Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ





 
Πάντα θυμάμαι ένα μεγάλο τραπέζι με κάτασπρο τραπεζομάντηλο,τα παιδιά βοηθούσαμε να φέρουμε τα ποτήρια και τα μαχαιροπήρουνα και βάζαμε τις χαρτοπετσέτες δίπλα,γιατί μέσα στο πιάτο είχε τα καλά υφασμάτινα πετσετάκια που βγαίναν από τα συρτάρια φρεσκοπλυμένα για τη γιορτή.

Ανήμερα Χριστούγεννα πάντα στης γιαγιάς,είμαστε όλοι στην κουζίνα πάνω από το κεφάλι της να δούμε πώς φτιάχνει τη ζύμη για τα τελειότερα κεφτεδάκια τού κόσμου που καμιά νοικοκυρά δεν τα πετυχαίνει όπως εκείνη και ζηλεύουν οι μαμμάδες κι οι θειάδες που τα πιστσιρίκια λέμε πως δεν είναι σαν της γιαγιάς και η γιαγιά γελάει,μα δεν το μαρτυράει το κόλπο της και πάνω στο τηγάνι λύνονται και δένονται μυστικά και θέλω το πρώτο που θα βγει τσιρτσιριστό να το δοκιμάσω και με καίει το λαιμό και κλαψουρίζω-

και παραμονή Πρωτοχρονιάς σπίτι μας,πανζουρλισμός,εικοσιπέντε νοματαίοι,δεν προλαβαίναμε τις αγκαλιές και τα φιλιά και τα δώρα,μα αυτός ο άη Βασίλης ξέρει πάντα πριν από μας για μας και δεν τον πρόλαβα πάλι φέτος και τον κυνηγάω να δω έστω το ιπτάμενό του έλκηθρο από το παράθυρο,αλλά τώρα έχω φούριες γιατί μού έφερε το καινούργιο τρενάκι με δέκαμέτρα ράγες παρακαλώ,κι άντε να το στήσω αυτό το πράγμα ο ανίκανος και παραλίγο να ρίξει η μαμά τη σουπιέρα με την κοτόσουπα,πρώτο πιάτο αχνιστή και με κοίταξε σα μυρμηγγάκι για πάτημα θα είχαμε δράματα βραδυάτικα,αν έπεφτε η πορσελάνη στο πάτωμα θρύψαλα δέκα μέρες προετοιμασία,για τιμωρία δεν θα φάω δέκα κομμάτια σπανακόπιτα,θα αρκεστώ σε ένα ο χοντρούλης και βάλε στο κασετόφωνο να παίζει τα καινούργια τραγούδια έχουμε για όλα τα γούστα από πάριο,πουλόπουλο και μαρινέλα μέχρι απόστολο καλδάρα και μικρασία,ωραία αυτή η καινούργια λα'ι'κή φωνή,πώς τη λένε,α! χαρούλα αλεξίου,θα πάει μπροστά αυτό το κορίτσι φαίνεται...

Στα καινούργια σπίτια δεν είναι απαραίτητη η μεγάλη τραπεζαρία νομίζω
κι όταν βρίσκεις χώρο γεμίζει τα κάδρα με τους πεθαμένους που σε κοιτάζουν γελαστοί κι όμορφοι και φευγάτοι χρόνια και δεν τολμάς να τους κοιτάξεις τέτοιες μέρες και τούς αφήνεις στη σκοτεινή μεριά της μνήμης γιατί δεν αντέχεις άλλα κλάματα κι όσα χρόνια κι αν περάσουν σού λείπουν παναθεμά τους πολύ και τίποτα δεν είναι ίδιο
-και θυμάσαι πάλι τη μαμά που έλεγε "δεν θέλω να έρθουν γιορτές" και δεν την καταλάβαινες γιατί τό'λεγε,αφού οι γιορτές είναι χαρές και γλέντια κι αγκαλιές κι ευκαιρία για συνάξεις κι αγάπες και λουλούδια-
 και τώρα ξέρεις πως οι απόντες είναι τόσο περισσότεροι των παρόντων που δεν αντέχονται στο προσκλητήριο των αναμνήσεων και τούς καταχωνιάζεις στην άκρη των ματιών να στερέψουν δάκρυα να μην πνιγείς και χαθείς,
εντάξει,οι ζωντανοί με τούς ζωντανούς και πάλι θα βρεθείς με τους ανθρώπους σου και θα είναι αφορμή τέτοιες μέρες να νιώσεις καλά κι όμορφες στιγμές και τα βλέμματα να σου πουν τα καταφέραμε να μείνουμε άνθρωποι και φέτος κι αξίζειι η παλιοζωή ο παλιόκοσμος κι η παλιοκοινωνία αφού η καρδιά μας ανοίγει και μοιράζεται και οι φίλοι μας κοντά και δίπλα και πάλι καταφέραμε να τού ρίξουμε τού ακαμάτη χρόνου μια και να κερδίσουμε ακόμα μια μάχη,
τού 2018 τώρα που φεύγει και δεν βγήκαμε νοκ αόυτ στα σημεία...

Τριγυρίζουν σα φαντάσματα οι παλιοί μας χρόνοι,
η αφέλεια των πιτσιρικάδειων δεκαετιών,η γλύκα η ζαχαρωτή των γονιών μας της προστασίας,της έγνοιας,της στοργής,της ανέφελης ανεμελιάς που θα ήταν ολόκληρη η ζωή πριν τη μάθουμε σκληρή τρικυμισμένη κι αναπάντεχη,αναμένα φώτα,ολόφωτα σπίτια και τα δέντρα με τα λαμπάκια αναβοσβήνουν οι μνήμες και ξεροσταλιάζω να τα θυμάμαι όλα και να μην ξεχνώ κανέναν κι είναι πολλοί είπαμε όσοι φύγαν οριστικά
-και σκέφτομαι είναι τυχεροί όσοι έχουν ακόμα κοντά τους μπαμπάδες και μαμάδες και θειάδες και παπούδες κι ας έχουν προβλήματα κι ας τούς ταλαιπωρούν οι παραξενιές κι οι ψιλοαρρώστιες και δεν ξέρω πώς έτυχε και μού φύγαν όλοι τόσο γρήγορα που είχα κι άλλα να τούς πω και μεγαλώνοντας κι εγώ κάτι να τούς επιστρέψω από όσα μού χαρίσαν και να κάνουμε βόλτες και να λέμε ιστορίες και να τούς βοηθήσω και να τούς ευγνωμονώ που με μεγαλώσαν καλό παιδί και μού μάθαν να υπολογίζω την καρδιά των ανθρώπων να αξίζει τον κόπο και να παλεύεις μαζί για το καλύτερο και δεν πρόλαβα να τους ευχαριστήσω και δεν έχω τρόπο να τους θυμηθώ από μια παλιοφωτογραφία στο χριστουγεννιάτικο το κομοδίνο μ'αναμένα πάντα τα λαμπάκια να χαζεύω πενήντα χρονών μαντράχαλος το καραβάκι φωτισμένο δακρυσμένος και να ονειρεύομαι είναι όλοι εδώ και θα γιορτάσουμε ξανά και βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι κι ολόλευκο καθαρό τραπεζομάντηλο αλέκιαστο και μοσχοβολιστό σαν τ΄αγνά τα περασμένα χρόνια της αθωότητας-γεύση αναλλοίωτη τόσα χρόνια.

Δεν παραπονιέμαι κι έχει καιρό τώρα που ορκίστηκα δεν θα μελαγχολώ και δεν θα κλαψουρίζω και δεν θα πέσω στην παγίδα να με ρίχνει η καταιγιστική σιωπή των απόντων
-τρέχουμε,δουλεύουμε,παιδευόμαστε κι αντέχουμε,πιο κουρασμένοι,πιο ταλαίπωροι αλλά και πιο συνειδητοποιημένοι πως έτσι είν'η ζωή και πώς να την αλλάξεις και τα πράγματα γίνονται με τον τρόπο που φτιάξαμε εμείς τα όρια και τα δεδομένα και τις προτεραιότητες και τις επιλογές μας και φτάνουμε ξανά στο τέλος της χρονιάς και είθιστε απολογισμών και σκασίλα μας μεγάλη ο ισολογισμός αφαιρετικός μεγάλων στόχων και δε βαριέσαι όσα δεν καταφέραμε κι όσα ονειρευτήκαμε δεν ήρθαν και δεν πειράζει,μιαν άλλη φορά ,μιαν άλλη χρονιά,την υγειά μας να έχουμε και δυο τρεις καλοί μας φίλοι δίπλα και να ξέρουμε η αγάπη μας κρατάει και βιάζομαι να γυρίσω σπίτι να σε δω,αυτό μου αρκεί και μού περισσεύει και θα σε πάω μια βόλτα ήσυχα κι απλά εδώ κοντά να χαζέψουμε τη στολισμένη πόλη,να έχει έξω κρύο και μέσα μας τη ζέστη της προσμονής και της ελπίδας,αν ξέρουμε πως κι αύριο θα είναι εδώ η πίστη μας πως θ'αλλάξει κάτι λίγο προς το καλύτερο,χαλάλι τα μπερδέματα κι οι αναποδιές και η κακία των ανθρώπων χαλάλι.

Καλή χρονιά σε όλους όσους την αξίζουν,η μοναξιά που δεν αντέχεται να την παλεύουμε,
έξω μιζέρια και λύπες κι αρρώστιες ούτε και στους εχθρούς μας,
οι στιγμές της ευτυχίας σα γιορτές πάντα αναπάντεχα δώρα της περιπέτειας που την είπαμε καθημερινότητα να γεννηθούν και τον επόμενο χρόνο για να αντέχουμε να τον περπατήσουμε
κι όσα έρθουν κι όσα πάνε και δε βαριέσαι που είμεθα φτωχοί,
έχουμε πάντα ένσημα καθαρό κούτελο και πλούσια αισθήματα μωρέ,
κανείς δεν θα μάς κλέψει τις μνήμες και τα όνειρα
 και θα περιμένουμε πάντοτε Καλοκαίρια με καταγάλενες ήσυχες θάλασσες
-άσε τί να μάς πουν κι οι βαρυχειμωνιές,δεν τις φοβόμαστε-θα περάσουν!

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

στη μνήμη τού Γιώργου Λιώτση

 



Σας έχω μιλήσει για την Τρίτη Λυκείου;

'Ημουν κλεισμένα δεκαεφτά (κέρδιζα χρονιά) κι ήταν 1986.

'Ημουν απ'τους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους στον κόσμο
-και όχι για τα μαθήματα,τις εξετάσεις και τις πανελλαδικές κι αν θα  έμπαινα στο Πανεπιστήμιο
-χεσμένο το είχα τότε,δεν με ενδιέφερε καθόλου μα καθόλου να χάσω στιγμή
-απ'τις χαρές,τα όνειρα,τα γλέντια,τις αγκαλιές,τις παρέες,
τούς Φίλους κορώνα στο κεφάλι
και Ιερό και Όσιο της υπάρχουσας ζωής μου το Βασίλειο...

...ήμουν ενθουσιασμένος

-γνώριζα τα καλύτερα παιδιά,
είχα ήδη ένσημα καλοκαίρια διακοπές,κατασκηνώσεις,ξενύχτια,
βουτιές γνώσεις οι  παθιασμένοι μεγάλοι μου ήρωες,μιλούσαμε για τα πάντα τού κόσμου,
απ'τον Μαρξ ώς την Ορνέλα Μούτι
και από τον Τσε Γκεβάρα μέχρι το Νίκο Γκάλη
κι ακούγαμε Σαββόπουλο με έκσταση και Γουάμ με αηδία
και διαβάζαμε Απομνημονεύματα τού Μακρυγιάννη και Ντοστογιέφσκι και Αστερίξ και Κλικ
-τιτανομαχίες επίλυσης των γόρδιων δεσμών,τα δισεπίλυτα προβλήματα των καλομαθημένων αστόπαιδων
-κι η περίπτωσίς μου ...
...χάρτινα καράβια σε τρικυμία εν κρανίω
κι  η επιμονή μου για τη μελαγχολία ως το μόνον της ζωής μου επιμορφωτικόν ταξίδιον
//αλλά το θέμα μου δεν είναι η εμπύρετη ενηλικίωση κι οι  αναρχοαυτόνομοι μεγάλοι μου οδηγητές

//μα για την τρίτη λυκείου κάτι ακόμη να σάς πω

-δεν διάβαζα μαθήματα,δεν ήξερα να προγραμματίσω το μέλλον,
δεν ήθελα να ξέρω πόσες ώρες θέλω φροντιστήριο και πόσες στοχοπροσηλωμένος στις σχολές της ενήλικης φοίτησης
//
η παρέα είχε μεθύσια,βόλτες στα ηλιοβασιλέματα
και όνειρα δεμένα στο μουράγιο μέχρι να καλοκαιριάσει να πάμε Πλατανίτσι,
ν'ανάψουμε φωτιές,να τραγουδήσουμε στην ακροθαλασσιά,να κάνουμε μπάνιο γυμνοί  φεγγαράδα,
να γίνουμε ντίρλα μετρώντας σφηνάκια,να υποσχεθούμε αιώνια πίστη
και την Αγάπη την καθηλωτική,
της ανεξάντλητης πηγής έμπνευσης που λέγονται οι Ορκισμένοι Φίλοι
// που κόβεις φλέβες για το γέλιο τους,την έγνοια και τη συντροφιά τους

//κι ήμουν ενθουσιασμένος που είχα τούς καλύτερους φίλους τού απέραντου περατοσύμπαντος
,που αγοράζαμε δίσκους βινυλίου να γράψουμε κασέτες,
ενάμιση λίτρο τσάνταλη ημίγλυκο και τηγανητές πατατούλες με ούζο στον Πρόεδρο το ταβερνείο στο Ποσειδώνειο μέσα στη θάλασσα,εκεί να κάναμε σχέδια για το Αύριο της μεγάλης Ζωής
 όλοι μαζί τολμηρά,αναπάντεχα,θαρραλέα,αντισυμβατικά,τρελαμένα,στα όρια,
στη χαζομάρα και την επίγνωση πως εδώ είναι ο Παράδεισος κι η  Κόλαση εδώ

//πού είναι η τρίτη Λυκείου να σάς την θυμίσω
-είμαστε λατρευτή ομήγυρις,
μιλάμε για πολιτική,συνθήματα,πορείες,γιορτές πολυτεχνείων κι όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες,αλλά ώσπου ο ήλιος ν'ανατείλει κόκκινος
ας βρούμε κι ευκαιρία για ταξίδια
 και τη δημιουργική τρέλα μας την φτιάχνουμε εφημερίδα να προβοκάρουμε τη συντηρητική διδασκαλική νοοτροπία
και θεατρική ομάδα να είμαστε μαζί και τα σαββατοκύριακα
να μαθαίνουμε πώς χαρτογραφούνται τα όνειρα κοινής πορείας
 κι ορμητικά 
να μάθει βήμα βήμα ν'ανοίγεται συναδέλφωση,πάθος,νοιάξιμο και επαγγελματική αφοσίωση
 με λογισμό κι όνειρο
-αχ αυτή η λέξη...
 Όνειρο...
...(ονειρο) παρμένοι για τα μεγαλεπήβολα Τίποτα που μάς φτιάξαν όσα είμαστε...

//η Εκδρομή αποφοίτων στη Ρόδο
-πούλμαν  από Θεσσαλονίκη στην Αθήνα
Ολυμπιακή πετάει για Ρόδο
do it in Rhodes Darling γράφει το μπλουζάκι σύνθημα
-τέσσερις ξέφρενες νύχτες και μέρες
-ατσάλινες σχέσεις απόλυτης αγάπης έγινε η παρέα μας
 και δεν θα ξεχάσουμε ποτέ στη ζωή μας τα αδιανόητης αντοχής συναισθήματα που γεννήθηκαν
 και φτιαχτήκανε σκαλοπάτια ωρίμασης,οδυνηρών ματαιοτήτων και αχαλίνωτων ψευδαισθήσεων αφοσίωσης

//
'ωπα
-λοιπόν
δεν θέλω σήμερα να σάς εξηγήσω την Τρίτη μου Λυκείου

-μα να σάς πω δ ε ν θα ήμουν  ε κ ε ί

-δεν θα ήμουν με τα παιδιά που λάτρεψα,
με τούς Φίλους που έχουν απογειώσει τα καλύτερά μου αισθήματα,
με τους ανθρώπους που έμαθα
τα πιο βαθειά και μειλίχια κι απογειωτικά κι ακραία πεσιμιστικά και απροσδιόρστα μελαγχολικά
 και ξέφρενα χαλαρωτικά και θωρακισμένα και χαβαλεδιάρικα και παράδοξα και σεσημασμένα αντικαθεστωτικά κι άναρχα σπαρακτικά κι αθώα παραμορφωτικά αντοχών,ορίων,παθών και νοσταλγικών ψυχανεμιστικών οραματισμών αισθήματα
-τα όριά μας ο ουρανός και το απροσμέτρητο των άστρων του

-τίποτα
αν δεν ήταν οι Δάσκαλοί μας παρόντες
//η Οικογένεια των σχολικών μας βημάτων

//στην Τρίτη Λυκείου το 1986 δεν θα ήμουν εκεί
-δεν θα ήταν κολλητοί μου ο Παύλος,ο Πέτρος,ο Βασίλης,ο Μένης,η Φωτούλα,η Γιούλη,η Λένα,η Σοφία
-δεν θα ήμουν στο δεκαπενταμελές,
δεν θα εκδίδαμε το εφημεριδάκι Τίτλος,
δεν θα κερδίζαμε το βραβείο μαθητικών θιάσων με τον Φον Δημητράκη,
δεν θα ένιωθα έκσταση στο Ντορέτα Μπητς στη Ρόδο

-
//κι όσα έγραψα ώς τώρα
είναι γιατί ήθελα τελικά να βρω μιαν αρχή κι έναν ισχυρό Λόγο να σάς μιλήσω
για έναν Άνθρωπο που πέθανε προχθές και βαθειά θλίψη
 και μεγάλη πίκρα μού
έφερε το νέο τού χαμού του

-για τον καθηγητή μας των Μαθηματικών τον Γιώργο Λιώτση πραγματικά ήθελα να γράψω

//σιχαινόμουν τα Μαθηματικά
-γιατί δεν τα διάβασα ποτέ

//για την ακρίβεια στο Γυμνάσιο είχαμε καθηγήτρια μιαν απότρελη
 στερημένη νιάτων  κι ομορφιάς και ελαφρόμυαλη κακομοίρα παρθενόπη
-παγερά ακατάλληλη για δασκάλα,έρμαιη των αχαλίνωτων κακιασμένων εφήβων
-την κορο'ι'δεύαμε,τη γιουχάραμε,την χουλιγκανίζαμε
//κι οι βάσεις τού μαθήματος καήκαν

//και πήγα λύκειο χωρίς να ξεχωρίζω το πηλίκον απ'το πηλίκιο
(καλά αυτό το έπαθε και Πρωθυπουργός
-αλλά ούτε αυτό είνα το θέμα μου τώρα)

//κι εκεί ήρθε αυτός ο Άγιος Άνθρωπος
-ήταν δήθεν βλοσυρός,ψαρωτικός κι άγριος
-άνοιγε το βιβλιαράκι του κι έφτανε στο όνομά μου...

"Παπαδόπουλε σήμερα θα μάς πεις μάθημα;"
-μπα κύριε,δεν έχω ιδέα
"το αντίθετο θα μού προξενούσε κατάπληξη παιδί μου"

-και μετά γελούσε και μαλάκωνε κι άνοιγε καρδιά ολάκερη προστασίας μας
-και μού έβαζε δέκα,έντεκα και δώδεκα στα τρίμηνα
 και πέρασα πρώτη και δευτέρα λυκείου με τη βάση,
αφού όλο και κάποιον θ'αντέγραφα στις εξετάσεις,όλο κι ένας θα μού σφύριζε κανα κλάσμα στο διαγώνισμα
-κι έτσι,εξ'αιτίας του δεν κόπηκα και προήχθη
και σάς συνάντησα να γίνει η Τρίτη μας Λυκείου
σελίδα μνήμης στο φέισμπουκ
και κοπή τη πίτα που δεν ήρθα ποτέ
(ούτε αυτό είν' το θέμα)

//γιατί ήξερε ο κύριος Γιώργος
 ότι ο φευγάτος νεαρός μαλακοπίτουρας που ήμουν εγώ,φανταζόμουν άλλα,
ήθελα αλλού να πετάξω,ήθελα ήλιο και θάλασσα
κι ιστορίες κι εκθέσεις μεγάλων ιδεών και ισχυρών συμβολισμών
και δεν είχα τεμπελιά και κακοήθεια της μαθήσεως,
πώς να μού στερούσε έναν άλλον δρόμο,
με πήγαινε που λέμε
...ντάξει,μάλλον γιατί ήμουν καλό παιδί πανάθεμά με
 και το πρώτο μάθημά του,αυτό που ξεπερνούσε την επιστήμη του,
 ήταν να μάς δίνει ο ίδιος το παράδειγμα
 να είμαστε Καλοί Άνθρωποι ρε γαμώτο

//όπως ο ίδιος.
πάντα κοντά μας,σύμβουλος,βοηθός,σιωηλός,μετρημένος,συνετός

-εντάξει,ήταν συντηρητικός
... ενώ εμείς οργανώναμε επαναστάσεις τουλάχιστον τρεις ημερησίως σαν αντιβίωση-

στήριγμα σε κάθε μας σχέδιο,εξωσχολική δρασηριότητα,παραξενιά,ζαβολιά,αντίδραση

//να μάς γειώνει,να μάς εξουθενώνει θαρρείς με την προσήλωσή του
 να γίνονται όλα με ένα  σκοπό...

-καλύτεροι μαθητές,ομορφότεροι νέοι,ολοκληρωμένοι άνθρωποι

//ζάχαρη και μάλαμα ο κύριος Γιώργος
-αρκεί να δείχναμε αντάξιοι της εμπιστοσύνης του να είμαστε ειλικρινείς μαθητές του

-
θυμάμαι
το πρώτο βράδυ της πενθήμερης σχολικής εκδρομής της τρίτης Λυκείου στη Ρόδο

μέσα στον τρελό χαμό,τα παράνομα φιλιά και την αλκοολική μέθη της καλοκαιριάς των μεγάλων αισθημάτων σαλπαρισμένων και σαλταρισμένων δεκαοχτάρηδων,

μια κοπελιά που αγχώθηκε που έμαθε πως οι συνοδοί καθηγητές αρχίζουν και πηγαινοέρχονται στους διαδρόμους τού ξενοδοχείου να ελέγξουν αν τα οιστρογόνα των κανακάρηδών τους θα το κάψουν το μαγαζί,
πάει να ξεφύγει βγαίνοντας από το περβάζι τού μπαλκονιού να περάσει στο δίπλα
 και σκοντάφτει και πέφτει στο κενό από τον πρώτο όροφο

-και ο Κύριος Γιώργος την βλέπει και πέφτει λυπόθυμος
(σίγουρος πως το κορίτσι θα σκοτωθεί
 κι ο ίδιος θα καταστραφεί της εμπιστοσύνης που έδωσε στα παιδιά του ηττημένος)

-δεν θα ξεχάσω το απεγνωσμένο του βλέμμα μέχρι να σιγουρευτεί πως γλίτωσε το κοριτσόπουλο
( με ένα απλό σπάσιμο λεκάνης)


Και η χρονιά έφυγε
-και το σχολείο συνέχισε
-κι εμείς χαθήκαμε και φύγαν άλλοι στα πανεπιστήμια,
άλλοι στη ρημαδοβιοπάλη απευθείας των αποτυχιών τους

-κι οι φίλοι χαθήκαν
γιατί τα όνειρα των αυγουστιάτικων όρκων βουλιάζουν στων παγωμένων δεκέμβρηδων
 την αλήθεια τού πραγματικού χειμώνα

-μπρρρ...πολύ βαρύ αυτό...

//απλώς στα δεκαοχτώ δεν έχουμε ιδέα πού πάει η Αλήθεια της Ζωής
και τίποτα δεν είναι όπως ζωγραφίζεται εντός μας

-εκτός από τη θεμελιωμένη άρνηση να δούμε όπως μάς επιβάλλουν να αναπνεύσουμε

//κι ο κύριος Γιώργος μάς έδειξε το δρόμο να περπατάμε ελεύθεροι στα λάθη μας
μέχρι να τα υποστούμε,να τα ζυγιάσουμε και να αντέξουμε αυτό που είμαστε
-για να παλέψουμε για τα καλύτερα


Το 2004 παντρεύτηκα στην Αθήνα το κορίτσι μου
-στο γάμο ήρθαν και οι αγαπημένοι μου καθηγητές των ανέμελων χρόνων

//ήταν το πιο πολύτιμό δώρο η παρουσία τους εκεί,
απρόσμενη τιμή,αλόγιστη χαρά,θεσπέσια της μνήμης η γλύκα,αγνή,ανιδιοτελής διδαχή συνέχειας,

ήταν εκεί στη χαρά μου η Αντιγόνη,η Σοφία και ο Γιώργος,
δίπλα στους Φίλους που είχα χαθεί χρόνια μα ποτέ δε χάσαμε την ορμητική ειλικρίνεια να είμαστε μαζί και χώρια,των Οριζόντων που έχουν κοινά Φεγγάρια

//δεν έχει σημασία πού γυρνάς και πώς γερνάς,
πώς καθημερινοπαλεύεις και πού βολοδέρνουν οι ματαιώσεις σου,
αλλά ότι ξέρεις πως τα χρόνια τα σχολικά,τις αγκαλιές,τα ξημερώματα,τις ευχές,τα αδειανά ποτήρια των γεμάτων αισθήσεων ευτυχίας δεν τα χωρίζει κανείς ποτέ
-και πουθενά δεν θα ξαναγίνουμε παιδιά
-και τα παιδιά μάθανε πώς ν'αγαπούν,πώς να χορεύουν  στα δύσκολα
κι όλα δυνατά να γίνουν τ' αδύνατα .


Τετάρτη βράδυ
Οκτώβρης 2018 έμαθα το κακό νέο
-ο Γιώργος Λιώτσης  στα 74 του
πέθανε

//γύριζα κατάκοπος από δωδεκάωρο,θόλωσε ο νους,γέμισα σιωπή και θλίψη ανείπωτη

-τη νύχτα ονειρεύτηκα πως ένα λεωφορείο όλοι οι μαθητές του από το 21ο Λύκειο τού 1986 πηγαίναμε καλοντυμένοι και αμίλητοι στην κηδεία του,ήταν σε ένα μεγάλο φωτεινό τοπίο,
μια φύση ανοιξιάτικη κι ολόλαμπρη
σαν το μονοπάτι τού παραδείγματος διδασκαλίας και ζωής του
-μα δεν είμαστε ακόμα δεκαοχτάρηδες
και δεν γελούσε κανείς,δεν φώναζε κανείς,
θέλαμε όλοι μαζί να δείξουμε το σεβασμό και την αγάπη μας για αυτόν
//να τον συνοδέψουμε στο τελευταίο ταξίδι
//κι ένα δάκρυ από καρδιάς για την τιμή πού μάς έκανε
 να είναι άξιος,ωραίος και μεγάλος μας Δάσκαλος.

Αντίο  Γιώργο.

Αχ μ'αυτές τις συνεχόμενες απώλειες
-σπάει η αλυσίδα που μάς ενώνει

και πόσο αδύναμος νιώθω που ήθελα κι άλλα να μάθω από σένα αγαπημένε μου κύριε Λιώτση...

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

ΟΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΣΥΝΟΡΑ








 Απόγεμα Παρασκευής στον Ηλεκτρικό για
 Μοναστηράκι.
Απέναντί μου συνομιλούν δυο παιδιά γύρω στα 25
"την ψάχνω με τον καθηγητή,πρέπει να κάνω οπωσδήποτε το μεταπτυχιακό,έχει κάτι άκρες Αυστρία,προτιμώ Ιρλανδία ή Γαλλία,μού λέει να δουλεύω παράλληλα σε μια εταιρεία εκεί,ναι,δε λέει ρε συ να μείνω εδώ να μιζεριάζω,ο κολλητός μου που είναι Αγγλία έχει μιαν έκφρση και μού τη μεταδίδει συνέχεια
...Δεν Υπάρχει Ελλάδα στον Χάρτη...
ναι ρε συ,θα την κάνω oπωσδήποτε"

Κατέβηκα εξουθενωμένος
-είμαι ήδη δυο μήνες που Απολύθηκα απ'τη δουλειά (μετά το 2004,η πρώτη μου φορά)
,τριγυρίζω περπατώντας και μ'όλα τα μέσα στην πόλη,ακούω και βλέπω τον κόσμο που ζαλισμένος κουβεντιάζει υψηλοφώνως στα γαμωκινητά,παρέες,στις γειτονιές και στα σοκάκια,πολύς,πάρα πολύς κόσμος στην χρόνια αίσθηση εγκλωβισμού,σε μιαν άλλη κατάμαυρη διάσταση πραγμάτων
 και ζορίζεται

-ακούω στα εντεταλμένα των αφεντάδων ραδιόφωνα πώς ζέχνουν θυμό και απέχθεια για μαςτούς Ανώνυμους Φτωχοδιαβόλους
οι άρηδοπορτοσάλτηδες,
μάς λενε Τεμπέληδες,
είμαστε επιδοματίες αραχτοί και δεν γουστάρουμε να δουλεύουμε
και ζούμε εις βάρος των Επιτυχημένων Ικανών
-
πενηνταρίζω και δεν θυμάμαι απ'τα δεκατέσσερα να έζησα ρεμάλι,αφημένος στη μοίρα
 ή στα (ανύπαρκτα ούτως ή άλλως)λεφτά των γονιών μου,
ψάχνομαι πώς πάω παραπέρα τώρα,
λίγο πιο ήρεμος
αφού αντέχω για λίγο καιρό να μην απελπίζομαι αναζητώντας τ'απολύτως βασικά της επιβίωσης
- κι αυτό το τρομερό επίδομα τού Κράτους,τα 360 ευρώ το μήνα για έναν χρόνο νιώθω ότι για τόσα χρόνια εργασίας μέχρι και τα δικαιούμαι ,άλλωστε δεν τα ήθελα τ'ανεργιλίκια για χαβαλέ δικά μου, έτσι γίνηκαν τα πράγματα,
παραμονή Χριστουγέννων και σε πένθος που μ'έδιωξαν απ'τη δουλειά
( ήταν... μεγαλοθυμία βλέπετε κυρ ΣΚΑτάΙδές μου,
μ'απάλλαξε από το άγχος μην ζορίζομαι πόσο δύσκολα τα καταφέρνει ο εργοδότης μου
κι αν θ'αντέξει να κρατήσει την επιχείρηση ο καημένος,να τον λυπηθώ και να τον καταλάβω που ήταν και κιμπάρης και μ'αποζημίωσε,εδώ που φτάσαμε χάρη μού κάνει που δεν τραβολογιόμαστε ενδίκως αδίκως κι αναλγήτως)
,χαμένα κορμιά είπαμε και τεμπελχανάδες,ίδρωνε να μάς (κακο)πλερώνει ο γίγαντας...

Εκεί έξω λοιπόν η Αθήνα ξεφτίζει,
βλέπεις να γερνάν μαζί με τους περαστικούς της ανθρώπους κι οι δρόμοι της οι ερημωμένοι
 και σε φοβίζει που φαίνεται σαν ετοιμοβούλιαχτο καράβι που όλοι βλέπουν τα νερά να έχουν μπει μέσα αλλά δεν έχουν οδό διαφυγής και ανεβαίνουν πιο ψηλά κι ολοένα ανεβαίνει η στάθμη υδάτων και ξέρεις πως είσαι στον Τιτανικό σου και δεν θέλεις να πνιγείς και δεν έχεις ιδέα από που έρχεται κι αν θα σε προλάβει το πλοίον Σωτηρίας
-ναι αυτή η πόλη θα μπορούσε και να είναι η πατρίδα μου να της αξίζω και να με κανακεύει και να με φροντίζει και να μού δίνει ύλη και πνεύμα να γίνω καλύτερος,ο τόπος των μεγάλων ποιητών με την αρχαία σκουριά που μάς ενώνει η γη τους,
μα
για να δεις και ν'ακούσεις όσα συμβαίνουν και φτιάχνουν το Αλεξικέραυνο,
 αυτούς τους καινούργιους τους ποιητές της,τους μουσικούς της,τους ηθοποιούς της,τις τέχνες της
χρειάζεσαι καλή διάθεση και γερό πορτοφόλι
(ναι,με την κάρτα ανεργίας πας σινεμαδάκι φθηνότερα
 και στο Εθνικό θέατρο κάθε Τετάρτη με 6 ευρώ και στο θέατρο Τέχνης με 8 ευρώ
 κι όταν έχεις ελεύθερο χρόνο πας και τζαμπέ στη βιβλιοθήκη στον Νιάρχο που μπορείς να διαβάσεις ώς τα μεσάνυχτα και σε πολλές εκδηλώσεις ισχύει ελευθέρας και καλής καρδιάς...

-αλλά πώς γίνεσαι Τουρίστας ο Άνεργος ακριβώς,
ποια αμεριμνησία  κι απόλαυση να χωθείς και να χαθείς στο ιδεολόγιο της αφύπνισης,
όταν ανοίγεις το φάκελο και σού'ρχεται το τελικό ποσό πληρωμής ίσια στο κούτελο
 και πελαγώνεις και μαραίνεται το πνεύμα αυτοστιγμής;)

-πάντα ακουμπάς και στην καλοσύνη των φίλων,σού δίνουν ανάσα,σε βγάζουν έξω για ένα κρασί,κερνάν τον καφέ,μια παρέα μια καρδιά και τέτοια γλυκανάλατα κι αληθινά
...αλλά και τούτο το βάλσαμο φορτίο αισθημάτων που νιώθεις,
 εις βάρος τους μην καταντήσεις,μια υποδόρια ανικανότητα να σού βαραίνει το ηθικό,
όσο κι αν μετράς τις μέρες και λες,λίγη λιακάδα ακόμα τη χρειάζομαι,λίγη ησυχία να βρω,
πώς ξεμπλέκω ν'αρχίσω ξανά απ'το μηδέν,
πού θα περάσω τα επόμενα χρόνια της στατιστικής μου ωρίμανσης πριν διαβώ την ηλικία με τις φρυγανιές,τα χάπια και τα τσαγάκια σε μπαστουνάκια και δύσει η ιστορία μου,πες μου πώς.

Εκτύπωσις Βιογραφικού,
εκεί στις Γνώσεις μεγάλο το επίσημον κενό μου,
οι τυπικοί τίτλοι σπουδών απουσιάζουν,
ένας ανιδείκευτος εργάτης με ανησυχίες και μυαλό κι αισθήματα που δεν περιγράφονται ως ένσημα επιλογής και κριτήρια πρόσληψης,
μια κοιτάω στα παλιά και σκέφτομαι καλά περάσαμε ώς τώρα,
μια φαντάζομαι στα μελλούμενα και λέω ποιας ευκαιρίας ν'ανοίξω ξανά την πόρτα,
να ξανακοιτάξω όσα αγαπώ μήπως με περπατήσουν παραπέρα,
από ποιαν άκρη να ξεκινήσω ράψιμο στραπατσαρισμάτων
 και των  καταιγίδων τα κενά πώς  γίνονται αδιάβροχα για τα δίσεκτα κατακλυσμιαία χρόνια που μάς φορτώνονται αλύπητα ούτε ξέρω,
όλο στη θάλασσα να πάω να δω τον ορίζοντά της να χαθώ να ξεχάσω λίγο,
να ονειρεύομαι δεν ξέρω αν μού'κανε τελικώς καλό  κι αν φταίω ή η φαντασία μου τα φταίει που μού'λεγε προχώρα
...μα ώς ένα τοίχο μ'εφερε και κουτούλησα και τί κάνουμε τώρα

-δεν έχω και μιαν κάνουλα εισοδήματος,μια μιζαδόρικη γνωριμία εταιρείας ξεπλύμματος μαύρου χρήματος,κάπου να τρουπώσω στη διαφθορά της έδοξης κυρίαρχης τάξεως,να γεμίσω στρώματα μωβ και κίτρινα ευρωχρυσαφικά λαδιάρικα,να ιδρύσω εξωχώριες,να φουντώσω τραπεζικά εμβάσματα ανά την υφήλιο τον εξαγορασμένο μου ιδρώτα και τα πλεονεκτήματα της προσφοράς μου στο κοινό καλό,έναν υπόνομο να θεριέψω,χειροκροτητής,κλακαδόρος,κομματόσκυλος,γλείφτης και κράχτης επιχειρηματιών κι υψηλών καπέλων βαστάτζας,τίποτα,πουθενά λίγην αγυρτία δεν προσέγγισα να τριφτώ δίπλα της,να σκουπίσω μιαν λερωμένη ποδιά,λίγα ψίχουλα απ'τους φαταούλες να μεριμνήσω βοήθημα λοβιτούρας ως εγγύηση ησύχου εκλεκτού πρότερου και δια βίου αιώνιας ανταμοιβής,να ενσαρκώσω το πρότυπο τού έθνους τής κονόμας,να γίνω άριστος,στυγνός κι αλήτης,να προκόψω.

Δυο μήνες σχεδόν  και μάλλον άφωνος
και με την πίστη πως η επαναλαμβανόμενη οργή μπορεί να λειτουργεί ευεργετικά κι εκφραζόμενη να ξεθυμαίνει,
(αλλά δεν μού φέρνει πια οδό διαφυγής )
και θέλω ένα νέο χάρτη να χαράξω καινούργια πορεία,
πέρασαν τα χρόνια που θα έκλεινα φεύγοντας μακριά την πόρτα
 και μαύρη πέτρα πίσω και μην τον είδατε,
εδώ θα μείνω,Ελλάδα γεννήθηκα κι Ελλάδα θα πεθάνω
ανήσυχος κι ακμαίος νιώθω παράλληλα,
σβήνω από την ατζέντα όσους ήταν μικροί και λίγοι,
(γελάω ακόμα με κάτι σαλιαρίζοντα ασήμαντα ανθρωπάκια που ούτε λέξη μου δεν κατάλαβαν και φαντάζονται είμαι χάλια και τούς ξέχασα κιόλας κι ούτε λέξη τους να μάθω πώς ζέχνουν οι κολαούζοι κι έρπονται στο βούρκο τους και λερώνουν τη σκέψη μου και τούς βαριέμαι),

ξεκαθάρισμα αξιών,επιστροφή στην μέσα μου όχθη,
δεν έχω σκοτεινιές,
δεν έχω κι αντοχές να βολοδέρνω στ'ανώφελα,
δεν έχω και τη διάθεση να εξηγώ ποιος είμαι και πού πάω,
πάντα αλλού κι όπου βγει,
πάλι ταβάνι μας ο ίδιος ο ουρανός που  συνέχεια αλλάζει.

 Διατελώ σ'εγρήγορση πλήρης συγχύσεως και (σχεδόν) μού αρέσει.

Θα τα καταφέρουμε,αφού αλλιώς δεν γίνεται.έτσι λέω,έτσι θα γίνει.