Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙΣ. ΝΑ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΓΥΡΙΖΕΙΣ.


 'Εχω σκεφτεί πολλές φορές πώς θα ήταν να είμαι πλούσιος,ένας πραγματικός εισοδηματίας,να ζω χωρίς καμιάν ανάγκη δουλειάς,να έχω αστείρευτα χρήματα για δέκα ζωές
-νομίζω εύκολο,είμαι πανέτοιμος να γεμίζω απεριόριστο ελεύθερο χρόνο με την άνεση να μάθω καινούργιους κόσμους ακούγοντας,ζώντας και ταξιδεύοντας...

...μέχρι να γίνει αυτό το θαύμα,
παραμένω Πλούσιος Αισθημάτων,
το ξαναγράφω,είναι η μόνη περιουσία που νιώθω να κατέχω
-και αυτό που ζητώ από τη ρημαδοκαθημερινότητα είναι να μπορώ δουλεύοντας 340 μέρες το χρόνο να έχω τη δυνατότητα να φεύγω τις 20 υπόλοιπες
-χωρίς έγνοια,χωρίς σκοτούρες,χωρίς αντίσταση κι αγωνία καμιά,
να ξεμυτίζω στο λιμάνι συγκινημένος που δεν κοιτάζω πίσω,
να πιστεύω στην ψευδαίσθηση της φυγής,
να επαναφορτίζω την ταλαίπωρη πενηντάχρονη σαρκοσκευή,
να βουτάω βαθειά των ηλιοβασιλεμάτων
και να αγκαλιάζω των βλεμμάτων τη χαρά
 κι όταν έρχεται η ώρα της επιστροφής να μην γκρινιάζω
 και να αδημονώ ξανά απ'την αρχή να ξαναφύγω.

Δεν καταλαβαίνω την κακία των ανθρώπων,
(για την ακρίβεια συνεχίζει να μού προκαλεί ανακατωσούρα)
κι όσο μεγαλώνω βλέπω αυτή τη μοχθηρή αμφισβήτηση της ανάγκης να λείπεις,
να σού κουνούν το δάκτυλο με ποιο δικαίωμα είσαι διακοπές
 και να παρεξηγιέσαι και να μην τολμάς να πεις πως περνάς όμορφα με τους δικούς σου ανθρώπους
-λες και κλέβεις από κάποιον,
λες και κάθεσαι στο κεφάλι κανενός,
μιαν υποψία επιλήψημης επιλογής,
κρυφής ζήλιας θαρρώ,για το δικαίωμα να κλείνεις την πόρτα είκοσι μέρες παραμύθι.

-μικραίνει των μεγάλων οριζόντων η ξαστεριά με την επίγνωση των αδυναμιών
 μιας στραγγισμένης καρδιάς της σκοτεινιάς και της χειμωνιάς,
όποιων δεν ξέρουν να μοιράζονται ένα γέλιο,μιαν αγκαλιά,ένα καλό καιρό,μιαν ανοιχτή ψυχή
 και στενεύουν στη μικρότητα και την κακοπιστία.

Και δεν έγινα πενήντα χρονών για να δίνω σημασία και χρόνο και χώρο σ'όσους δεν αξίζουν την έγνοια και την μέρα μου να τους έχω δίπλα μου .
// και μαζί μόνο μ'εκείνους που επιλέξαμε να πηγαίνουμε μπροστά,
με ψηλά το κεφάλι και ήσυχη τη συνείδηση
πως στα μικρά καλοκάιρια χωρούν τα υψηλότερα των ονείρων και τα μακρινότερα των ελπίδων.

Η Θάλασσα περιμένει ν'απαλύνουν οι πληγές
 και να λειανθεί ο φόβος των καταιγίδων μιας ζωής
 τρέξιμο,αγωνία,πανικός,μεροδούλι μεροφάι,απώλειες,ζημιές,αναποδιές,στερήσεις,απρόοπτα,αρρώστιες,χαμοί.

Είναι τόση η ανάγκη μιας περιόδου γαλήνης κι απλής ραστώνης,
με το βιβλίο,τη μουσική των τζιτζικιών και τ'αρώματα της απλωμένης φύσης
και την αλμύρα στα χείλη και της αμμουδιάς στα πόδια να καίει
 και της αντηλιάς στα μισόκλειστα μάτια
 και της δροσιάς το βράδυ στην ακρογυαλιά
και να μετράς τ'άστρα ξαναγυρνώντας στην παιδιάστικη επιθυμία να μην θυμάσαι τίποτα απ'όσα γίνανένα χρόνο μόλις ξημερώσει η Μέρα Διακοπές απ'τους εφιάλτες και τις αγωνίες που κουβαλάς αποσκευές στον Παράδεισο.

Τα εισιτήρια τού πλοίου σαν κρυμμένος θησαυρός,
να μετράς μέρες να κλείσεις βαλίτσα
και όσα σε ταράξαν ανάμνηση παλιά με το που φεύγει το καράβι κι ανοίγεσαι ισαπέλαγα να φουντώνει παλίρροια η ευδαιμονία
 και να χαμογελάς ώς τ'αυτιά και να τραγουδάς και να χορεύεις και να γλεντάς τον παφλασμό των κυμάτων και τα γλαρόπουλα που παίζουν τριγύρω
 και να μεθάς στων ανέμων τούς θαλασσινούς τόπους που χαρτογραφούνται επιθυμιών και γίνονται τόπος νέας ζωής
-γι αυτό το λίγο,των μονάκριβων Στιγμών που χαρίζεσαι αθώος,ευτυχής κι ευγνώμων.

Και όταν γυρίσεις να ξέρεις πως δεν είναι αγγαρία ο αγώνας να ξανάρθει Καλοκαίρι,
έμαθα να μην θέλω κάτι άλλο απ'ό,τι μού έτυχε να ζω κι απ'όσα επέλεξα ν'αφήσω κι απ'όσα μπόρεσα να φτιάξω
-ατιμώρητα τίποτα,
αλλά δεν θα σκάσω και δεν θα πελαγώσω και δεν θα γκρινιάξω και δεν θα μελαγχολήσω ξανά για όσα υπέροχα δεν έφτασα,για όσα θαυμαστά δεν κατάφερα ν'αποκτήσω,για όσα ονειρεμένα να δημιουργήσω αστόχαστα την πάτησα και μείναν επιθυμίες
-μεγάλωσα για ν'αυτοχαστουκίζομαι και να οικτίρω των λαθών μου τις επιλογές και των στραβών μου παραπατημάτων τις πληγές
-αυτά συνέβησαν κι αυτά ακολουθώ

και θα τα καταφέρω και θα περάσουν καλύτερα χρόνια αφού σ'έχω κοντά,
είμαστε υγιείς,
προσγειωμένοι πετάμε στα σύννεφα κι απογειωμένοι πατάμε στη γη,
είμαστε είπαμε οι φτωχοί των πλούσιων αισθημάτων
 και μάς αρέσει να μοιραζόμαστε και ν'ανοιγόμαστε των καθαρών βλεμμάτων
 και της καρδιάς η αποσκευή είναι τεράστια να χωρέσουν χίλιοι καλοί άνθρωποι
(κι ας είναι δυο τρεις οι μονάκριβοί μας φίλοι που ποτέ δεν καταφέρνουμε να είμαστε κοντά και πάντοτε είναι εκεί,προσκεφάλι και αρωγοί και παρέα ώς και η απουσία τους)
-δεν πειράζει να σού λείπουν οι αγαπημένοι όταν ξέρεις πως δεύτερη ζωή δεν έχει,
εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ
και διάλεξες σπιρτόκουτα παραδεισένια κοινά όνειρα
μα αλεξικέραυνα των άδικων καιρών ν'αντιστέκονται μαζί σου.

Λοιπόν φέυγω και θα ξανάρθω να μπει το φθινόπωρο
 να ψάξω τα ρούχα τα κλειστά και λίγο κρύο.

Ξέρεις πού θα με βρεις
-έχουμε τον ίδιο ουρανό και μια θάλασσα εύκολα προσβάσιμη
 στης έγνοιας και της προσμονής το μονοπάτι.

Σ'αγαπώ κι είναι ακόμα Καλοκαίρι.
Μάς αρκεί τόση ομορφιά.
Και μη μού λυπάσαι για κανέναν και τίποτα.

Στο λιμάνι από νωρίς.
Να προλάβουμε να φύγουμε-να ξέρουμε πώς να γυρνάμε.

Και να μπορούμε ξανά τού χρόνου πάλι.

Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΤΗΤΑΣ



'Οταν ήρθαν τα Μνημόνια κλειστήκαμε όλοι στα σπίτια
-κι ανοίχτηκαν οι λέξεις κι ενώθηκαν αντίθετα ρεύματα και φτιαχτήκαν καινούργιες κοινότητες
-των λεηλατημένων,των ευρωτσακισμένων,όσων φτιάχναν τη ζωή και μείναν με τα τούβλα στο χέρι,μετέωροι,άφραγκοι και τρομοκρατημένοι στην επέλαση των Ξένων

-ήταν η Εποχή που είπαμε μ'ένα στόμα μια φωνή NO MORE TANKS,ONLY BANKS
//
εκεί τρύπωσε κι ο Σύριζα κι έγινε με την ανοχή πολλών,διαφορετικών ομάδων Κυβέρνηση,
μέσα στη γενική απορία πώς τη βγάζουμε καθαρή να επιζήσουμε και μετά βλέπουμε.

Και τα χρόνια περνάνε και η Εποχή των Τεράτων φυσικά δεν τελειώνει,
αλλά γίναν τα κουμάντα,στεριώσανε τα νέα δεδομένα,
όλοι ξέρουν πώς κυλάει η νέα Ιστορία μιας λελογισμένης χρεοκοπίας,
με υποτακτικούς όρους,σκυμένα κεφάλια και μειονεκτικούς yesmen
στην εξουθενωμένη κοινωνία των συντετριμένων.

Κι οι εσαεί βολεμένοι ξαναβλέπουν τα χαμένα τους χρόνια με τα χρυσοποίκιλτα κλοπιμαία τους
 και δεν αντέχουν τη νομιμότητα και την ασιτία των Υποχρεώσεων και την Εφορία να κραδαίνει προωθημένα logistics που δεν υπερκαλύπτονται με φακελάκια "συνεννοήσεως" και τις δουλίτσες να χτίζουν οικόπεδα,ν'αλλάζουν καταθέσεις και να γλιτώνουν μεζονέτες με ένα τηλέφωνο στον κύριο διευθυντή "δια την υπόθεσήν σας".

'Οσοι δεν πλήρωναν,αρπαχτικά
- αυτοί διαμαρτυρήθηκαν πρώτοι και σιγά μην τούς ένοιαξε ποτέ
 αν η πλέμπα θα καταντούσε να ψάχνει φαγητό στα συσίτια
 ή αν οι γύφτοι θα γεμίσουν τα ράτζα στα νοσοκομεία
-χτίσαν ένα ίματζ καλοπέρασης μ'ένα μαγαζάκι οι μικρομεσαίοι χωρίς αποδείξεις,χωρίς εισφορές εργαζομένων,χωρίς έλεγχο ποτέ και για τίποτα για να έρθουν τα κωλόπαιδα της αριστερής ηθικής να τούς υποχρεώσουν να ζουν μόνο για να βγαίνει ο μήνας,
ε όχι!

Αδήλωτα,βγαλμένα στις ευρώπες και τις καρα'ι'βικές,πειραγμένα στοιχεία κι ισολογισμοί πείνας για χαλαρές διακοπές στις μυκόνους,ώς και στα κοινωνικά τιμολόγια να ενταχθούν υπέρ απορίας
κι απορίας μας για το  θράσος τους το βαρύ,την κληρονομική λαμογιά να στέρξουν μη χάσουν επίδομα.
- όλα τα μεταχειρίστηκαν κι ο ένφιας βαρύς
//είναι πια η ώρα να επιστρέψουν στην επίδειξη,την κυνική συμπεριφορά,την κακία των παράδων τους,τη μοχθηρία της ανωτερότητας και της αριστείας των μαφιόζικων κόλπων που τούς χάρισαν δεκαετίες απολαύσεων.

Εκεί συναντήθηκαν με δυο κρίσιμες μάζες
-των φοβισμένων και των αποκεντρωμένων.

Οι φοβισμένοι 'Ελληνες,των αστικών κέντρων και των ειδυλλιακών προαστείων.
είδαν τούς ξένους να έρχονται αγέλες,να τούς μυρίζουν,να τούς κυνηγούν να τούς κλέψουν ψωμί,χρυσαφικά και θυρίδες
και συμορίες ν'ανοίγουν μάντρες και να κλείνουν συναγερμούς αδειάζοντας βίλες,
κολπαδόροι και ρεμάλια όλων των ηπείρων,κλεπταποδόχοι και φυλακόβιοι
και ξέμπαρκοι της παγκοσμιοποίησης βρήκαν στο χάρτη τους την ελλάδίτσα μας
 και γεμίσαν πλατείες κι ημιυπόγεια και μετά αγοράσαν σπίτια και μαγαζιά και γίνανε συνοικίες αγνώστων γλωσσών στο κέντρο της Αθήνας,Γεναδίου,Σατωμβριάνδου,Σοφοκλέους και Μεταξουργείο και Κολωνός και Σεπόλια
 και μάθαν υπολογιστές,χειρισμό καλάσνικωφ και τρέχουν ιλιγγιωδώς να ξεφύγουν των ημεδαπών μπάτσων που ούτε εντολές,ούτε γνώσεις,ούτε διάθεση για τρεις κι εξήντα να ρισκάρουν τη ζωή τους να τούς βρουν  να τούς μαντρώσουν πού ακριβώς
και να τούς αφήσει ελεύθερους  ο νομικός πολιτισμός μας την επομένη για να τούς περιμένουν νύχτα σπίτι τους.

Και το σύνδρομο τού καταδιωκόμενου Πατριώτη υποβαλλόμενο από ξέγνοιαστους και πληρωμένους αγύρτες των Εθνών,τηλεκανίβαλους και επαγγελματίες  διχόνοιας και μίσους,
σπειρώμενος Τρόμος τού 'Αλλου
 και η Αρρώστεια τής άγνοιας,της ημιμάθειας και των συνδρόμων περηφάνειας κι ανώτερης φυλής...
...θα μάς πάρουν τις εκκλησιές,κινδυνεύει η πίστη μας,υπάρχει σχέδιο εξαφάνισης τού έθνους των ηρώων,ο πολιτισμός μας καταστρέφεται,γεννοβολούν και μάς κλέβουν δουλειές κι επιδόματα και μόνο για τούς πρόσφυγες οι νόμοι και πλημμυρίσαν τα νησιά μας και μάς πήραν τις πόλεις μας και θα μάς πάρουν τα κορίτσια μας και θα μπασταρδέψουν τη γενιά μας,μιναρέδες και κρεμύδια τηγανητά κι απλυσιά και μπίχλα στα λιγδιασμένα ρούχα
-κι ό,τι τού λωλεί τού λωλοστεφανή

Κι η αδάμαστη πολύχρωμη ελληνική επαρχία,στις ομορφιές των θαλασσών και την αγέρωχη φύση των βουνών,η Κρήτη κι η Ηπειρος και τα νησιά κι η Πελοπόνησος,η Καστοριά κι η Μάνη
-τόσο μακριά από το Χάος των Πόλεων,άλλη μυρωδιά,άλλη καθημερινότητα,άλλα σπίτια,άλλες αντοχές,άλλες προσλαμβάνουσες,άλλη αίσθηση πότε αρχίζει ο Χειμώνας και πώς αλλάζει η φύση Καλοκαίρι,αλλιώτικη επαφή με τα ίδια προβλήματα σε άλλα μεγέθη προσαρμοστικότητας και συνοδοιπορίας,η δουλειά,η ανεργία,η παραβατικότητα,οι Ξένοι,
//όλα πιο μετρημένα,πιο ανώδυνα,πιο φευγαλέα σ'ειδήσεις κι ίντερνετ...

...που ξεσάλωσαν τα δίκτυα και γεμίσαν οι σελίδες τρέλα,απεχθή κυνηγόσκυλα κακιασμένα σχόλια,δηλητήριο αστυνομίας ίνσταγκραμ και φέισμπουκ...

( και την αιώνιά μου απορία πόσα κινητά μπορείς να πληρώνεις το χρόνο αλλά να μη σού περισσεύει ποτέ φράγκο για να πληρώσεις ένα φόρο υπέρ αστέγων κι αναπήρων -μην αλλάζω θέμα...)

...ενημέρωση φέικ νιουζ,
θεωρίες συνωμοσίας,υπόνοιες,καταγγελίες,ψέματα,χυδαιότητες,παροξυσμός,ανοίκειες κατατροπόσεις,λυντσάρισμα κανονικό,πυρρακτωμένα δηλητήρια εκτοξεύονται νυχθημερόν μόλις μια λέξη και μια σκέψη δεν μάς αρέσει,
να πατηθούν κάτω οι συνειδήσεις που θέλουν σκέψη,ωριμότητα,ευαισθησία,κοινωνικότητα,αλληλεγγύη,
που νοιάζονται,που έχουν απορίες,ενδοιασμούς,αμφιβολίες,
που ξεφεύγουν να δουν ορίζοντα κι ηλιοβασίλεμα και να κλάψουν και να γελάσουν
 και να μην είναι on line περιπολία ιδεολογική αστυνομία
που καραδοκεί να συνετίσει,να κάψει μάγισσες,να παραδώσει στη χλεύη τού όχλου
 τους ξεστρατημένους στα Πρέπει της Σκοτεινιάς,τού Νέου Μεσαίωνα.

'Ετσι,μεταξύ τελικού ΜάστερΣεφ κι αγωνίας για τις νέες δολοφονίες στο Τατουάζ,
επελέξαμε να γκρεμίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Αλέξη Τσίπρα
 από τη διαχείριση της επόμενης μέρας των Κανόνων Επιβίωσης της Ελλάδος στις πλάκες των Εντολών τού Ιερατείου Βερολίνου-Βρυξελών-Ουάσιγκτον.

Είμεθα και όλοι Μακεδόνες
-έστω κι αν κατοικούμε μια ζωή στο Μπραχάμι.
Το όνομά μας είναι η ψυχή μας και το δάκρυ τού Εθνάρχη αξέχαστο
παιανίζει θούριους,στήνει αγάλματα και δίνει ακόμα και στον Ψωμιάδη 7% ψήφους
και στον πωλητή κοιραληφών Βελόπουλο γλιτσαδόρο ξανθού γένους 20χιλιάρικα μισθουλάκο για μια θέση στα σαλόνια των ισχυρών,
προς αντικατάσταση τού κλόουν Λεβέντη και των δολοφόνων Μιχαλολιάκων τού ειδώλου μας άντρακλα ελληνάρα χρυσαυγίτη φασιστάκου
-αυτοί δεν ενοχλούν προφανώς ούτε την καθημερινότητά μας,ούτε τις αντιλήψεις μας για τη ζωή,ούτε τις ανοιχτές μας κεραίες,
είναι ωραίοι τύποι και βοηθούν τις γριούλες από την επίθεση των απολίτιστων,
είναι καλά παιδιά άντε λίγο ξεστρατημένα και βλαμένα ίσως,
όμως δεν κινδυνεύουμε από τούς αδώνηδες και τούς κασιδιάρηδες και τούς λιακόπουλους
 όσο από τις μπογιές τού Ρουβίκονα στο (μπουρδέλο δεν τη λέγαμε;) ιερό προαύλιο της Βουλής
και την  άδεια τού σαλεμένου εκτελεστή Κουφοντίνα
 με τις σπασμένες βιτρίνες των συμπαραστατών εισαγώμενων και παντοτινά ανώνυμων αναρχικών της πορδής με τα λεφτά τού μπαμπά

Καταπίνουμε τόσες προσβολές τόσα χρόνια
-είμαστε πάντοτε μιας ήττας που νικάει την εξουσία... έλεγε κάποτε ο Σαββόπουλος

//φευ,πριν προτείνει κι αυτός να στείλουμε τούς αλλοδαπούς πρόσφυγες σε μακρονήσια//

-είμαστε η μειοψηφία όσοι προσπαθούμε χρόνια να επιζήσουμε αρκούμενοι
 σε λιγοστά υπάρχοντα,πλούσια όνειρα,καθαρή συνείδηση,αναρχική καρδιά,
γαλήνιες σκέψεις κι ήσυχους καλούς ανθρώπους φίλους και συντρόφους στα εύκολα και τα δύσκολα.

Θα τα καταφέρουμε πάλι ;

Θα κλείσουμε τ'αυτιά ερμητικά στην επιστροφή των Αγρίων
-θα ποδοπατήσουν τα ελάχιστα των δικαιωμάτων μας για μιαν αξιοπρεπή επιβίωση
-θα ξεσαλώσουν τα νομιμοφανή ανδρείκελα των θεσμικών εκδοροσφαγέων,
οι χαιρέκακοι βενιζελοσαμαράδες,οι ρουφιάνοι τελάληδες πορτοσάλτηδες,
οι σαπισμένοι κληρονόμοι τού στέματος λαδωμένοι των αιώνων Αρχηγοί κι Οδηγοί της Χώρας
//εμπιστευόμαστε τούς Μητσοτάκηδες...
 παρέα με τους χαρτογιακάδες στουρνάρειους κήρυκες των οικονομικών θαυμάτων υψηλής Πύλης κλειδούχων τού μέλλοντός μας
... αμήν κυρία Λαγκάρντ μου,βάστα γερούν,δείξε ευμένεια και καλοσύνη κύριε Σόιμπλε άρχοντά μας ,εσύ ό,τι πεις,
οι γερμανοί είναι πάλι φίλοι μας,
πάντα ήταν άλλωστε...

Οι αυταπάτες μας τελειώσαν ούτως ή άλλως χρόνια.

Στη νέα βασιλεία των Αγρίων,
θάθελα όσο πιο μακριά μπορώ των λυσσασμένων δοντιών της.

Με σιωπή,χωρίς θυμό,
μ'υπομονή και καρτερία,σφυρίζοντας κανά τραγούδι,κοιτάζοντας μιαν ανοιχτή θάλασσα,με ένα δάκρυ στο ηλιοβασίλεμα κι ένα χάδι  αγκαλιά,κουβεντιάζοντας και διαβάζοντας,δουλεύοντας και χαζεύοντας υπόνοιες ανέμελων στιγμών,απροσδόκητων μικρών θαυμάτων,αναμνησιολογώντας,ονειροπολώντας
κι εσαεί ελπίζοντας να ξαναβρεθούμε.

Θα τα καταφέρουμε
- βγάλε το ερωτηματικό και ξαναγράψτο να το πιστέψουμε-
θα τα καταφέρουμε.
//έτσι μάθαμε,έτσι μεγαλώσαμε και δεν θέλουμε και ν' αλλάξουμε άλλωστε.

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

Ο ΠΕΝΗΝΤΑΡΗΣ



 Ο Γιώργος είναι 35 χρονών κι η Ολυμπία 28,είναι καλοκαίρι,1968,
στα πλατανάκια στο Σταυρό Θεσσαλονίκης,θάλλασσα,ηλιοβασίλεμμα,σχέδια για το μέλλον,
στην κατασκήνωση παντρεμένοι κι ερωτευμένοι και θα με φτιάξουν να γεννηθώ τον επόμενο Μάρτιο,είμαι Ιδέα ο άτιμος ακόμα,στη φαντασία τους και θα είναι οι γονείς μου από τη σύλληψη,στη γέννησή μου,22 Μάρτιου 1969 και για πάντα που ζω και θα τούς θυμάμαι,
dust in the wind να μού λείπουν πολύ περισσότερο στα γενέθλιά μου κάθε σήμερα...

Ο Νίκος παιδάκι παίζει βόλους στο πάρκο της Κρήτης και καπάκια και αυτοκόλλητα και χαρτάκια υπερατού αυτοκίνητα κι αγκομαχάει να τρέξει ως χοντρούλης ιδρώνει και τον φωνάζουν μπούλη πού και πού  και γι αυτό στο ποδόσφαιρο παίζει ή τερματοφύλακας ή αμυντικός μην τρέχει κιόλας που μπουρδουκλώνεται εύκολα και στο σχολείο λέει ωραία τα ποιήματα και διαβάζονται πάντα οι εκθέσεις του διότι γράφει καλά λέει ο δάσκαλος (όταν δεν τον δέρνει και αυτόν με την αλουμινένια βέργα διότι τον άκουσε να λέeι "ρε" σε συμμαθητή του).

Ονειρεύεται ώς τα δέκα περίπου πως θα γίνει Αστροναύτης και έχει διαβάσει και μια τρίτομη εγκυκλοπαίδεια του Διαστήματος,αφού γεννήθηκε με την προσελήνωση τού Απόλλων 11 και το μεγάλο βήμα τού Άρμστρονγκ κύριο θέμα συζήτησης,επηρρεάστηκε φαίνεται και το σκεφτόταν σοβαρά
-μέχρι που είδε μιαν καινούργια ζώνη τηλεόρασης στην ΕΡΤ που άρχισε πια πρόγραμμα και νωρίτερα από τις πέντε το απόγεμα,2 το μεσημέρι τον Νάσο Αθανασίου Κάθε Μεσημέρι,οπότε θα γίνει οπωσδήποτε Δημοσιογράφος και το πιπιλίζει όλη την ώρα παντού,πιάνει μια βούρτσα ως μικρόφωνο και τριγυρίζει στους καθρέφτες τού σπιτιού εκφωνώντας το δικό του πρόγραμμα,
Κανάλι 3,εδώ Θεσσαλονίκη
 (πριν φτιαχτεί καν,υπήρχε η ΕΡΤ και η ΥΕΝΕΔ κι εκεί αντιπαθούσε τον Ζάχο Χατζηφωτίου που έβγαινε σε μία κουρτίνα και γκρίνιαζε συνέχεια,αλλά οι γονείς του το καταδιασκέδαζαν ως γνήσιοι αναγνώστες της Ακροπόλεως και τής Βραδυνής που ήταν εφημερίδες που τού μαύριζαν τα χέρια πριν μάθει και για τη μαυρίλα των ιδεών τους δηλαδή και τις διάβαζε κι αυτές,όπως και το Αγόρι ,το Μίκυ Μάους και το Φαντάζιο που έπαιρνε η μαμά κάθε Τρίτη).

Στα 25 δούλευε από χρόνια μετά την επιτυχημένη του αποτυχία τρις να μπει Πανεπιστήμιο
αφού δε διάβαζε διότι καλοπερνούσε μ' ωραίες παρέες που μιλούσαν για το πώς θ'αλλάξει σίγουρα ο Κόσμος,λίγο πριν ή λίγο μετά την Επανάσταση που σίγουρα θα γινόταν,
με τραγούδια,ταξίδια και,φυσικά με  ηλιοβασιλέματα στις ωραίες θάλασσες με τούς ανοιχτούς ορίζοντες
-είπαμε,ο σπόρος άρχισε καλοκαίρι στην ακροθαλασσιά άρα υπάρχει το DNA της αλμύρας εκ γεννετής ευωδία,διάθεση και κληρονομιά-
πρώτα ένσημα στα δεκαπέντε,στρατός κι έπειτα εργασία και χαρά,
πλησίασε και τ'όνειρό του τώρα,
κάνει μουσική εκπομπή και σχολιάζει τα πάντα αξημέρωτα στο ραδιοφωνάκι
 και γράφει χιουμοριστικά κείμενα στο περιοδικάκι τού σταθμού και πολύ το γουστάρει

-και προσγειώνεται ανωμάλως με το θάνατο τού μπαμπά Γιώργου που τον χτύπησε αυτοκίνητο κι έμεινε ένα μήνα στην εντατική μεταξύ ζωής και πουθενά
// και τα νοσοκομεία θα τον τυραννήσουν χρόνια και χρόνια κι αναλαμβάνει ευθύνες και το χάος στο σπίτι ένας εφιάλτης όσες μνήμες και άλλα χρόνια δίσεκτα θαρθούν
- και δε βαριέσαι τώρα όλα περάσαν κι άπαντες φύγαν και δεν ξαναγυρνούν

Κι έφυγε στα τριάντα δύο του για την Αθήνα να απεγκλωβιστεί από την πόλη που δεν τον κρατούσε τίποτα
 κι είναι στην πρωτεύουσα για δουλειά 16 ώρες το 24ωρο τρία χρόνια νέες εικόνες νέα ζωή και νέες περιπέτεις καθημερινότητας με τα όνειρα να πασχίζουν να πάρουν εκδίκηση
 και ξάφνου μπαίνει το κοριτσάκι και τού χαμογελά και την βλέπει να χορεύει και λιώνει κι ερωτεύεται και παντρεύονται κι όμορφα πολύ κι όλοι χαρούμενοι και ψήγματα ευτυχίας είναι αυτά και καλοκαίρι στην Αμοργό απέραντο γαλάζιο και βουτίτσες και ρακόμελα και βόλτες και αγκαλιές και δεν θα έρθει ποτέ ξανά χειμώνας είμαστε σίγουροι ως τριαντάρηδες.

και ναρθεί παιδάκι να το μεγαλώσουν με την αγάπη της καρδιάς
και τώρα άγχη και ζορίματα και δεν τα καταφέρνουν και γεμίζει το κορίτσι φάρμακο
και φαρμάκι οι ενεσούλες και κοστίζουν πολύ οι εξωσωματικές και πιέζουν οι αποτυχίες
 και είναι μάταιο να προσπαθήσουν κι έκτη φορά
 και δεν πειράζει, έχουν ο ένας τον άλλο καλύτερα και πιο πολύ βαθειά αγαπημένοι
 και θα περπατήσουν με ψηλά το κεφάλι πάλι
-κι η στενοχώρια κι η θλίψη ποτέ καλό δεν έκαμαν και ποτέ δεν θα τις ξεχάσουμε κι ετούτες τις ανηφοριές

-πόσα χρόνια οι συμφορές μας σα Γολγοθάς μοιάζουν.

Και μετά πάλι  απώλειες κι αποχαιρετισμοί και ξανά καταιγίδες,συννεφιές,θάλαμοι νοσοκομεία
 και παραγγελιά ξανά δίσκοι με κόλλυβα (παναθεμάτα μού αρέσουν με ζαχαρόπαστα και ρόδι μέσα) -αχ όλοι φεύγουν βιαστικά  και κλάματα  κι οι αναποδιές ξανά και όλο μαύρα ρούχα στο συρτάρι
- κι όλο να ψάχνεις καλοκαίρι και να μην έρχεται.

Γράφει Πενήντα από σήμερα
-διαβάζω  εφημερίδα,πάω σινεμά,τρελαίνομαι με το θέατρο,στοίβες τα βιβλία χωρίς σελιδοδείκτες παρατημένες καλές συνήθειες
-μια βόλτα μόνο,να δω τη θάλασσα ξανά και τίποτα αυτό δεν θα το πάρει κανείς

κι  η αίσθηση της Ελευθερίας,να κλείσεις την πόρτα και να μη ξαναγυρίσεις,να γίνεις αέρας να πετάξεις,ένα κατάστρωμα,ένα σου χαμόγελο και μια βουτιά,λόγια συναισθήματα,οι φίλοι κοντά,
ένα ποτηράκι κρασί εις υγείαν και εις μνήμην
- και τα χρώματα στο ηλιοβασίλεμα

-πενήντα χρόνια
 και πεντακόσια να είναι αρκούν αυτά,αρκούν οι μέσα μας οάσεις και οι γύρω μας ακλόνητοι βράχοι της παρέας κι η αγάπη που όλα τα χαρίζει με καινούργια όνειρα κάθε φορά που λες στερεύει η ελπίδα κι η ανάσα βαραίνει,όχι,όχι μαυρίλα ξανά,ψηλά στον πενταγάλανο ουρανό και στερεύουν τα δάκρυα και φυσάνε πάλι θερινά μποφώρ
και φεύγουμε για τα επόμενα καλύτερά μας χρόνια.

Δεν έχω ξεχάσει τίποτα και κανέναν,
η συνείδησή μου ήσυχη και το κούτελο καθαρό
κι έχω κι άλλα να ζήσω να τα περπατήσουμε να τ'απολαύσουμε και να τα χάσουμε
 και δε βαριέσαι και τί εγινε λοιπόν
-έλα μαζί μου να σβήσουμε κεράκια να γλυκαθούμε ώς τη γραμμή των οριζόντων που ακολουθούμε αχαρτογράφητα συνειδητά,αθώα κι ανέμελα ωραία γλυκύτατά μου ψέματα
σαν τα πενήντα κεριά
 και ας παν στην ευχή τα παλιά.

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ





 
Πάντα θυμάμαι ένα μεγάλο τραπέζι με κάτασπρο τραπεζομάντηλο,τα παιδιά βοηθούσαμε να φέρουμε τα ποτήρια και τα μαχαιροπήρουνα και βάζαμε τις χαρτοπετσέτες δίπλα,γιατί μέσα στο πιάτο είχε τα καλά υφασμάτινα πετσετάκια που βγαίναν από τα συρτάρια φρεσκοπλυμένα για τη γιορτή.

Ανήμερα Χριστούγεννα πάντα στης γιαγιάς,είμαστε όλοι στην κουζίνα πάνω από το κεφάλι της να δούμε πώς φτιάχνει τη ζύμη για τα τελειότερα κεφτεδάκια τού κόσμου που καμιά νοικοκυρά δεν τα πετυχαίνει όπως εκείνη και ζηλεύουν οι μαμμάδες κι οι θειάδες που τα πιστσιρίκια λέμε πως δεν είναι σαν της γιαγιάς και η γιαγιά γελάει,μα δεν το μαρτυράει το κόλπο της και πάνω στο τηγάνι λύνονται και δένονται μυστικά και θέλω το πρώτο που θα βγει τσιρτσιριστό να το δοκιμάσω και με καίει το λαιμό και κλαψουρίζω-

και παραμονή Πρωτοχρονιάς σπίτι μας,πανζουρλισμός,εικοσιπέντε νοματαίοι,δεν προλαβαίναμε τις αγκαλιές και τα φιλιά και τα δώρα,μα αυτός ο άη Βασίλης ξέρει πάντα πριν από μας για μας και δεν τον πρόλαβα πάλι φέτος και τον κυνηγάω να δω έστω το ιπτάμενό του έλκηθρο από το παράθυρο,αλλά τώρα έχω φούριες γιατί μού έφερε το καινούργιο τρενάκι με δέκαμέτρα ράγες παρακαλώ,κι άντε να το στήσω αυτό το πράγμα ο ανίκανος και παραλίγο να ρίξει η μαμά τη σουπιέρα με την κοτόσουπα,πρώτο πιάτο αχνιστή και με κοίταξε σα μυρμηγγάκι για πάτημα θα είχαμε δράματα βραδυάτικα,αν έπεφτε η πορσελάνη στο πάτωμα θρύψαλα δέκα μέρες προετοιμασία,για τιμωρία δεν θα φάω δέκα κομμάτια σπανακόπιτα,θα αρκεστώ σε ένα ο χοντρούλης και βάλε στο κασετόφωνο να παίζει τα καινούργια τραγούδια έχουμε για όλα τα γούστα από πάριο,πουλόπουλο και μαρινέλα μέχρι απόστολο καλδάρα και μικρασία,ωραία αυτή η καινούργια λα'ι'κή φωνή,πώς τη λένε,α! χαρούλα αλεξίου,θα πάει μπροστά αυτό το κορίτσι φαίνεται...

Στα καινούργια σπίτια δεν είναι απαραίτητη η μεγάλη τραπεζαρία νομίζω
κι όταν βρίσκεις χώρο γεμίζει τα κάδρα με τους πεθαμένους που σε κοιτάζουν γελαστοί κι όμορφοι και φευγάτοι χρόνια και δεν τολμάς να τους κοιτάξεις τέτοιες μέρες και τούς αφήνεις στη σκοτεινή μεριά της μνήμης γιατί δεν αντέχεις άλλα κλάματα κι όσα χρόνια κι αν περάσουν σού λείπουν παναθεμά τους πολύ και τίποτα δεν είναι ίδιο
-και θυμάσαι πάλι τη μαμά που έλεγε "δεν θέλω να έρθουν γιορτές" και δεν την καταλάβαινες γιατί τό'λεγε,αφού οι γιορτές είναι χαρές και γλέντια κι αγκαλιές κι ευκαιρία για συνάξεις κι αγάπες και λουλούδια-
 και τώρα ξέρεις πως οι απόντες είναι τόσο περισσότεροι των παρόντων που δεν αντέχονται στο προσκλητήριο των αναμνήσεων και τούς καταχωνιάζεις στην άκρη των ματιών να στερέψουν δάκρυα να μην πνιγείς και χαθείς,
εντάξει,οι ζωντανοί με τούς ζωντανούς και πάλι θα βρεθείς με τους ανθρώπους σου και θα είναι αφορμή τέτοιες μέρες να νιώσεις καλά κι όμορφες στιγμές και τα βλέμματα να σου πουν τα καταφέραμε να μείνουμε άνθρωποι και φέτος κι αξίζειι η παλιοζωή ο παλιόκοσμος κι η παλιοκοινωνία αφού η καρδιά μας ανοίγει και μοιράζεται και οι φίλοι μας κοντά και δίπλα και πάλι καταφέραμε να τού ρίξουμε τού ακαμάτη χρόνου μια και να κερδίσουμε ακόμα μια μάχη,
τού 2018 τώρα που φεύγει και δεν βγήκαμε νοκ αόυτ στα σημεία...

Τριγυρίζουν σα φαντάσματα οι παλιοί μας χρόνοι,
η αφέλεια των πιτσιρικάδειων δεκαετιών,η γλύκα η ζαχαρωτή των γονιών μας της προστασίας,της έγνοιας,της στοργής,της ανέφελης ανεμελιάς που θα ήταν ολόκληρη η ζωή πριν τη μάθουμε σκληρή τρικυμισμένη κι αναπάντεχη,αναμένα φώτα,ολόφωτα σπίτια και τα δέντρα με τα λαμπάκια αναβοσβήνουν οι μνήμες και ξεροσταλιάζω να τα θυμάμαι όλα και να μην ξεχνώ κανέναν κι είναι πολλοί είπαμε όσοι φύγαν οριστικά
-και σκέφτομαι είναι τυχεροί όσοι έχουν ακόμα κοντά τους μπαμπάδες και μαμάδες και θειάδες και παπούδες κι ας έχουν προβλήματα κι ας τούς ταλαιπωρούν οι παραξενιές κι οι ψιλοαρρώστιες και δεν ξέρω πώς έτυχε και μού φύγαν όλοι τόσο γρήγορα που είχα κι άλλα να τούς πω και μεγαλώνοντας κι εγώ κάτι να τούς επιστρέψω από όσα μού χαρίσαν και να κάνουμε βόλτες και να λέμε ιστορίες και να τούς βοηθήσω και να τούς ευγνωμονώ που με μεγαλώσαν καλό παιδί και μού μάθαν να υπολογίζω την καρδιά των ανθρώπων να αξίζει τον κόπο και να παλεύεις μαζί για το καλύτερο και δεν πρόλαβα να τους ευχαριστήσω και δεν έχω τρόπο να τους θυμηθώ από μια παλιοφωτογραφία στο χριστουγεννιάτικο το κομοδίνο μ'αναμένα πάντα τα λαμπάκια να χαζεύω πενήντα χρονών μαντράχαλος το καραβάκι φωτισμένο δακρυσμένος και να ονειρεύομαι είναι όλοι εδώ και θα γιορτάσουμε ξανά και βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι κι ολόλευκο καθαρό τραπεζομάντηλο αλέκιαστο και μοσχοβολιστό σαν τ΄αγνά τα περασμένα χρόνια της αθωότητας-γεύση αναλλοίωτη τόσα χρόνια.

Δεν παραπονιέμαι κι έχει καιρό τώρα που ορκίστηκα δεν θα μελαγχολώ και δεν θα κλαψουρίζω και δεν θα πέσω στην παγίδα να με ρίχνει η καταιγιστική σιωπή των απόντων
-τρέχουμε,δουλεύουμε,παιδευόμαστε κι αντέχουμε,πιο κουρασμένοι,πιο ταλαίπωροι αλλά και πιο συνειδητοποιημένοι πως έτσι είν'η ζωή και πώς να την αλλάξεις και τα πράγματα γίνονται με τον τρόπο που φτιάξαμε εμείς τα όρια και τα δεδομένα και τις προτεραιότητες και τις επιλογές μας και φτάνουμε ξανά στο τέλος της χρονιάς και είθιστε απολογισμών και σκασίλα μας μεγάλη ο ισολογισμός αφαιρετικός μεγάλων στόχων και δε βαριέσαι όσα δεν καταφέραμε κι όσα ονειρευτήκαμε δεν ήρθαν και δεν πειράζει,μιαν άλλη φορά ,μιαν άλλη χρονιά,την υγειά μας να έχουμε και δυο τρεις καλοί μας φίλοι δίπλα και να ξέρουμε η αγάπη μας κρατάει και βιάζομαι να γυρίσω σπίτι να σε δω,αυτό μου αρκεί και μού περισσεύει και θα σε πάω μια βόλτα ήσυχα κι απλά εδώ κοντά να χαζέψουμε τη στολισμένη πόλη,να έχει έξω κρύο και μέσα μας τη ζέστη της προσμονής και της ελπίδας,αν ξέρουμε πως κι αύριο θα είναι εδώ η πίστη μας πως θ'αλλάξει κάτι λίγο προς το καλύτερο,χαλάλι τα μπερδέματα κι οι αναποδιές και η κακία των ανθρώπων χαλάλι.

Καλή χρονιά σε όλους όσους την αξίζουν,η μοναξιά που δεν αντέχεται να την παλεύουμε,
έξω μιζέρια και λύπες κι αρρώστιες ούτε και στους εχθρούς μας,
οι στιγμές της ευτυχίας σα γιορτές πάντα αναπάντεχα δώρα της περιπέτειας που την είπαμε καθημερινότητα να γεννηθούν και τον επόμενο χρόνο για να αντέχουμε να τον περπατήσουμε
κι όσα έρθουν κι όσα πάνε και δε βαριέσαι που είμεθα φτωχοί,
έχουμε πάντα ένσημα καθαρό κούτελο και πλούσια αισθήματα μωρέ,
κανείς δεν θα μάς κλέψει τις μνήμες και τα όνειρα
 και θα περιμένουμε πάντοτε Καλοκαίρια με καταγάλενες ήσυχες θάλασσες
-άσε τί να μάς πουν κι οι βαρυχειμωνιές,δεν τις φοβόμαστε-θα περάσουν!

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

στη μνήμη τού Γιώργου Λιώτση

 



Σας έχω μιλήσει για την Τρίτη Λυκείου;

'Ημουν κλεισμένα δεκαεφτά (κέρδιζα χρονιά) κι ήταν 1986.

'Ημουν απ'τους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους στον κόσμο
-και όχι για τα μαθήματα,τις εξετάσεις και τις πανελλαδικές κι αν θα  έμπαινα στο Πανεπιστήμιο
-χεσμένο το είχα τότε,δεν με ενδιέφερε καθόλου μα καθόλου να χάσω στιγμή
-απ'τις χαρές,τα όνειρα,τα γλέντια,τις αγκαλιές,τις παρέες,
τούς Φίλους κορώνα στο κεφάλι
και Ιερό και Όσιο της υπάρχουσας ζωής μου το Βασίλειο...

...ήμουν ενθουσιασμένος

-γνώριζα τα καλύτερα παιδιά,
είχα ήδη ένσημα καλοκαίρια διακοπές,κατασκηνώσεις,ξενύχτια,
βουτιές γνώσεις οι  παθιασμένοι μεγάλοι μου ήρωες,μιλούσαμε για τα πάντα τού κόσμου,
απ'τον Μαρξ ώς την Ορνέλα Μούτι
και από τον Τσε Γκεβάρα μέχρι το Νίκο Γκάλη
κι ακούγαμε Σαββόπουλο με έκσταση και Γουάμ με αηδία
και διαβάζαμε Απομνημονεύματα τού Μακρυγιάννη και Ντοστογιέφσκι και Αστερίξ και Κλικ
-τιτανομαχίες επίλυσης των γόρδιων δεσμών,τα δισεπίλυτα προβλήματα των καλομαθημένων αστόπαιδων
-κι η περίπτωσίς μου ...
...χάρτινα καράβια σε τρικυμία εν κρανίω
κι  η επιμονή μου για τη μελαγχολία ως το μόνον της ζωής μου επιμορφωτικόν ταξίδιον
//αλλά το θέμα μου δεν είναι η εμπύρετη ενηλικίωση κι οι  αναρχοαυτόνομοι μεγάλοι μου οδηγητές

//μα για την τρίτη λυκείου κάτι ακόμη να σάς πω

-δεν διάβαζα μαθήματα,δεν ήξερα να προγραμματίσω το μέλλον,
δεν ήθελα να ξέρω πόσες ώρες θέλω φροντιστήριο και πόσες στοχοπροσηλωμένος στις σχολές της ενήλικης φοίτησης
//
η παρέα είχε μεθύσια,βόλτες στα ηλιοβασιλέματα
και όνειρα δεμένα στο μουράγιο μέχρι να καλοκαιριάσει να πάμε Πλατανίτσι,
ν'ανάψουμε φωτιές,να τραγουδήσουμε στην ακροθαλασσιά,να κάνουμε μπάνιο γυμνοί  φεγγαράδα,
να γίνουμε ντίρλα μετρώντας σφηνάκια,να υποσχεθούμε αιώνια πίστη
και την Αγάπη την καθηλωτική,
της ανεξάντλητης πηγής έμπνευσης που λέγονται οι Ορκισμένοι Φίλοι
// που κόβεις φλέβες για το γέλιο τους,την έγνοια και τη συντροφιά τους

//κι ήμουν ενθουσιασμένος που είχα τούς καλύτερους φίλους τού απέραντου περατοσύμπαντος
,που αγοράζαμε δίσκους βινυλίου να γράψουμε κασέτες,
ενάμιση λίτρο τσάνταλη ημίγλυκο και τηγανητές πατατούλες με ούζο στον Πρόεδρο το ταβερνείο στο Ποσειδώνειο μέσα στη θάλασσα,εκεί να κάναμε σχέδια για το Αύριο της μεγάλης Ζωής
 όλοι μαζί τολμηρά,αναπάντεχα,θαρραλέα,αντισυμβατικά,τρελαμένα,στα όρια,
στη χαζομάρα και την επίγνωση πως εδώ είναι ο Παράδεισος κι η  Κόλαση εδώ

//πού είναι η τρίτη Λυκείου να σάς την θυμίσω
-είμαστε λατρευτή ομήγυρις,
μιλάμε για πολιτική,συνθήματα,πορείες,γιορτές πολυτεχνείων κι όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες,αλλά ώσπου ο ήλιος ν'ανατείλει κόκκινος
ας βρούμε κι ευκαιρία για ταξίδια
 και τη δημιουργική τρέλα μας την φτιάχνουμε εφημερίδα να προβοκάρουμε τη συντηρητική διδασκαλική νοοτροπία
και θεατρική ομάδα να είμαστε μαζί και τα σαββατοκύριακα
να μαθαίνουμε πώς χαρτογραφούνται τα όνειρα κοινής πορείας
 κι ορμητικά 
να μάθει βήμα βήμα ν'ανοίγεται συναδέλφωση,πάθος,νοιάξιμο και επαγγελματική αφοσίωση
 με λογισμό κι όνειρο
-αχ αυτή η λέξη...
 Όνειρο...
...(ονειρο) παρμένοι για τα μεγαλεπήβολα Τίποτα που μάς φτιάξαν όσα είμαστε...

//η Εκδρομή αποφοίτων στη Ρόδο
-πούλμαν  από Θεσσαλονίκη στην Αθήνα
Ολυμπιακή πετάει για Ρόδο
do it in Rhodes Darling γράφει το μπλουζάκι σύνθημα
-τέσσερις ξέφρενες νύχτες και μέρες
-ατσάλινες σχέσεις απόλυτης αγάπης έγινε η παρέα μας
 και δεν θα ξεχάσουμε ποτέ στη ζωή μας τα αδιανόητης αντοχής συναισθήματα που γεννήθηκαν
 και φτιαχτήκανε σκαλοπάτια ωρίμασης,οδυνηρών ματαιοτήτων και αχαλίνωτων ψευδαισθήσεων αφοσίωσης

//
'ωπα
-λοιπόν
δεν θέλω σήμερα να σάς εξηγήσω την Τρίτη μου Λυκείου

-μα να σάς πω δ ε ν θα ήμουν  ε κ ε ί

-δεν θα ήμουν με τα παιδιά που λάτρεψα,
με τούς Φίλους που έχουν απογειώσει τα καλύτερά μου αισθήματα,
με τους ανθρώπους που έμαθα
τα πιο βαθειά και μειλίχια κι απογειωτικά κι ακραία πεσιμιστικά και απροσδιόρστα μελαγχολικά
 και ξέφρενα χαλαρωτικά και θωρακισμένα και χαβαλεδιάρικα και παράδοξα και σεσημασμένα αντικαθεστωτικά κι άναρχα σπαρακτικά κι αθώα παραμορφωτικά αντοχών,ορίων,παθών και νοσταλγικών ψυχανεμιστικών οραματισμών αισθήματα
-τα όριά μας ο ουρανός και το απροσμέτρητο των άστρων του

-τίποτα
αν δεν ήταν οι Δάσκαλοί μας παρόντες
//η Οικογένεια των σχολικών μας βημάτων

//στην Τρίτη Λυκείου το 1986 δεν θα ήμουν εκεί
-δεν θα ήταν κολλητοί μου ο Παύλος,ο Πέτρος,ο Βασίλης,ο Μένης,η Φωτούλα,η Γιούλη,η Λένα,η Σοφία
-δεν θα ήμουν στο δεκαπενταμελές,
δεν θα εκδίδαμε το εφημεριδάκι Τίτλος,
δεν θα κερδίζαμε το βραβείο μαθητικών θιάσων με τον Φον Δημητράκη,
δεν θα ένιωθα έκσταση στο Ντορέτα Μπητς στη Ρόδο

-
//κι όσα έγραψα ώς τώρα
είναι γιατί ήθελα τελικά να βρω μιαν αρχή κι έναν ισχυρό Λόγο να σάς μιλήσω
για έναν Άνθρωπο που πέθανε προχθές και βαθειά θλίψη
 και μεγάλη πίκρα μού
έφερε το νέο τού χαμού του

-για τον καθηγητή μας των Μαθηματικών τον Γιώργο Λιώτση πραγματικά ήθελα να γράψω

//σιχαινόμουν τα Μαθηματικά
-γιατί δεν τα διάβασα ποτέ

//για την ακρίβεια στο Γυμνάσιο είχαμε καθηγήτρια μιαν απότρελη
 στερημένη νιάτων  κι ομορφιάς και ελαφρόμυαλη κακομοίρα παρθενόπη
-παγερά ακατάλληλη για δασκάλα,έρμαιη των αχαλίνωτων κακιασμένων εφήβων
-την κορο'ι'δεύαμε,τη γιουχάραμε,την χουλιγκανίζαμε
//κι οι βάσεις τού μαθήματος καήκαν

//και πήγα λύκειο χωρίς να ξεχωρίζω το πηλίκον απ'το πηλίκιο
(καλά αυτό το έπαθε και Πρωθυπουργός
-αλλά ούτε αυτό είνα το θέμα μου τώρα)

//κι εκεί ήρθε αυτός ο Άγιος Άνθρωπος
-ήταν δήθεν βλοσυρός,ψαρωτικός κι άγριος
-άνοιγε το βιβλιαράκι του κι έφτανε στο όνομά μου...

"Παπαδόπουλε σήμερα θα μάς πεις μάθημα;"
-μπα κύριε,δεν έχω ιδέα
"το αντίθετο θα μού προξενούσε κατάπληξη παιδί μου"

-και μετά γελούσε και μαλάκωνε κι άνοιγε καρδιά ολάκερη προστασίας μας
-και μού έβαζε δέκα,έντεκα και δώδεκα στα τρίμηνα
 και πέρασα πρώτη και δευτέρα λυκείου με τη βάση,
αφού όλο και κάποιον θ'αντέγραφα στις εξετάσεις,όλο κι ένας θα μού σφύριζε κανα κλάσμα στο διαγώνισμα
-κι έτσι,εξ'αιτίας του δεν κόπηκα και προήχθη
και σάς συνάντησα να γίνει η Τρίτη μας Λυκείου
σελίδα μνήμης στο φέισμπουκ
και κοπή τη πίτα που δεν ήρθα ποτέ
(ούτε αυτό είν' το θέμα)

//γιατί ήξερε ο κύριος Γιώργος
 ότι ο φευγάτος νεαρός μαλακοπίτουρας που ήμουν εγώ,φανταζόμουν άλλα,
ήθελα αλλού να πετάξω,ήθελα ήλιο και θάλασσα
κι ιστορίες κι εκθέσεις μεγάλων ιδεών και ισχυρών συμβολισμών
και δεν είχα τεμπελιά και κακοήθεια της μαθήσεως,
πώς να μού στερούσε έναν άλλον δρόμο,
με πήγαινε που λέμε
...ντάξει,μάλλον γιατί ήμουν καλό παιδί πανάθεμά με
 και το πρώτο μάθημά του,αυτό που ξεπερνούσε την επιστήμη του,
 ήταν να μάς δίνει ο ίδιος το παράδειγμα
 να είμαστε Καλοί Άνθρωποι ρε γαμώτο

//όπως ο ίδιος.
πάντα κοντά μας,σύμβουλος,βοηθός,σιωηλός,μετρημένος,συνετός

-εντάξει,ήταν συντηρητικός
... ενώ εμείς οργανώναμε επαναστάσεις τουλάχιστον τρεις ημερησίως σαν αντιβίωση-

στήριγμα σε κάθε μας σχέδιο,εξωσχολική δρασηριότητα,παραξενιά,ζαβολιά,αντίδραση

//να μάς γειώνει,να μάς εξουθενώνει θαρρείς με την προσήλωσή του
 να γίνονται όλα με ένα  σκοπό...

-καλύτεροι μαθητές,ομορφότεροι νέοι,ολοκληρωμένοι άνθρωποι

//ζάχαρη και μάλαμα ο κύριος Γιώργος
-αρκεί να δείχναμε αντάξιοι της εμπιστοσύνης του να είμαστε ειλικρινείς μαθητές του

-
θυμάμαι
το πρώτο βράδυ της πενθήμερης σχολικής εκδρομής της τρίτης Λυκείου στη Ρόδο

μέσα στον τρελό χαμό,τα παράνομα φιλιά και την αλκοολική μέθη της καλοκαιριάς των μεγάλων αισθημάτων σαλπαρισμένων και σαλταρισμένων δεκαοχτάρηδων,

μια κοπελιά που αγχώθηκε που έμαθε πως οι συνοδοί καθηγητές αρχίζουν και πηγαινοέρχονται στους διαδρόμους τού ξενοδοχείου να ελέγξουν αν τα οιστρογόνα των κανακάρηδών τους θα το κάψουν το μαγαζί,
πάει να ξεφύγει βγαίνοντας από το περβάζι τού μπαλκονιού να περάσει στο δίπλα
 και σκοντάφτει και πέφτει στο κενό από τον πρώτο όροφο

-και ο Κύριος Γιώργος την βλέπει και πέφτει λυπόθυμος
(σίγουρος πως το κορίτσι θα σκοτωθεί
 κι ο ίδιος θα καταστραφεί της εμπιστοσύνης που έδωσε στα παιδιά του ηττημένος)

-δεν θα ξεχάσω το απεγνωσμένο του βλέμμα μέχρι να σιγουρευτεί πως γλίτωσε το κοριτσόπουλο
( με ένα απλό σπάσιμο λεκάνης)


Και η χρονιά έφυγε
-και το σχολείο συνέχισε
-κι εμείς χαθήκαμε και φύγαν άλλοι στα πανεπιστήμια,
άλλοι στη ρημαδοβιοπάλη απευθείας των αποτυχιών τους

-κι οι φίλοι χαθήκαν
γιατί τα όνειρα των αυγουστιάτικων όρκων βουλιάζουν στων παγωμένων δεκέμβρηδων
 την αλήθεια τού πραγματικού χειμώνα

-μπρρρ...πολύ βαρύ αυτό...

//απλώς στα δεκαοχτώ δεν έχουμε ιδέα πού πάει η Αλήθεια της Ζωής
και τίποτα δεν είναι όπως ζωγραφίζεται εντός μας

-εκτός από τη θεμελιωμένη άρνηση να δούμε όπως μάς επιβάλλουν να αναπνεύσουμε

//κι ο κύριος Γιώργος μάς έδειξε το δρόμο να περπατάμε ελεύθεροι στα λάθη μας
μέχρι να τα υποστούμε,να τα ζυγιάσουμε και να αντέξουμε αυτό που είμαστε
-για να παλέψουμε για τα καλύτερα


Το 2004 παντρεύτηκα στην Αθήνα το κορίτσι μου
-στο γάμο ήρθαν και οι αγαπημένοι μου καθηγητές των ανέμελων χρόνων

//ήταν το πιο πολύτιμό δώρο η παρουσία τους εκεί,
απρόσμενη τιμή,αλόγιστη χαρά,θεσπέσια της μνήμης η γλύκα,αγνή,ανιδιοτελής διδαχή συνέχειας,

ήταν εκεί στη χαρά μου η Αντιγόνη,η Σοφία και ο Γιώργος,
δίπλα στους Φίλους που είχα χαθεί χρόνια μα ποτέ δε χάσαμε την ορμητική ειλικρίνεια να είμαστε μαζί και χώρια,των Οριζόντων που έχουν κοινά Φεγγάρια

//δεν έχει σημασία πού γυρνάς και πώς γερνάς,
πώς καθημερινοπαλεύεις και πού βολοδέρνουν οι ματαιώσεις σου,
αλλά ότι ξέρεις πως τα χρόνια τα σχολικά,τις αγκαλιές,τα ξημερώματα,τις ευχές,τα αδειανά ποτήρια των γεμάτων αισθήσεων ευτυχίας δεν τα χωρίζει κανείς ποτέ
-και πουθενά δεν θα ξαναγίνουμε παιδιά
-και τα παιδιά μάθανε πώς ν'αγαπούν,πώς να χορεύουν  στα δύσκολα
κι όλα δυνατά να γίνουν τ' αδύνατα .


Τετάρτη βράδυ
Οκτώβρης 2018 έμαθα το κακό νέο
-ο Γιώργος Λιώτσης  στα 74 του
πέθανε

//γύριζα κατάκοπος από δωδεκάωρο,θόλωσε ο νους,γέμισα σιωπή και θλίψη ανείπωτη

-τη νύχτα ονειρεύτηκα πως ένα λεωφορείο όλοι οι μαθητές του από το 21ο Λύκειο τού 1986 πηγαίναμε καλοντυμένοι και αμίλητοι στην κηδεία του,ήταν σε ένα μεγάλο φωτεινό τοπίο,
μια φύση ανοιξιάτικη κι ολόλαμπρη
σαν το μονοπάτι τού παραδείγματος διδασκαλίας και ζωής του
-μα δεν είμαστε ακόμα δεκαοχτάρηδες
και δεν γελούσε κανείς,δεν φώναζε κανείς,
θέλαμε όλοι μαζί να δείξουμε το σεβασμό και την αγάπη μας για αυτόν
//να τον συνοδέψουμε στο τελευταίο ταξίδι
//κι ένα δάκρυ από καρδιάς για την τιμή πού μάς έκανε
 να είναι άξιος,ωραίος και μεγάλος μας Δάσκαλος.

Αντίο  Γιώργο.

Αχ μ'αυτές τις συνεχόμενες απώλειες
-σπάει η αλυσίδα που μάς ενώνει

και πόσο αδύναμος νιώθω που ήθελα κι άλλα να μάθω από σένα αγαπημένε μου κύριε Λιώτση...

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

ΟΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΣΥΝΟΡΑ








 Απόγεμα Παρασκευής στον Ηλεκτρικό για
 Μοναστηράκι.
Απέναντί μου συνομιλούν δυο παιδιά γύρω στα 25
"την ψάχνω με τον καθηγητή,πρέπει να κάνω οπωσδήποτε το μεταπτυχιακό,έχει κάτι άκρες Αυστρία,προτιμώ Ιρλανδία ή Γαλλία,μού λέει να δουλεύω παράλληλα σε μια εταιρεία εκεί,ναι,δε λέει ρε συ να μείνω εδώ να μιζεριάζω,ο κολλητός μου που είναι Αγγλία έχει μιαν έκφρση και μού τη μεταδίδει συνέχεια
...Δεν Υπάρχει Ελλάδα στον Χάρτη...
ναι ρε συ,θα την κάνω oπωσδήποτε"

Κατέβηκα εξουθενωμένος
-είμαι ήδη δυο μήνες που Απολύθηκα απ'τη δουλειά (μετά το 2004,η πρώτη μου φορά)
,τριγυρίζω περπατώντας και μ'όλα τα μέσα στην πόλη,ακούω και βλέπω τον κόσμο που ζαλισμένος κουβεντιάζει υψηλοφώνως στα γαμωκινητά,παρέες,στις γειτονιές και στα σοκάκια,πολύς,πάρα πολύς κόσμος στην χρόνια αίσθηση εγκλωβισμού,σε μιαν άλλη κατάμαυρη διάσταση πραγμάτων
 και ζορίζεται

-ακούω στα εντεταλμένα των αφεντάδων ραδιόφωνα πώς ζέχνουν θυμό και απέχθεια για μαςτούς Ανώνυμους Φτωχοδιαβόλους
οι άρηδοπορτοσάλτηδες,
μάς λενε Τεμπέληδες,
είμαστε επιδοματίες αραχτοί και δεν γουστάρουμε να δουλεύουμε
και ζούμε εις βάρος των Επιτυχημένων Ικανών
-
πενηνταρίζω και δεν θυμάμαι απ'τα δεκατέσσερα να έζησα ρεμάλι,αφημένος στη μοίρα
 ή στα (ανύπαρκτα ούτως ή άλλως)λεφτά των γονιών μου,
ψάχνομαι πώς πάω παραπέρα τώρα,
λίγο πιο ήρεμος
αφού αντέχω για λίγο καιρό να μην απελπίζομαι αναζητώντας τ'απολύτως βασικά της επιβίωσης
- κι αυτό το τρομερό επίδομα τού Κράτους,τα 360 ευρώ το μήνα για έναν χρόνο νιώθω ότι για τόσα χρόνια εργασίας μέχρι και τα δικαιούμαι ,άλλωστε δεν τα ήθελα τ'ανεργιλίκια για χαβαλέ δικά μου, έτσι γίνηκαν τα πράγματα,
παραμονή Χριστουγέννων και σε πένθος που μ'έδιωξαν απ'τη δουλειά
( ήταν... μεγαλοθυμία βλέπετε κυρ ΣΚΑτάΙδές μου,
μ'απάλλαξε από το άγχος μην ζορίζομαι πόσο δύσκολα τα καταφέρνει ο εργοδότης μου
κι αν θ'αντέξει να κρατήσει την επιχείρηση ο καημένος,να τον λυπηθώ και να τον καταλάβω που ήταν και κιμπάρης και μ'αποζημίωσε,εδώ που φτάσαμε χάρη μού κάνει που δεν τραβολογιόμαστε ενδίκως αδίκως κι αναλγήτως)
,χαμένα κορμιά είπαμε και τεμπελχανάδες,ίδρωνε να μάς (κακο)πλερώνει ο γίγαντας...

Εκεί έξω λοιπόν η Αθήνα ξεφτίζει,
βλέπεις να γερνάν μαζί με τους περαστικούς της ανθρώπους κι οι δρόμοι της οι ερημωμένοι
 και σε φοβίζει που φαίνεται σαν ετοιμοβούλιαχτο καράβι που όλοι βλέπουν τα νερά να έχουν μπει μέσα αλλά δεν έχουν οδό διαφυγής και ανεβαίνουν πιο ψηλά κι ολοένα ανεβαίνει η στάθμη υδάτων και ξέρεις πως είσαι στον Τιτανικό σου και δεν θέλεις να πνιγείς και δεν έχεις ιδέα από που έρχεται κι αν θα σε προλάβει το πλοίον Σωτηρίας
-ναι αυτή η πόλη θα μπορούσε και να είναι η πατρίδα μου να της αξίζω και να με κανακεύει και να με φροντίζει και να μού δίνει ύλη και πνεύμα να γίνω καλύτερος,ο τόπος των μεγάλων ποιητών με την αρχαία σκουριά που μάς ενώνει η γη τους,
μα
για να δεις και ν'ακούσεις όσα συμβαίνουν και φτιάχνουν το Αλεξικέραυνο,
 αυτούς τους καινούργιους τους ποιητές της,τους μουσικούς της,τους ηθοποιούς της,τις τέχνες της
χρειάζεσαι καλή διάθεση και γερό πορτοφόλι
(ναι,με την κάρτα ανεργίας πας σινεμαδάκι φθηνότερα
 και στο Εθνικό θέατρο κάθε Τετάρτη με 6 ευρώ και στο θέατρο Τέχνης με 8 ευρώ
 κι όταν έχεις ελεύθερο χρόνο πας και τζαμπέ στη βιβλιοθήκη στον Νιάρχο που μπορείς να διαβάσεις ώς τα μεσάνυχτα και σε πολλές εκδηλώσεις ισχύει ελευθέρας και καλής καρδιάς...

-αλλά πώς γίνεσαι Τουρίστας ο Άνεργος ακριβώς,
ποια αμεριμνησία  κι απόλαυση να χωθείς και να χαθείς στο ιδεολόγιο της αφύπνισης,
όταν ανοίγεις το φάκελο και σού'ρχεται το τελικό ποσό πληρωμής ίσια στο κούτελο
 και πελαγώνεις και μαραίνεται το πνεύμα αυτοστιγμής;)

-πάντα ακουμπάς και στην καλοσύνη των φίλων,σού δίνουν ανάσα,σε βγάζουν έξω για ένα κρασί,κερνάν τον καφέ,μια παρέα μια καρδιά και τέτοια γλυκανάλατα κι αληθινά
...αλλά και τούτο το βάλσαμο φορτίο αισθημάτων που νιώθεις,
 εις βάρος τους μην καταντήσεις,μια υποδόρια ανικανότητα να σού βαραίνει το ηθικό,
όσο κι αν μετράς τις μέρες και λες,λίγη λιακάδα ακόμα τη χρειάζομαι,λίγη ησυχία να βρω,
πώς ξεμπλέκω ν'αρχίσω ξανά απ'το μηδέν,
πού θα περάσω τα επόμενα χρόνια της στατιστικής μου ωρίμανσης πριν διαβώ την ηλικία με τις φρυγανιές,τα χάπια και τα τσαγάκια σε μπαστουνάκια και δύσει η ιστορία μου,πες μου πώς.

Εκτύπωσις Βιογραφικού,
εκεί στις Γνώσεις μεγάλο το επίσημον κενό μου,
οι τυπικοί τίτλοι σπουδών απουσιάζουν,
ένας ανιδείκευτος εργάτης με ανησυχίες και μυαλό κι αισθήματα που δεν περιγράφονται ως ένσημα επιλογής και κριτήρια πρόσληψης,
μια κοιτάω στα παλιά και σκέφτομαι καλά περάσαμε ώς τώρα,
μια φαντάζομαι στα μελλούμενα και λέω ποιας ευκαιρίας ν'ανοίξω ξανά την πόρτα,
να ξανακοιτάξω όσα αγαπώ μήπως με περπατήσουν παραπέρα,
από ποιαν άκρη να ξεκινήσω ράψιμο στραπατσαρισμάτων
 και των  καταιγίδων τα κενά πώς  γίνονται αδιάβροχα για τα δίσεκτα κατακλυσμιαία χρόνια που μάς φορτώνονται αλύπητα ούτε ξέρω,
όλο στη θάλασσα να πάω να δω τον ορίζοντά της να χαθώ να ξεχάσω λίγο,
να ονειρεύομαι δεν ξέρω αν μού'κανε τελικώς καλό  κι αν φταίω ή η φαντασία μου τα φταίει που μού'λεγε προχώρα
...μα ώς ένα τοίχο μ'εφερε και κουτούλησα και τί κάνουμε τώρα

-δεν έχω και μιαν κάνουλα εισοδήματος,μια μιζαδόρικη γνωριμία εταιρείας ξεπλύμματος μαύρου χρήματος,κάπου να τρουπώσω στη διαφθορά της έδοξης κυρίαρχης τάξεως,να γεμίσω στρώματα μωβ και κίτρινα ευρωχρυσαφικά λαδιάρικα,να ιδρύσω εξωχώριες,να φουντώσω τραπεζικά εμβάσματα ανά την υφήλιο τον εξαγορασμένο μου ιδρώτα και τα πλεονεκτήματα της προσφοράς μου στο κοινό καλό,έναν υπόνομο να θεριέψω,χειροκροτητής,κλακαδόρος,κομματόσκυλος,γλείφτης και κράχτης επιχειρηματιών κι υψηλών καπέλων βαστάτζας,τίποτα,πουθενά λίγην αγυρτία δεν προσέγγισα να τριφτώ δίπλα της,να σκουπίσω μιαν λερωμένη ποδιά,λίγα ψίχουλα απ'τους φαταούλες να μεριμνήσω βοήθημα λοβιτούρας ως εγγύηση ησύχου εκλεκτού πρότερου και δια βίου αιώνιας ανταμοιβής,να ενσαρκώσω το πρότυπο τού έθνους τής κονόμας,να γίνω άριστος,στυγνός κι αλήτης,να προκόψω.

Δυο μήνες σχεδόν  και μάλλον άφωνος
και με την πίστη πως η επαναλαμβανόμενη οργή μπορεί να λειτουργεί ευεργετικά κι εκφραζόμενη να ξεθυμαίνει,
(αλλά δεν μού φέρνει πια οδό διαφυγής )
και θέλω ένα νέο χάρτη να χαράξω καινούργια πορεία,
πέρασαν τα χρόνια που θα έκλεινα φεύγοντας μακριά την πόρτα
 και μαύρη πέτρα πίσω και μην τον είδατε,
εδώ θα μείνω,Ελλάδα γεννήθηκα κι Ελλάδα θα πεθάνω
ανήσυχος κι ακμαίος νιώθω παράλληλα,
σβήνω από την ατζέντα όσους ήταν μικροί και λίγοι,
(γελάω ακόμα με κάτι σαλιαρίζοντα ασήμαντα ανθρωπάκια που ούτε λέξη μου δεν κατάλαβαν και φαντάζονται είμαι χάλια και τούς ξέχασα κιόλας κι ούτε λέξη τους να μάθω πώς ζέχνουν οι κολαούζοι κι έρπονται στο βούρκο τους και λερώνουν τη σκέψη μου και τούς βαριέμαι),

ξεκαθάρισμα αξιών,επιστροφή στην μέσα μου όχθη,
δεν έχω σκοτεινιές,
δεν έχω κι αντοχές να βολοδέρνω στ'ανώφελα,
δεν έχω και τη διάθεση να εξηγώ ποιος είμαι και πού πάω,
πάντα αλλού κι όπου βγει,
πάλι ταβάνι μας ο ίδιος ο ουρανός που  συνέχεια αλλάζει.

 Διατελώ σ'εγρήγορση πλήρης συγχύσεως και (σχεδόν) μού αρέσει.

Θα τα καταφέρουμε,αφού αλλιώς δεν γίνεται.έτσι λέω,έτσι θα γίνει.

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

NO CHRISTMAS - NO PARTY

Την έχω ξαναπεί την ιστοριούλα;
Δεν πειράζει
-τα (πολλά) τελευταία χρόνια όλο ανασύρεται απ'τη μνήμη κι ας την επαναλάβω...

Το πρώτο μας  μαγνητόφωνο ήταν Γκρούντινγκ κι έγραφε ταινίες γυρνώντας τον κόκκινο μοχλό "REC" κι είμαι κοντά πέντε χρονών και το καλώδιο τού μικροφώνου εκστασιάζει τον πιτσιρικά,εμένα,που τραγουδώ με όλο το πάθος,την ένταση και το φριχτό φάλτσο τού κόσμου το αγαπημένο μου ρεφραίν...
..."πάμε για ύπνο Κατελίναααα...πάμε ν'αλλάξουμε ζωήηηη...να δούμε όνειλα από κείνααααα...που τελειώνουν το πλωίιιι....ωωωωωω-ω!-ωωωωωω!!!!..."
//είμαι στο σαλόνι,λίγο πριν τα Χριστούγεννα...στη μαγνητοταινία ακούγεται η αδιανόητη κορώνα και το "ωωωωό!ωόοοοο" σκίζει το φράγμα τού ήχου,τ'αυτιά όλης της γειτονιάς προφανώς
κι αποτυπώνονται στο χρόνο,μαζί μέναν ξερό ήχο καταστροφής
-ένα δυστύχημα συμβαίνει στο σαλόνι,ένα κενό δευτερολέπτων στη μαγνητοφώνηση
 και μετά ο μικρός Νικόλας φωνάζει έντρομος...
"μαμά!μπαμπά!...έπεσε το δέντλο!"
...διότι ούτε το χριστουγεννιάτικό μας δέντρο δεν άντεξε τόση κακoφωνία και διελύθη πάραυτα!

Γελώ
- σαράντα χρόνια μετά κι είναι χαραγμένη πεντακάθαρη μνήμη αυτή,
η Ολυμπία μου με τον λακ-αρισμένο της κώτσο δίνει ξυλιά στο πωπουδίνι,
ο Γιώργος γραβατωμένος νυχθημερόν επιχειρεί την ανόρθωση εκ νέου τού συμβόλου της Γιορτής
...είμαι ευτυχισμένος,ζαλισμένος,χωρίς άγχη και στενοχώριες,το σπίτι μυρίζει μελομακάρονα και κουραμπιέδες,θαρθούν το βράδυ συγγενείς,ξαδέρφια,φίλοι,θα φάμε,θα πιούμε,θα τρέξουμε,θα παλέψουμε,θα ανοίξουμε δώρα,θα τονίσω σε όλους πως ο Άη Βασίλης φέτος θα μού φέρει
 σί-γου-ρα! το τρένο με τη σιδηροδρομική του γραμμή να το ανοίξω στις δώδεκα και ένα πρώτο λεπτό ,αφού δω το έλκηθρό του να πετά έξω απ'το παράθυρο τού δωματίου μου
 και θα με τσιμπήσουν τα μάγουλα άπαντες σκασμένοι στα γέλια,είμαι παιδί και το διασκεδάζω αφάνταστα,πήγα απ'το πρωί στις θειάδες,τις νουνάδες,στον παπού και τις γιαγιάδες,φασκιωμένος κασκόλ και σκουφιά και τη μάλλινη μπλούζα που με τσιμπάει και την απεχθάνομαι ,αλλά είναι ζεστή λέει η μαμά και θα τη φορέσω θέλω δε θέλω και είπα τα κάλαντα,με το γνωστό πάθος και το γνωστότερο (απ'την άνωθεν ιστορία) φάλτσο μου και γέμισα ρουφηχτά κραγιονοφιλιά,γλυκά και χαρτζηλίκι για όλο το χρόνο,έφαγα και μπουγάτσα με τυρί και κακάο Αγνό γάλα στο ζαχαροπλαστείο με τον φίλο μου που πήγαμε μετά και δε θέλω τίποτα άλλο από το να είναι κάθε μέρα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά και ποτέ μην περάσουν!

Πρώτη Δεκέμβρη 2017,
-είμαι στο Δήμο Θεσσαλονίκης,στο Γραφείο Πλησιεστέρων Συγγενών,ο υπάλληλος πληκτρολογεί τα στοιχεία από τη Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου (και) της αδερφής μου
ρωτά μηχανικά...'πατέρας θανών;" -1996..."μητέρα θανούσα;"...-2015...σηκώνει το κεφάλι..."και τώρα η αδερφή σας;..είστε ο τελευταίος λοιπόν στη μερίδα..."
//βουρκώνω και κοιτάζω έξω τον ήλιο,
...ο τελευταίος...
κάνει ξαφνικά κρύο και δεν θέλω να είμαι εδώ,δεν έχω καμιά σχέση με όλα αυτά,πετώ και χάνομαι και δεν μετρώ μέρες για καμιά γιορτή,τα Τζάμπο μετρούν μόνο χαχανητές απολαύσεις,πενταγάργαρα κελαρυστά παιδικά χαμόγελα και οι ευχές της υγείας,της χαράς και της ευτυχίας,που ήρθε,ακούμπησε,φεύγει και ξανάρχεται κι είναι πάντα λιγότερη και αχνότερη και άφαντη καιρό και της χρωστώ τη δύναμη να κλαίω και την αδυναμία να τα δέχομαι εύκολα τ'απανωτά χτυπήματα των κακών μας των καιρών και των ανάποδών μας των χρόνων

 και θέλω να σού πω ξανά πως σ'αγαπώ,να το λέμε συχνότερα σ'όσους απομένουν δίπλα,κοντά μας,μαζί μας στον ανήφορο που είπαμε ζωή,γιατί ποτέ δεν ξέρεις τί ξημερώνει αύριο και ποτέ δεν είσαι σίγουρος πια όταν χτυπάει το τηλέφωνο αν θα είναι Γιορτή ή μια Συμφορά ακόμα
και ποτέ δεν θα γυρίσει πίσω κανείς απ'αυτούς που φεύγουν και ποτέ κανείς δεν έμαθε αν υπάρχουν όντως παραδείσια λιβάδια και πουλάκια τσίου τσίου σε ήσυχους ουρανούς κι όλοι μαζεμένοι μιαν αλλιώτικη Γιορτή εκεί πάνω,ψηλά,στο Πουθενά των Ανθρώπων που πέθαναν και τόσο μεγαλώνει το κενό αυτές τις μέρες που δεν μπορούμε να τραγουδήσουμε εύκολα,από κούραση,από αγωνία,από χρέη κι αναδουλειές και φόβους και υποχρεώσεις και στενοχώριες κι αρρώστιες
 και άει στο διάολο πια.

Νο Κρίστμας-νο πάρτυ
//δε θα μιζεριάσω-δεν προλαβαίνω
-αλλά δε θέλω και κανέναν,θα σχολάσω,θαρθώ να σε βρω να σ'αγκαλιάσω και τίποτα μην πούμε,ένα βλέμμα βαθύ ώς την ψυχή,ένα γκάζι και να φύγουμε μια βόλτα εδώ κοντά στης καρδιάς τα τοπία,τα οχυρά μας τα γαλήνια και τα καταφύγιά μας τ'αμέριμνα,
σαν τα χρόνια της αθωότητας με σβηστά τα βαριά σύννεφα
και μιαν ψευδαίσθηση ότι έρχονται καλύτερες μέρες,
τα ψέματά μας της παντοτινής υπερίσχυσης τού Καλού
 κι η αγάπη μας η αμόλυντη των μοχθηριών τού παλιόκοσμου,
δυο μέρες πουθενά,κλειστά τηλέφωνα,ξεκούραση,ύπνος και γλυκόπικρες ιστορίες
//χωρίς σπιτικά γλυκίσματα,εμπορίου μόνο.

Τα Χριστούγεννα είναι οι οικογένειες που σκόρπισε ο Χρόνος,
τα παιδιά που μεγάλωσαν και φύγαν απ'το σπίτι,
οι παρέες που διέλυσε η καταιγίδα των καινούργιων θυελλών
 κι οι μεγάλες προσδοκίες που γειώθηκαν τη σκουριά
 μιας πραγματικότητας αφόρητα αντιονειρικής,πληκτικά απάνθρωπης και συντριπτικά αντιερωτικής

-στο καραβάκι έβαλα πάλι φωτάκια κι έναν χιονάθρωπο δίπλα και λαμπυρίζει στο σαλόνι με τις λάμπες χαλαζία της σόμπας κι αχνοφαίνονται οι φωτογραφίες στα έπιπλα
,όλοι απόντες,μαμάδες,μπαμπάδες,θειάδες,γιαγιάδες
,όλοι τριγύρω σκιές και φαντάσματα
 και δεν έχω θρήνους πια και γοερά κλάματα δεν τα αντέχω κι ούτε τα θέλω
 και τα γράφω κάθε τόσο για να τα ξορκίσω και να θυμάμαι μόνο ζωντανούς,χαρούμενους και νέους τούς μύθους μου των παιδικών χρόνων
,αυτούς που με μεγάλωσαν,τούς αγάπησα(άλλους μπορεί και όχι)
 και δεν τούς κρατώ παρά μόνη και μία κακία...
...ότι πολύ γρήγορα ρε γαμώτο χάθηκαν και δενπρόλαβα να τρέξω άλλη μια φορά,να τούς αγκαλιάσω,να τούς φιλήσω και να τούς πω πόσο τούς αγαπώ,
γιατί είναι Χριστούγεννα να πάρει και μού λείπουν.