιας γιγαντιαίας αγκαλιάς-ασπίδας προστασίας,καλοσύνης και συντροφικότητας,στα κολαρισμένα πάνλευκα τραπεζομάντηλα,στην ευωδιασμένη ασβεστωμένων τοίχων αυλή,με τα φωτεινά βλέμματα που θα μ'ακολουθούν ώς το δικό μου τέλος...

...αν και το τελευταίο μου βλέμμα που θυμάμαι από ζωντανό είναι σχετικώς πρόσφατο κι ούτε δεκαετίας πριν
-μεγάλο Σάββατο φτάνουμε νωρίς τ'απόγεμα στο χωριό,βγαίνουν να μάς προ'υ'παντήσουν με γέλια κι αγκαλιές και φιλιά τα πεθερικά μου κι ο αγέρωχος γλυκός μου κυρ Σπύρος με χαρά μεγάλη μού ζητά να κοιτάξω εκεί δίπλα στο τρακτέρ του και βλέπω ένα όμορφο γαλήνιο προβατάκι να μού κουνάει την ουρά και να βελάζει χαρωπά,την ώρα που αρπάζει το λαιμουδάκι του μ'ένα χασαπομάχαιρο ο πεθερός και το σφάζει μπαμπάκι εμπρός μου και μένω άπνοος κι ανήμπορος τής έκπληξης και το βλέμμα τού χαροκαμενοπροβατεμένου το είχα όλη τη λαμπρή κι ας ήμουν εγώ που το γύρισα έξι ώρες σούβλα το καημένο και το φάγαμε μέχρις τελευταίας χοληστερίνης το αφράτο του το δερματάκι ο τιποτένιος
-είχα τύψεις και καούρα και φούσκωμα μέρες να τιμωρηθώ.
-κι από τότε δεν ξανάψησα ποτέ//τυχαίον;

Δεν έχω χρόνια τώρα στο ψυγείο σοκολατένια λαγουδάκια κι αυγά κουβερτούρας
-στ'ανήψια τώρα δίνουμε δώρα τάμπλετ και κονσόλες πλέι στέισιον,αυτά είναι τα τεκνολότζικαλ ντριμς τους και ζαλίζονται στο δρόμο Αθήνα-χωριό και φουντώνουν αλλεργίες αν βρεθούν στη χλόη και στη γύρη και στο οξυγόνο τής άγνωστής τους φύσης
-στα καυσαέριά μας χρόνια ξεθωριάζει η γοητεία μιας Αλήθειας και μαζεμένες μού φαίνονται οι γιορτές,όλοι πιο συγκροτημένοι,πιο άκεφοι,πιο ταλαίπωροι σίγουρο και κουρασμένοι στοιχηματίζω,σα να βιάζονται ναρθούν και να φύγουν οι μέρες που δεν είμαστε σίγουροι τί σημαίνουν πια,η αναμονή κι η σχεδόν ηδονική τους μυρωδιά,πόσο σημαντικό είναι να τις περιμένεις κι αν θέλεις πλέον καν να έρχονται,έτσι ζωσμένες με σκιές...

Αλλά να σταματήσω να γράφω μελοδραματισμούς και παιδιαρίσματα,να βάλω ένα πουκάμισο κι ένα δεύτερο παντελόνι στη βαλίτσα,μαζεύει το κορίτσι μου τα τελευταία ψευτοδωράκια,κλείνει φερμουάρ και φύγαμε για Σαλονίκη,να προλάβουμε μιαν ακόμα αγκαλιά των Φίλων,να είμαστε μαζί,ταράτσα με τον γαλάζιο ουρανό,κατσικάκι με πατάτες στο φούρνο,κρασάκι τσουγκρίσματα ευχές,τα φιλιά,η μικρή μας δόση η δραπέτευση σα ζαβολιά και παιχνίδι,μια μερική αμνησία αμεριμνησίας,οι ωραίες μέρες των ομορφότερων ανθρώπων,το χάδι της καρδιάς,να ζήσουμε σπίτι,χαρά,μοίρασμα,τη Γιορτή

Τις μικρές στιγμές που τις ονειρευτήκαμε ολόκληρη ευτυχισμένη ζωή
-κι είναι ό,τι μάς απέμεινε πολύτιμο στολίδι και περηφάνεια μας.

Η ηχώς της Νοσταλγίας μας.

Ας αναστηθεί ό,τι αξίζει
-το λέω κάθε χρόνο,το πιστεύω πάντα και περισσότερο τώρα που τόσα πολλά μέσα μας κι εντός μας πεθαίνουν.

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

48 ΚΛΕΙΣΜΕΝΑ

'Εναν χρόνο μεγαλύτερος
(και τριάντα κιλά ελαφρύτερος...)

-γεννήθηκα τη χρονιά που ο άνθρωπος θα πατούσε τη Σελήνη
...γι αυτό είμαι καταδικασμένος να φεγγαροχτυπιέμαι και να σεληνιάζομαι και ποτέ να μην πατάω τη Γη και να νιώθω συχνά πως ανήκω σε άλλα σύμπαντα,
είχα χρόνια την επιθυμία να γίνω αστροναύτης και στη βιβλιοθήκη μου κάθε εγκυκλοπαίδεια τού διαστήματος
κι αγαπημένες σειρές το Διάστημα 1999,το Σταρ Τρεκ και το Γκαλάκτικα
 και μετά Σταρ Γουόρς στο σινεμά και Μπλαντ Ρέινερ και 'Αλιεν

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην πόλη Θεσσαλονίκη
-μιαν άλλη πόλη απ'αυτή που σήμερα ξέρουμε
-είχε αλάνες και χωματόδρομους πίσω απ'τις καινούργιες λεωφόρους,
στη γειτονιά μου ας πούμε,πάνω απ'τη Δελφών άρχιζαν τα δάση της Βούλγαρη,
το δασάκι που έβγαζε στο ξέφωτο τού ξερού γηπέδου τού ΜέγαΑλέξανδρου που πηγαίναμε περίπατο στο σχολείο
 και πιο ψηλά,στο πέρα δάσος,το μεγάλο πάρκο της Νέας Ελβετίας για ημερήσιες εκδρομές στην ...εξοχή

//παίζαμε στα χώματα,βόλους και καπάκια και κάρτες αυτοκινητάκια "υπερατού"
 και αυτοκόλλητους Πρωταθλητές 1977 όλους τους μεγάλους
ΠΑΟΚτσήδες,Κούδα-Σαράφη-Γούναρη-Γκουερίνο-Φορτούλα,κάθε Κυριακή στη τούμπα με τους αγαπημένους θειους και πλαστική μπάλα-πορτοκαλάδα και φραπές κυφωνίδη και τρανζιστοράκι με τα άλλα γήπεδα
και ήμασταν 55 άτομα στην τάξη τού 91ου Δημοτικού και έπαιζα τερματοφύλακας στο ποδόσφαιρο,αφού με φωνάζαν (και ψιλοήμουν) "μπούλη"
... χωρίς να κινδυνεύουν οι συμμαθητές να κατηγορηθούν για μπούλινγκ
 και να ορύεται η Τατιάνα για Σχολικό Εκφοβισμό
//άλλωστε δεν είχαν ξεκατινιαστεί ακόμα ψωνισμένες περσόνες,
υπήρχε μόνο ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ και η τηλεόραση ασπρόμαυρη έπαιζε πρόγραμμα μόνο απ'τις 6 ώς τις 12 το βράδυ

//κι όταν ένας νέος κύριος,ονόματι Νάσος Αθανασίου ξεκίνησε το πρώτο τηλεμεσημεριανάδικο στις 2 ,
εγώ αποφάσισα το εξάχρονο πως το μέλλον μου είναι τελικώς Δημοσιογράφος,
έτρεχα να σηκώνω τα τηλέφωνα που χτυπούσαν σπίτι λέγοντας στο ακουστικό με ύφος...
 "κάθε μεσημέρι,λέγεται;" ...
και σε κάθε καθρέφτη να κυκλοφορώ με πλαστικό μικρόφωνο αγορασμένο με δεκάρες απ'το ψιλικατζήδικο της κυρά Χάιδως απέναντι απ΄το σχολείο ως εκφωνητής,ρεπόρτερ και καναλάρχης,το έλεγα κιόλας...
"γεια σας,απ'τη Θεσσαλονίκη,Νίκος Παπαδόπουλος για το Κανάλι 3"

(αργότερα θα έτρεχα στα γήπεδα της περιφέρειας ως 13χρονος αθλητικός περιγραφέας στα ΕΠΣΜ για την εφημερίδα Μακεδονία με την πρώτη μου επίσημη ταυτότητα "αθλητικό τμήμα-δόκιμος δημοσιογράφος"
 και μετά το στρατό,ξαφνικά,όλη μέρα στα εφ εμ με το χτύπο τού παλιού ονείρου στο ραδιοφωνάκι,
αυτό που άκουγα μικρούλης κάτω απ'τα σεντόνια στο δεύτερο πρόγραμμα και στις αξεπέραστες νυχτερινές του ιστορίες,τις εξαίσιες των αόρατων θιάσων...
νά'μαι να τις κερδίζω εκατό χιλιάδες δραχμές το μήνα με τα γυαλιά τού παρατηρητή για να κάνω εκπομπές ο ποιος ο ανατολικός, στα είκοσί μου χρόνια πρωινός ξυπνητήρης,6μ'8 κάθε πρωί και κυριακές,γιορτές κι αργίες βαρεμενοπλασμένος να χαχανίζω και να ονειροπερνιέμαι για μεγάλες προσδοκίες και πιο αστείες φαντασίες,γεια σου αναστασία και γιώργο και περικλή και χρυσάνθη και ρένα και νικόλα
-αλλά δεν θέλησα να τα δω σοβαρά κι ούτε να χαραμίσω γλίτσα και σεβασμό σε δημοσιουπαλληλάκια των κρατικοδίαιτων θεσμικών ενός βρώμικου και στερημένου χώρου των μήντια που στη μικρόπολή του χανόταν μ'αλλαξοκωλιές και στυγνοΚΝΕκατινιές να φτιάξει μαγιά γι αυτό που θα σκάσει χρόνια μετά ως  Διαπλοκή, με κουμπαριές,βενιζέλειους ναπολεοντισμούς και πολιτισμικό αλκοολίκι σε θολά ξενύχτια παθών,λαθών και αφόρητων μεγαλομανιακών
-αυτά είναι μιαν άλλη ιστορία κάποτε με πείραξε πολύ που δεν ακολούθησα ό,τι αγάπησα,αυτό και το θέατρο που λάτρεψα κι έπαιξα και σκηνοθέτησα και μοιράστηκα τα πιο καλά παιδιά στα πιο τρυφερά τα χρόνια,τα παρα΄ληλα της παρατεταμένης εφηβείας και τα έδωσα όλα μια κλωτσιά κι έφυγα να γλιτώσω από εφιάλτες μαζεμένους κι από άγχη και στενοχώριες και μαυρίλες κι οικογενειακά σαράκια σωρό

//αλλά έτσι βρέθηκα στην Αθήνα
..τριαντάρης και σε συνάντησα ένα πρωινό,γέλαγες,έψαχνες δουλειά
 κι ήρθες Άνοιξη γλυκιά και μού πήρες τα μυαλά ξανά
-και δεν σταμάτησα να ονειρεύομαι λεπτό,με σένα που τόσο πολύ σε αγαπώ
...)

-γυρίζω στα παιδιάστικά μου παιχνίδια...
 που εκτός της τιβίασης είχα και τον άλλο αγαπημένο μου ρόλο,να είμαι ο επιθεωρητής Στηβ Μαγκάρετ,ο συνεργάτης μου Ντάνυ Ουίλιαμς,ο μικροκαμωμένος γειτονόπουλος και κολλητός Μπάμπης,δυο μήνες "μεγαλύτερός" μου στον τρίτο όροφο γεννήθηκε από αγκαλιά σε αγκαλιά,
τού δευτέρου εγώ,οι μαμάδες μας φιλενάδες,οι μπαμπάδες τραπεζαρία,μεζεκλίκια,τραγουδάκια
 κι εμείς όταν δεν ψάχναμε το κλειδί ν'ανοίξουμε τη σιφονιέρα να πιούμε το σπιτικό λικέρ κράνα που έφτιαχναν για τις γιορτές,λύναμε αστυνομικές αποστολές με βαθυστόχαστη ηλίθια επιμονή επαγγελματία και οδηγούσαμε το περιπολικό,που ήταν το τελάρο της ραπτομηχανής στην κρεβατοκάμαρα
-από μηδέν μαζί,χωρίσαμε όταν έφυγε γι αλλού στην πρώτη γυμνασίου
 και τον ξαναβρήκα λίγο πριν παντρευώ στα τριάντα
(και μαζί θα γεράσουμε,το έχουμε υποσχεθεί θα γίνουμε τρελόγεροι με βούλα!)

//γενικώς στη γειτονιά προσπαθούσαμε να καταστρέψουμε το γαλήνιό της τοπίο...

με την Όλγα πετούσαμε απ'το μπαλκόνι,χώματα,νερά κι αυγά σ'ανύποπτους περαστικούς που ουρλιάζαν που δεν ήταν κανάτα γεωργίας βασιλειάδου να τυχεροπαντρευτούν,αλλά η κακή τους τύχη να πέσουν σε κωλοπαιδάκια...
...όχι μωρέ,ήμασταν απλώς παιδιά Λίτσα, Φώτη,Μαρία,Αντώνη,Νάσο,Παρασκευά,Ράνια,Γιάννη κι όλα μας τα πλούτη για ένα σουμπούτεο,έναν φωτεινό παντογνώστη κι ένα φιδάκι και πατατούλες τηγανητές και μαλλί της γριάς και κοκοράκι γλειφιτζούρι και το καραβάκι να δένει στην παραλία της περαίας μιαν ώρα μετά

-στα πάρτυ όταν τελείωναν τα μπλουζ και οι ψευτοσαλιάρες με την μπουκάλα,ορμούσαμε στο τηλέφωνο και κάναμε φάρσες σε δασκάλους και τυχαία νούμερα που ο Σεφερλής θα τα είχε απωθημένα χρόνια μετά στα δελφινάρια

-μάς μαζεύαν απ'το πάρκο δύσκολα και ξημεροβραδιάζαμε στις κούνιες και στα αεροπλανάκια της παιδικής παραδεισένιας μας αθωότητας,βελάκια και ποδηλατάδες
 κι όταν άρχισαν οι μεγάλοι σεισμοί τού 78 ευτυχούσαμε να ρθούν ρίχτερ να μην κλείνουμε μάτι απ'την υπερένταση τού ατέλειωτου μπουλουκιού,ενώ ξεροσταλιάζουν στ'αντίσκηνα οι ταλαίπωροι γονείς μας να μάς πείσουν πως κινδυνεύουμε...

...Κίνδυνος θα ήταν να ξεχάσω πόσο όμορφα χρόνια πέρασα παιδί,
γέλια,γλέντια των μεγάλων,γεννέθλια των παιδιών,κρυφτό,κυνηγητό,εκδρομές,πάσχα και χριστούγεννα και καρναβάλια και καθαρές δευτέρες στην Αρετσού
// και καλοκαίρια εθιμικώ δικαίω στην κατασκήνωση τού Σταυρού οι πρώτες μνήμες,
εκεί με φτιάξαν ο Γιώργος κι η Ολυμπία,είμαι αυγουστιάτικος σπόρος,στα πλατάνια έγινε η σύλληψις,από κει θα φύγω έφηβος για την Πέραμο και τους αμμολόφους και τις χαρές των ανθρώπων που γνώρισα ,που νά'σαι τώρα και σ'έχω χάσει Γιάννη Αγγελή μου,πόσα χρόνια μετά,ευτυχώς ήρθε ο φέισμπούκης και μάς ξαναβρήκε Ζάκη,Δήμητρά,Αγγέλα,'Ακη,Γιάννη,Νάσο,Τζίμυ,Χρύσα,λείπουν πολλοί κι ο αείμνηστος Μπούρας ψηλά για πάντα και με σημάδεψαν και με μεγάλωσαν μετά...

...αλλά τώρα θυμάμαι στην πρωτόγνωρη Χλακιδική απ'το 1977 ώς το 1982 σαιζόν ολόκληρη,από αρχές Ιούνιού ώς τέλος Αυγούστου αμμουδιά,μέδουσες και θαλάσσιο ποδήλατο,βατραχοπέδιλα,μάσκες για βουτιές στα "μαύρα",
Πολύχρονο,Χανιώτη,Πευκοχώρι
 και  τρεχαλητό και παιχνίδι ασταμάτητο πιτσιρίκια,ξαδελφάκια και σαματάς
αδιαπραγμάτευτα καλοκαίρια της μεταπολίτευσης
-και μετά τα άλλα,τα πολυτιμότερα της μετεφηβείας
αμμουδιές και φωτιές κι ημίγλυκο τσάνταλη,Πλατανίτσι,Αρμενιστής,Ζωγράφου,Σάρτη
τα παιδιά που μεγαλώνουμε,Παύλε,Πέτρο,Μένη,Φωτούλα,Βασίλη δεν θα γεράσουμε  ούτε μια στιγμή να χαθούν τόσες βραδιές απάνεμα λιμάνια στην ψυχή μας

... αλλά τώρα ακόμα κλείνω μόλις τα 14 ,
που ξαναβρήκα την οικογενειακή ιστορία με τα πρώτα μου ένσημα,ως ομαδάρχης,στέλεχος κατασκηνώσεων, γύρω από την πυρά που ζούμε εμείς ολόκληρη τη ζωή μας, τού πλανήτη-Μεγαλώνω,
με τραγούδια και σελίδες να τα ξαναδω,απλά και να τα πω
-από τον λάκη τζορντανέλι και τον πασχάλη,ακούω σαββόπουλο και χατζιδάκη
 κι από μπλεκ κι αγόρι μαθαίνω την ελευθεροτυπία,το τέταρτο και τον σχολιαστή
κι απτην βραδυνή που έφερνε ο μπαμπάς και την ακρόπολη,αναδύεται η μακρόνησος που ποτέ γι αυτήν δεν μιλούσε ο θειος  ο Δήμος και  πώς την έζησαν ο μίκης,ο ρίτσος κι ο θίασος των μετέπειτα Ηρώων τού αληθινού πολιτισμού μου και στο βιβλιοπωλείο ο Σεφέρης κι ο Πάνος κι η Αγγελική και μιαν άλλη ζωή στη σαλονίκη μοναχά και στην παλιά της παραλία αέναη βόλτα,αριστοτέλους-ποσειδώνειο ποδαρόδρομος με ηλιοβασίλεμα,τον χιονισμένο όλυμπο και τα σχέδια μιας άλλης ζωής,ομορφότερης,πιο ελεύθερης και σημαδεμένης στα ταξίδια απ'το χάρτη τού μυαλού με σημαία την καρδιά,την εμπιστοσύνη,τη συντροφικότητα,χωρίς όρια,χωρίς σύνορα,
χωρίς σύννεφα ποτέ,
ξαστεριά,ακρογιαλιές δειλινά

//αλλά την πρώτη μνήμη Καλοκαίρι την έχω τυφώνα να στροβιλίζεται
-απ'το ΠΙΚΠΑ στην Αγία Τριάδα,η τραπεζοκόμος μάνα μου τραβάει τον πεντάχρονο κανακάρη της απ'το αμέριμνό του παιχνίδι,φωνάζοντας και κλαίγοντας
 και τρομοκρατημένες γυναίκες αλαλιάζουν κι ανεβαίνουμε σκαλιά να φτάσουμε στην ταράτσα να δούμε απέναντι το δρόμο Μηχανιώνας-Περαίας που γίνεται τρελός συνωστισμός,
σειρήνες,κόρνες,χαμός,
έγινε επιστράτευση,είναι Ιούλιος 1974 και μπήκαν οι Τούρκοι στην Κύπρο,
πού είναι οι μπαμπάδες,ποιοι θα φύγουν για το μέτωπο,ποιος να πολεμήσει,τί θα πει πάλι αυτό,Φόβος κι είμαι πέντε και δεν θα το ξεχάσω το τρέμουλο αυτό
-ο πρώτος πανικός χωρίς την ασπίδα των ολύμπιων χεριών των γονιών που μάς προστάτευαν,μάς αγαπούσαν και μάς πρόσεχαν σαν τη ζωή τους...

Δεν ξέρω τί ακριβώς άρχισα να γράφω σήμερα που σχεδόν πενηνταρίζω
-αυτοβιογραφία;...δεν είμαι καλά...
 τόσο μπερδεμένες εικόνες που τρομάζω να τις βάλω στη σειρά...
ασυναρτησίες αμέτρητων σκέψεων και πώς να τις φτιάξω ενιαία ιστορία...

// να σάς πω πως έχω Γενέθλια λίγο αναλυτικότερα σκέφτηκα αρχική μου σκέψη

-από παιδί που αρχίνησα να σβήνω κεράκια
...αλλά αν ανατρέξω στον μικρούλη των φωτογραφιών που γελαστός ορμούσε στην τούρτα του,
δεν μένω στη φάτσα μου την αναψοκοκκινισμένη,
αλλά στους τριγύρω μου Θεούς μου,
γονείς,παππούδες και γιαγιάδες και θειάδες και νονάδες και ξαδέλφια με κιθάρες νέο κύμα και μελό,λοιποί συγγενείς και φίλοι

//ελάχιστοι είναι πια εδώ
(κι αλίμονο δεν είναι πως μετακόμισαν ή χάθηκαν στα παραμύθια των καιρών που αλλάζουν)
-η Απώλεια τού Θανάτου,
αυτό το αδόκητο "παιχνίδι" των "μεγάλων"
- κ ε ν ό

...όταν έφυγε ο μπαμπάς,στα εικοσιπέντε μου, είπα δεν θέλω άλλα γενέθλια να γιορτάσω,
μετά γνώρισα το κορίτσι μου και ξανάρχισα να γλεντώ τα μοιρασμένα μας χρόνια
 και πέθανε κι η μαμά και είπα φτάνει,
δεν έχω να περιμένω τηλέφωνο απ'το σπίτι,να μού πουν "χρόνια πολλά",
δεν θέλω τούρτα και μνήμη και λωτοφάγος
 και να μην γυρίζω πίσω και να μη θυμάμαι να πονάει λιγότερο

 και να μη γράφω για κανέναν που δεν είναι εδώ καθαγιασμένοι στα θεμέλιά μου,
 για τις σελίδες της απόλαυσης μιας νιότης τόσο περιεκτικής,ανάλαφρης,γλυκιάς,ολοκληρωτικής αγάπης και δοσίματος,για τις αρχές και τις αξίες που περήφανος κουβαλάω και πιστεύω και ζω κι ελπίζω να μην αφήσω ποτέ να λιγοστέψει το φως κι η δύναμή τους..

48 κλεισμένα χρόνια σήμερα λοιπόν
//παιδικά χρόνια,η μόνη Αλήθεια που δεν θα με βαρύνει ποτέ

-ψάχνω τώρα στα ταξίδια,στην αγκαλιά,στις κουβέντες,στις ευχές,στους λιγοστούς πραγματικούς φίλους,
την αντοχή στ'αλύπητα των καταιγίδων τη Γενέθλια ορμή να κρατηθούμε,να ομορφαίνουμε,να προχωράμε μπροστά,να δημιουργούμε αισθήματα υγιή,ανόθευτα,ειλικρινή,αλληλέγγυα,απλά πράγματα,μεγάλα θαύματα,καθημερινά

-το καλύτερο Αύριο
- που οι γονείς μας περπάτησαν να βρουν το δρόμο
 και να μάς μάθουν να αγγίζουμε κι εμείς


Δεν ξέρω αν βγαίνει νόημα στις παραπάνω μπερδεμένες μου γραμμές
//τού χρόνου  (και πριν το Αλτσχάιμερ) θα σάς το μοιραστώ με σαφήνεια υπόσχομαι..

Να με χαίρομαι!

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

ΤΟ ΚΑΤΕΣΤΡΑΜΕΝΟ ΜΑΣ ΕΙΔΩΛΟ

'Εχουν αγριέψει πάλι δυστυχισμένοι άνθρωποι
-χολή στάζουν στα πληκτρολόγια αρρωστημένα μυαλά,ανώνυμα κρυπτοφασίζουσα είδωλα,απηυδισμένες στερήσεις,χυδαίες εγωπάθειες,δειλά μηδαμινά ένστικτα.

'Ολοι ξεσκίζουν κάθε φωτεινό μυαλό,ό,τι διαφορετικό της φρικτής τυποποιημένης "κανονικότητας",όποιον ξεμυτίζει χαρούμενος,ευτυχισμένος,ιδεαλιστής,στο νου και στην καρδιά ευρύτερης απλωσιάς κι αλήθειας
-να τον σπρώξουν στον υπόνομο,να ποδοπατήσουν τα όνειρά του,να εκμαυλίσουν την αθωότητά του,να στερήσουν τις ανάσες του.

Η κατσίκα τού γείτονα έχει χρόνια που ψόφησε και δεν τρίβουμε μόνο χαιρέκακα τα χέρια μας για αυτό,αλλά κανιβαλίζουμε και τούς γειτόνους και τον ίδιο μας τον εαυτό
-αρκεί να εκτονωθούμε,αρκεί θυμωμένοι να λυσσάξουμε στο Μίσος και την απεγνωσμένη,τρισάθλια ζωή μας να τη θεωρήσουμε κοινής αξίας σαπισμένη σταθερότητα
-υπέρτατος οδηγός επιβίωσης,η Μοχθηρότητα.

Στην εθνική μας κατάντια
2.500.000 πατριωτάκια κάθε βράδυ παρακολουθούμε σεληνιασμένοι κάτι τελειωμένες διασημοπερσόνες να τσαλαβουτούν στους λασποτόπους μιας τηλερημικής παραλίας για τρία κιλά ρύζι τη βδομάδα και την απόδειξη της ψωνισμένης τους αυταρέσκειας κι αυθάδειας
-μυξοπαρθένες και φουσκωτοί επιβήτορες των φαρμακευτικών ενισχύσεων,καθρεφτίζουσες αγάμητες και στεγνωμένα παρακμιακά χιτλεράκια αλληλοτηλεθαυμάζονται στην αντοχή τού αποστράπτοντα σκουπιδοσύμπαντος μιας μηντιακής καταβαράθρωσης,ενώ αποχαυνωμένα παράλυτα όντα του καναπέ,δυστυχισμένα πλάσματα κι αποτραβηγμένοι στην αφάνεια και τη μιζέρια τους εκθειάζουν την εκποίηση της επιβίωσης στο ενεχυροδανειστήριο της πιο βρωμιάρικης κονόμας ταπεινών ενστίκτων και διαφημιστικών πολυτελειών μιας κάστας μανατζαρέων της ξεφτίλας,στρατευμένων της αποκτήνωσης και της κατινιάς,σ'ένα πανελλαδικό κομμωτήριο στο πλυσταριό γωνία στη ΣΚΑτάΙ τουαλέτα που ζέχνει.

Ξαναγεμίσαμε τα σκυλάδικα,ρίξαν τιμές και μπόμπες φυστίκια εισαγώμενα καραπουταναριά,σαλεμένοι διασκεδαστές ξαναφτιάχνουν μυθολογίες "αυθεντικών πριγκήπων" μιας νύχτας σημαδεμένης αλκοολικής πρέζας και γκαζιάρικων χαρεμιών με θανατηφόρα κοκτέιλ λα'ι'κών ινδαλμάτων και απαίτηση η παραίτηση,κονσομασιόν ανέλιξη,μπουτιοβυζοειδούς απογείωσης καριέρας και τεστοστερόνους τσιμπουκολεύκανσης κι επιληπτικής παραφωνίας
-και χιλιάδες νεολαίους υποψηφίους αστέρες ενός πεντάγραμμου ιού ριάλιτυ αρκουδιάρηδων του συναισθήματος,με χάρισμα τη συγκίνηση των νεκρών κυττάρων,ιαχές λαμπερών καημών κι η αθωότητα ως εξευτελισμένος χορός πολ ντάνσινγκ,σεξιστικός σωλήνας παροχής σεβασμού στις φωτεινές πίστες που ξεπλένουν μαφιόζοι επιχειρηματίες μ'ανδραγαθήματά τους φορμόλη σε κάθε αμφισβήτηση και καλλιτεχνική αμφιβολία.

Δεν διαβάζουμε τίποτα,αραχνιασμένες βιβλιοθήκες,τζάμπα προσφορές σε κατακίτρινες φυλλάδες νεοάρλεκιν μόνο
-μόνο τις οδηγίες κατεβάζουμε μ'έξυπνες εφαρμογές σ'εξωφρενικές οθόνες τηλεπικοινωνιακής ανταγωνιστικότητας,μόνο κινητά και τάμπλετ κι αξεσουάρ 4G σύνδεσης είναι τα φαντασμαγορικά μας νέα όνειρα
-λες κι είναι απαγορευμένα(αλλά ποιος να τα διδάξει πια...)σελίδες,ιδέες,μηνύματα συγγραφείς,φιλόσοφοι,ιστορικοί,επιστήμονες,κοινωνιολόγοι,η παθιασμένη γνώση κι η σύγκρουση διαφορετικών θεωριών που θα μάς φέρουν την εξέλιξη των ανθρώπων-
όλες αυτές οι αναζητήσεις θεωρούνται παρακμιακές,παλιομοδίτικες,άχρηστες,παλαιακές
//γρήγορα λεφτά,εύκολη πληροφορία,άμεση λύση
-μια χοάνη επιδερμικών μεταμοντέρνων θέσφατων
//μην σκεφτείς,μην απορρίψεις,μην ξεσηκωθείς,μην αμφισβητήσεις,μην ξεφύγεις ενός γιγαντιαίου ελέγχου Ψυχής
//στον τρομακτικό καινούργιο θαυμαστό κόσμο,αν δεν έχεις tweeter κι instagram είσαι ο Κανένας

Αλλά φοβούνται όλοι για όλα
-οι χριστιανοί πως θα εξισλαμιστούμε,οι έλληνες πως θα τουρκέψουμε,οι παρθένες πως θα τις βιάσουν,οι άντρες που θα γίνουμε αδερφές,οι ξένοι που μάς ζηλεύουν και θα μάς σκοτώσουνε,οι μέτριοι που θα μαγαρίσουν την αριστεία μας,οι βρωμιάρηδες που θα φαν τα κλεμένα τού μπαμπά που τούς δίνει μιαν δουλίτσα,,να πεθάνουν οι γέροι να ζήσουμε οι νεώτεροι
//

Οι γενικές γνώσεις είναι βραχνάς για την τραπεζική επιχειρηματικότητα,θέλουμε στελέχη εξουσίας κι όχι νωθρούς κιθαρίστες για τις αμμουδιές να θέλουν κι απ'την ιερή τους εργασία άδειες να τραγουδούν τον Αύγουστο παλιοπαρέες στις φωτιές για ξαστεριές,αντί να φοράνε γραβάτα και να πάρουν proficiency να συννενοούνται διεθνώς που τούς έχουμε καριέρα τα μαλακισμένα
//πέτα ό,τι έχεις αυθεντικό,ταξιδιάρικο κι απρόσμενο στο  νου,χώρεσέ τα όλα στο στικάκι ένα giga και φύγε απ'το περιθώριο της αέναης αναζήτησης,γίνε οικογενειάρχης,επιτελικός,είκοσι ώρες απλήρωτη εργασιακή ζούγκλα,απόλυτος εχθρός η τεμπελιά,η ραστώνη,η ονειροπόληση,η τάση φυγής κι η αμφιβολία
-για την ωριμότητα και την επίγνωση της ματαιότητας,την κινητήρια δύναμη των ουτοπικών προσδοκιών,την αγάπη για τον συνάνθρωπο,την αλληλέγγυα κοινωνική ευαισθησία...
τσιμουδιά,αποχή,άγνωστος ξεχασμένος αιώνας

Τον Ελεύθερό μας εαυτό συνθλίβουν οι χαρτογιακάδες των απλήστων τερατόμορφων,της απρόσωπης παγκοσμοιοποιημένης ζάμπλουτης θεότητας
-σχεδόν δέκα χρόνια μνημόνια,σο'ι'μπλέδες και ντράγκηδες να προσπαθούν να μάς αφήσουν χωρίς ουρανό,θάλασσα,πάθος,να διαλύσουν όσα μάς κρατούσαν περήφανους κι αόρατους στο χαλασμένο τους κάστρο,με αυτάρκη ευημερία ήσυχης ζωής,με απλότητα κι αθώα ειλικρίνεια,μονιασμένοι στις αντιφάσεις μας,με λιακάδα κι αισιοδοξία σε γαλήνια συμβίωση.
//γυρίσαμε στη σκοτεινιά,την ομοιομορφία,τον οργουελικό καταναλωτισμό,τον συντηρητισμό,τη μονολιθικότητα και την τεχνολογικά ολοκληρωτική ηγεμονία τού Χρήματος,συχνά αιματοβαμένου στις ανισότητες κοινοτήτων,εθνών και χαντακωμένων στη φτωχοποίηση αριθμών χωρίς βλέμμα και καρδιά
-με άγνοια,ημιμάθεια κι έναν παράλυτο εξευμενισμό της ισχυρής κάστας των εκλεκτών που,φοβάμαι τα έχουν σχεδόν καταφέρει και ζέχνουν νικητές και σιγουρατζήδες ως "επιτυχημένοι"
-στο απόλυτο κενό της αυθάδειάς τους
//στην αποκρουστική αλητεία της 'Υβρεως

Κάποτε υπήρχαν οι Ποιητές ν'ακουμπήσουμε
-τώρα στιχοπλόκοι στα τιβιξενυχτάδικα,τα μεταμπoυζουξίδικα που ξεπλένονται οι ντροπές μιας εκποιημένης κι υποθηκευμένης χώρας...
..."όμως εγώ δεν παραδέχθηκα την ήττα,
έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή να σώσω,
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μες τις φλόγες"...

'Ασε ό,τι δεν αξίζει να υπάρχει πια να καεί,
κλείσε τις οθόνες,
βάλε μουσική,
πάρε με αγκαλιά και μη ρωτάς πού πάμε...

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

...Δεν είναι μόνο ο τίτλος τού τραγουδιού
-είναι που έχεις ανάγκη πολλές φορές να ξαναγίνεις παιδί
 κι όταν όλα τριγύρω ζορίζουν και δεν αντέχεις άλλο,να το ανοίξεις το παράθυρο και να πεταχτείς έξω,ν'αποδράσεις απ'τα σκούρα,να δραπετεύσεις απ'τις ευθύνες και τα βάσανα
-να νιώσεις πως μπορείς να ξανακάνεις μια σκανταλιά,να φύγεις προς άγνωστη κατεύθυνση,να μη γυρίσεις πίσω.

Είναι ένα παράθυρο και στην ελπίδα
-να συνεχίζεις να πιστεύεις πως υπάρχει διαφυγή κι έχεις μιαν έξοδο κινδύνου,δεν τέλειωσαν όλα,δεν έχεις εγκλωβιστεί,δε σε πήρε από κάτω.

Μαζεύονται πάλι μαύρα σύννεφα,όλα πέφτουν έξω και πάλι τείχη βαριά κι υψωμένα βουνά εμπρος σου
-αναδουλειές,χρέη,υποχρεώσεις,αρρώστιες,αναποδιές-
μια πίεση που δε θυμάσαι πότε αρχίνησε,αλλά δε βλέπεις και πουθενά πότε και πώς θα τελειώσει
(σαν την ατέρμονη διαπραγμάτευση με ΔΝΤ και λοιπούς εταίρους που όλο λένε οδηγεί στο φως της εξόδου απ'το τούνελ κι είναι πάντα ο προβολέας απ'το τρένο που σε κάνει λιάρδα στις σκοτεινές γραμμές με τα ανελέητα μέτρα,
αλά απόψε ας μη μιλάμε για όλα αυτά...)

Τα παράθυρό μας που θέλεις ορθάνοιχτα να μπει αέρας καθαρός είναι τα χρόνια μας της αθωότητας
-ακούγονται τραγούδια και γέλια και χαρές,είναι οι δικοί μας άνθρωποι,αγαπημένοι,οι γονείς,οι φίλοι,οι έρωτες,ακροθαλασσιές,ξαστεριές,υποσχέσεις κι όνειρα της καλύτερης ζωής,σελίδες βιβλία να φτιάχνουν ζωγραφισμένους ορίζοντες,ταξίδια να προσθέτουν μνήμες λουλουδιασμένες, συλλογικότητα,συνοδοιπορία,συντροφικότητα,σύμπνοια,
τα συναρπαστικά των ανακαλύψεων,τόποι,πρόσωπα,ιστορίες,επαφές,πνεύμα και γαλήνη στα πέλαγα,
ταινίες,θέατρα,συναυλίες
-κρατάς  το χέρι της
και λες,αντέχουμε!,προχωράμε
 κι ομορφαίνουμε,καταλαβαίνουμε,εμπιστευόμαστε,μοιραζόμαστε,αγαπάμε.

Τα ερμητικά κλειστά παράθυρα που σε τρομάζουν
-κλειδαμπαρωμένα παντζούρια,τραβηγμένες κουρτίνες,θλίψεις,απώλειες,απουσίες,ξαφνικές στενοχώριες,απρόοπτοι θρήνοι-
δε θέλεις να ζεις,δε θέλεις ν'ακούς,δεν μπορείς να μιλήσεις,δεν έχεις να ζητήσεις βοήθεια,δεν αντέχεις τον πόνο,δεν μπορείς μονάχος πουθενά,δεν αναγνωρίζεις τον κακό σου εαυτό,δεν τολμάς ν'αντιδράσεις στο μίσος των αγριμιών που κατοικούν δίπλα σου,δεν αντιμετωπίζονται οι κραυγές τους,ο φθόνος,οι δεισιδαιμονίες,η θρησκοληψία,οι μονομανίες,η εγωπάθεια,η αδίστακτη επιβίωση επί πτωμάτων,οι κατραπακιές,οι τρικλοποδιές,η κακοήθεια των μανιασμένων ανικανοποίητων,
η ανήθικη λογική ποδοπατήματος γιατί εξακολουθείς να ζητάς αρχές,αξιοπρέπεια,ήθος,γνώση,αλληλεγγύη,ζωτικό χώρο κι ελευθερία.

'Ηλιος και φως σ'ευωδιαστές γλάστρες και τιτιβίσματα και πουλιά αγέρωχα βλέμματα κι αρώματα και τοπία ανοιξιάτικα και καλοκαιρινές αποδράσεις και βουτιές σ'όσα σε μάθαν πώς να γίνεσαι ένα,
πως μαζί μπορούμε καλύτερα,
πως οι υποσχέσεις φτιάξαν πραγματικούς καινούργιους δρόμους ν'αλλάξει η μιζέρια
 κι η φτώχεια της καθημερινότητας τολμά να χτίζει βαθειές ψυχές,να ριζώνουν προσδοκίες και να στολίζονται χρόνια με καθαρά κούτελα,λεβεντιά και περηφάνεια
 κι όλα μας τα πλούτη η αγάπη ετούτη!

Ανοιχτά παράθυρα,ήρεμες κουβέντες,να μαθαίνεις,να ανανεώνεσαι,να ωριμάζεις,να παθιάζεσαι,να συνειδητοποιείς άλλην μια φορά πως τα θαύματα στ'απλά τα πράγματα,
να καταφέρνεις να εξελλίσεσαι (κι όχι να ελίσεσαι σα φίδι)
-να μην έχεις  χρόνο να βαραίνεις που δεν προλαβαίνεις,
πως όλα τριγύρω αλλάζουν και δεν μένουν ίδια και γίνονται κερδισμένα χρόνια αν θ έ λ ε ι ς να είναι τέτοια
-ευτυχισμένος στα βάσανα
-πρόθυμος στις θυσίες
-ευαίσθητος στα σκληροτράχηλα μονοπάτια
-φίλος κι αδελφός,προστάτης στους κατατρεγμένους,συμμέτοχος στην κοινωνία που προοδεύει
-παιδί στα γλέντια,στις τρέλλες δεκτικός,ανέμελα παλαβωμένος στον αφρό των κυμάτων που θα βγάλουν στα λιμάνια των μεγάλων προσδοκιών.

Οπωσδήποτε παράθυρο!
-να πιστεύεις πως έχει ανοίγματα η σκοτεινιά,να ορθώνεσαι δυνατός κι αντίθετα στο ρεύμα
να είναι το κεφάλι έξω,δεν πνίγεσαι,μη σε παρασύρει η μούχλα,η απόγνωση,η ξινίλα,η κλεισούρα,η συντήρηση τελειωμένων μυαλών,οι κατάκοποι κι οι ηττημένοι κι οι παρανο'ι'κοί ψυχαναγκαστικοί μην σε πατήσουν κάτω,οι αρρωστημένοι μισάνθρωποι μη σε κάνουν σαν τα μούτρα τους
-αισιόδοξοςκι αθεράπευτα ρομαντικός,
είναι καλύτερα έτσι /ε ί σ α ι καλύτερος έτσι!
-έχεις Αύριο να δοκιμάσεις,τη χαρά μιας επόμενης μέρας δε θα τη στερηθείς άλλο
-θ'ανοίξεις πάλι το παράθυρο και θα πετάξεις ξανά

-έλα μαζί μου να πάμε μακριά,δεν μάς κρατάει κανείς
-ακόμα κι εδώ τελικά να μείνουμε,έμαθες να πιστεύεις πως και τώρα δα να το αποφασίσουμε,
έχει σημασία πως  μ πο ρ ο ύ μ ε
//και θα φεύγουμε!