Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

ΤΑ ΣΚΥΦΤΑ ΜΑΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ

Είμαι εννιά χρονών και μόλις γυρίσαμε απ'τη θάλασσα
//μόλις έκλεισαν τα σχολεία,11 Ιουνίου 1978 πήγαμε Πολύχρονο,σεζόν,σερί ώς αρχές Σεπτέμβρη,σπιτάκι ένα δωμάτιο,ένα μπάνιο και μικρό κουζινάκι,δυο μάτια για βρασίματα,μικρό ψυγειάκι,παρέα στη σειρά δέκα φίλοι,θειάδες,ανήψια βασιλλιάδες ο ένας δίπλα στον άλλο και παραλία όλη μέρα,με διακοπή για ζέστη,φαγάκι και υποχρεωτική ξάπλα δυόμιση με πέντε//
τώρα είμαι στον φούρνο τού χωριού και πληρώνω πέντε δραχμές το ψήσιμο γεμιστά(δέκα δραχμές τα κρεατικά),η μαμά μου κρατάει καρπούζι,τρεις δραχμές το κιλό και πάμε γκρινιάζοντας που μάς βγάλαν απ'το νερό και μουλιάζουμε και μάς αρέσει και δεν είχε και μέδουσες σήμερα...

Η μαγική εικόνα ενός νοσταλγικού παρελθόντος,ο μύθος Σαν τη Χαλκιδική δεν έχει,τα παιδιά των αστών και των πόλεων που μεγάλωσαν ατελείωτες διακοπές στον αέρα και το κύμα,στην πρασινάδα και την ξεγνοιασιά
//μα έτσι έγινα,έτσι μ'έφερε ο καιρός,όλα ξεκίνησαν σε μιαν καλοκαιριά,κατασκήνωση,Σταυρός,στα πλατάνια το ερωτευμένο ζευγαράκι γιώργος και ολυμπία με φτιάξαν Αύγουστο και γεννήθηκα Μάρτιο,έμαθα κολύμπι αμφίβιος μπέμπης κι όλα μου τα χρόνια θυμάμαι μαγιό και παντόφλα και παιχνίδι στην αμμουδιά τρεις μήνες κάθε καλοκαίρι
(την ώρα που το κοριτσάκι μου και χιλιάδες άλλα παιδιά βοηθούσαν στο λιοπύρι τους ταλαίπωρους γονείς,μαζεύοντας καπνά,βαμβάκια,ροδάκινα,σταφύλια,ελιές,καίγοντας την παιδική τους ηλικία αξημέρωτη φορτωτική στα τρακτέρ,τους αγρούς και τα μποστάνια στον ιδρώτα,το σπάσιμο μέσης και την αγωνία επιβίωσης και μην ξέροντας τί θα πει θάλασσα ώς την εφηβεία τουλάχιστο)

Αλλά η Ελπίδα ότι θα έρθει η καλύτερη ζωή και το Μέλλον θα πάρει εκδίκηση για τα όνειρά μας κρατούσε το φάρο ορθάνοιχτα στον προορισμό Ταξίδι κι οι αναποδιές για τα νιάτα μας μια πρόκληση και πέφταμε και ξανασηκωνόμασταν και καλή καρδιά και καλύτεροι οι φίλοι και ο αναγκαστικός χειμώνας στη δουλειά μικρός για τους ατέλειωτους Θεούς των Καλοκαιριών κι ήρθαν νησιά και βόλτες και παρέες κιθάρες στις ακροθαλασσιές κι υποσχέσεις κι αγάπες και πανσέληνοι βουτηχτές και σφηνάκια τεκίλα σανράιζ και μπητς μπαρ και λιμάνια αναχώρησης γέλια τρανταχτά ωραίας νιότης κατάστρωμα να τα'ί'ζουμε γλαρόπουλα στα λιμάνια προοισμού ρουμς τού λετ.

Κι ύστερα σκορπίσαμε,χαθήκαμε,φτιάξαμε μόνιμες εργασίες και πιο μόνιμες οικογένειες ατομικού αγώνος άγονης γραμμής και μειωθήκαν πόροι κι έξοδα και η ψιλοδιάθεση έγινε λίγο περίεργη υπόθεσις για τη γενική μας έφοδο στην Επιτυχία και την  θεμελίωση τού κτίσματος "Σιγουριά για το Αύριο" και μάς πήραν από κάτω οι ημερομηνίες που δεν βγαίναν,οι υπερωρίαι που δεν τελειώναν κι οι απολαβές που δεν περισσεύαν κι οι φασαρίες που δεν χωρούσαν σλήπινγκ μπανγκ και κοινόχρηστο μπάνιο είκοσι άτομα δεκαπέντε ώρες σαλονίκη-αμοργός-δονούσα-κουφονήσια-σαντορίνη,κλειστήκαν φωτοάλμπουμ κιτρινισμένες σελίδες,άλλαξε κι η τεχνολογία κι η αποθήκευσις δεδομένων τεραμπάιτ δεν θυμάμαι πια ν'ανακτήσω αρχεία,δοτικότητα κι ανάλαφρο περπάτημα πάνω στο κύμα και το ψιλοβουλιάξαμε το παραμυθάκι "δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη" κι "η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή" και προσκρούσααμε στα βράχια κι ήρθε ο καιρός των καπεταναίων βερολίνου ν'αποκόψουν την ακτοπλο'ί'α απ'τη δεδομένη μας ανάγκη απόδρασης που έγινε πολυτέλεια κι οι τεμπέληδες εμείς που τρώμε τα λεφτά των νοικοκυραίων εξωτερικού κι όμορφο γράμμα στο συρτάρι μιας μνήμης απροσδόκητα οδυνηρής να την ανασύρεις τρώγοντας τοστ στ'αλουμινόχαρτο,μετρώντας δυο ευρώ διαθέσιμα στην τσέπη για μια άτσαλη βουτιά στη Λούτσα και δυο παναντόλ για τη μέση στο άδειο πορτοφόλι που μυρίζουν τα καλαμαράκι κι έχεις να κάτσεις ταβερνάκι από τότε που έπαιρνες μπόνους στη δουλειά,πριν κοπεί κι η δουλειά κι ο μισθός και το χάλι σου το μαύρο πριν πάθει κοινοκτημοσύνη με της κριστίν λαγκάρντ τις προ'υ'ποθέσεις εξόδου από την κρίση.

Πόσα καλοκαίρια να θυμάσαι να σε κρατούν αισιόδοξο και χαλαρωμένο κι έτοιμο ν'απολαύσεις μικρές χαρές μεγάλης διάρκειας ευτυχίας,μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι στην ορχήστρα με τα τριζόνια και την αμμουδιά μυρωδιά πενταγάλανη θάλασσα αεράκι ξεγνοιασιά
//το χαλί τραβήχτηκε κάτω απ'τα πόδια,κουραστήκαμε,παραδώσαμε αντοχή κι αποθέματα στερέψαν και κοιτάζουμε να ξεκλέψουμε πέντε μέρες,μια βδομάδα τον ατέλειωτο καύσωνα να κορο'ι'δέψουμε πως τον παρατάμε ήσυχοι,παρακαλώντας μην γίνει στραβή κι απρόοπτο,να μην έρθει φορτωμένος λογαριασμός και φουσκωμένη δόση,να δανειοδοτήσεις νοσταλγίες το σκληρό σου μεροδούλι μεροφάι,να το πνίξεις το παράπονο μη χαθείς στη μιζέρια και την απελπισία των καιρών και πώς να τη φχαριστηθείς τη βουτιά αν μετράς χιλιόμετρο τη βενζίνα έξοδο ρόγχος και γκρίνια και συγκρίσεις κι απογοητεύσεις και κλεμένες ματιές στα σκονισμένα τού μυαλού,πελαγώνεις στα ρηχά,άτσαλα προσπερνάς τη χαρά και βυθίζεσαι στην κατάθλιψη των αριθμών που σε κυνηγούν 24 ώρες το 24ωρο.

Σκυφτά Καλακαίρια
-μπαινοβγαίνεις ανίσχυρος και με την αίσθηση του ταπεινωμένου,τού αποτυχημένου
//πέρσι σού έδωσε εισιτήρια ένας φίλος να πας εκδρομή,έστειλες είκοσι μηνύματα σ'όποιο ραδιόφωνο δώριζε τριήμερα στα νησιά και κέρδισες τον πιο μεγάλο λογαριασμό που δεν είχες να τον πληρώσεις στην WIND και τελικά  σού έδωκε ο κύριος ΣΚΑΙ (που τον έβριζες νυχθημερόν κι ύστερα σ'έπιασαν τύψεις που ακριβοδίκαια έκαμαν κλήρωση την αφεντιά σου) δυο νύχτες με πρωινό στην Κινέτα και νόμισες πας Μαλδίβες μ'ελικόπτερο,τόση χαρά,τόση απόγνωση
// κι είπες ωραία ήταν κι ο δεκαπενταύγουστος στην έρημη Αθήνα κι έπαιζες τάβλι στην 15νθήμερη άδεια στη Νέα  Φιλαδέλφεια που δεκαπέντε χρόνια στην Αθήνα δεν είχες πάει ποτέ και το ίδιο το τζιτζίκι άκουγες και στου Φιλοπάππου που περπατούσες ψάχνοντας δροσιά στην Αεροπαγίτου,ενθυμούμενος τα σοκάκια με τα ουζεράδικα της Σκοπέλου,της Ζακύνθου και τού Ρεθύμνου που ήταν και το τελευταίο σου μεγάλο ταξίδι πριν τρία χρόνια,δεκατέσσερις μέρες,αυτοκινητάκι λιμάνι,ταξιδάκι νύχτες ξαστεριές με παγωμένη μοναστηριακή μαύρη μπίρα κατάστρωμα, ΑΝΕΚ lines,καμπίνα Πειραιάς-Ηράκλειο και λύρες και λαούτια στο Φραγκοκάστελο και χοχλιοί και μαραθόπιτες και ρακές κερασμένες σ'αγκαλιές ωραίων βλεμάτων και τα σκαλοπάτια να κατέβεις στην Πρέβελη τα μέτραγες σαν βήματα σ'έναν Παράδεισο που δεν μπορούσε να περιμένει

-κουτρουβάλησες στ'απρόσμενα ναυάγια,απώλειες εισοδημάτων κι ανθρώπων και συνεχείς οξυγονοανακοπές και λάλησες κι ώς εδώ και μη παρέκει και δεν θα δώσω άλλον χώρο να ποδοπατιέμαι χωρίς ανάσα καμιά και βαρέθηκα και μπα'ί'λντισα το λέγαμε παλιά και άει σιχτήρ πια με τις Σωστές Πρακτικές των Επιβαλλόμενων Προγραμμάτων Σωτηρίας

//πόση καρδιά να παγώσεις και πόση σκληράδα ν'αποστραγγίσεις αισθήματα κι αύρα θέρος,έρως,θάλασσα ξανά,ανάγκη κι ηθική υποχρέωση για όσα έμαθες χωρίς να προδώσεις κάθε ίχνος παιδιάστικης αναπνοής που θα σου χαρίσει άλλη μια σκαλωσιά ώς τ' 'Αστρα που διάλεξες να έχεις οδηγό και προορισμό να φωταγωγηθεί η Ζωή και ν'αξίζει τον κόπο να περνάει και να μην σε τσαλαπατάει λιπόψυχο στ'αμπάρια των γαμωστατιστικών και των βρώμικων τούνελ με το σαπισμένο Κέρδος των Αγορών παρανάλωμα τα σπίτια των Ανθρώπων
- που είπαμε,
 θα ορίσουμε το δρόμο και θα πάμε Ελεύθεροι να βρούμε Ουρανό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου