Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

ΒΑΜΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΑΥΓΑ

Οι γιορτές.
Τα μόνα σημάδια τού δικού μας ουρανού που αναγνωρίζουμε ως αληθινή μνήμη και ψυχή παλλόμενη.
Η κοινή συνισταμένη τόσο διαφορετικών ανθρώπων σε μια πατρίδα που πενθεί
-η αντοχή μας να θέλουμε και να τολμούμε και να μπορούμε να γιορτάζουμε.
Ο ήλιος και το φως που περπατούμε χρόνια,δέρμα κι ανάσα μας.

Οι εικόνες είναι πάντα παιδιά.
Η πόλη,των γενεθλίων...

...ξυπνώ αξημέρωτα Μεγάλη Πέμπτη και στο διάδρομο που είναι η σόμπα πετρελαίου έχει Απρίλη μήνα καύσωνα,μπουμπουνίζει η φλόγα κι είμαι πάνω απ'την καρέκλα με τη φασκιωμένη λεκάνη από δυο κουβέρτες περιτυλιγμένο το ιερόν περιεχόμενο,το ζυμάρι για τα τσουρέκια φουσκώνει,η μαμά υπερηφάνως ταλαίπωρη δίνει συμβουλές πώς να το παλέψω δυνατά,τις ορθομπουνιές για σωστό πλάσιμο,αναποδογυρίζω,χτυπώ,μυρίζει όλο το σπίτι μαχλέπι,χτυπά το τηλέφωνο,η γιαγιά θα στείλει φιλιά μ'ιστορίες απ'το σπίτι της που (δεν) θυμάται πέρα κάπου κάποτε στη Σμύρνη,ο φούρνος τώρα στους 180 και γιγαντώνονται οι πλεξίδες και στη μέση τους κατακόκκινο αυγό κι αλείφει το πινέλο να ροδοψηθούν...

...μα τί πάθαμε με τ'αυγά φέτος!
1976,η γειτόνισσα η κυρά Λόλα
(Θεοδώρα,εκ Πόντου,που όλη μέρα τηγανίζει,τσιγαρίζει,μπουμπουνιζοκρεμμυδώνει το σύμπαν και ψήνει τα πιο νόστιμα πιροσκί τού κόσμου όλου που ξέρω ο πιτσιρίκος...)
μπήκε φουριόζα ίσια στην κουζίνα που η μαμά γυάλιζε τα φρεσκοβαμμένα μας τ'αυγά με ξύδι κι έκλεινε τα φύλλα των κρεμμυδιών με κάλτσα για ν'αποτυπωθούν στην κατσαρόλα μετά τα φύλλα τους πάνω τους ζωγραφιστά
κι η τρομερή φίλη μας απλώς τα θαύμασε κι είπε κοιτάζοντάς τα
"αχ τί όμορφα που τά'κανες φέτος κοκκώνα μου!"
κι από κείνη τη στιγμή πέφτουν όλα απ'την κουτάλα και σπάνε και διαλύονται
ό λ α !...διότι η Ποντία είχε μάτι,μάτι μάταρο και τούς πάντες και τα πάντα έριχνε κάτω,στα τσόφλια θα κολλούσε;

...και χτυπάει και σήμερις το κουδούνι και ξανασυφοριάζει αυτή τη φορά το νέο της στόχο
"μα τί πεντάμορφα πετυχημένα που φουσκώσαν τα τσουρέκια σου κορίτσι μου!"
...κι ήταν τα πρώτα τέσσερα και τα τελευταία που φούσκωσαν,γιατί,όλα τ'άλλα,μα ό λ α ! τα επόμενα πατήθηκαν,πίτα! και καήκανε,καταραμένο μάτιαγμα κι η μαμά έπεσε ν'αρρωστήσει πώς θα μοιράσει τα καρβουνάκια η δύστυχη...

Αλλά ευτυχώς τη συνέφερε ο στόχος της Κυριακής τού Πάσχα,το τραπέζι ανήμερα που θα μαζευτούμε τριάντα νοματαίοι στης ξαδέρφης της στην Καλαμαριά κι όλες οι νοικοκυρές τού τραπεζιού συνεισφέρουν λιχουδιές,η μαμά προσθέτει δυόσμο στο ρύζι και τυλίγει τ'αμπελόφυλλα για τα σαρμαδάκια της και ξεροψήνονται στο μάτι να καθαριστούν και να σκορδολαδοτυροπατηθούν οι μελιτζάνες για την απόλυτη μελιτζανοσαλάτα της,τα μεζεκλίκια των ψηστών,ο ανηψιός της θά'χει σηκωθεί νύχτα να ετοιμάσει τη φωτιά,σουβλισμένο το τετράπαχο από βραδύς,για να είναι όλα έτοιμα μόλις φτάσουμε κατά τις 7μιση
-και κυρίως δεμένος ο τρομερός φύλακας σκύλαρος,που με βλέπει και γρυλίζει κι ορμά στα μπουτάκια μου και στα μαγουλάκια μου θαρρώ και τρομάζω και τα κάνω πάνω μου...

...αν κι ακόμα τρέμω απ'την Ανάσταση,
είχε εκτυφλωτικά και θορυβώδικα βεγγαλικά στον 'Αγιο Ελευθέριο κι άσπρισα και χλώμιασα και κρύφτηκα κάτω απ'όποιο κοντινό μου παλτό κάθιδρος...
"άντε καλέ που φοβάσαι ακόμα,ολόκληρος άντρας πια!"
μα δεν θα προλάβω ν'ανδρωθώ με τον τρόπο που κραδαίνουν τις λαμπάδες ανταλάσσοντας αγκαλιές στο Χριστός Ανέστη,παρανάλωμα τού πυρός κι εγκαύματα προβλέπω γι αυτή τη νύχτα,άσε που πάλι λάθος αυγό διάλεξα κι είμαι ο πρώτος που τού το σπάσαν ο γκαντέμης κι έχω και την απαίσια μυρωδιά της μαγειρίτσας κάτω απ'το ρουθούνι που δένει τ'αυγολέμονο και σιγοβράζει και θέλω μόνο σαλαμάκι με μουστάρδα στο ψωμί και τίποτ'άλλο σε λέω!

Είναι μεσημέρι Κυριακή τού Πάσχα.
Η πέτσα στο 17κιλο τέρας σχεδόν έτοιμη τραγανιστή και την τσιμπάω και με δίνει μια γερή στα χέρια ο θειος που τόλμησα να τον προλάβω και γελά βροντοφωναχτά και νομίζω όλοι οι "μεγάλοι" είναι ήδη ψιλοντίρλα με τα ουζάκια τους και τα μπινελικάκια τους
κι οι γιαγιάδες μου αλωνίζουν και κουτσομπολεύουν και σχολιάζουν κι ο παππούς μου ο Γρηγόρης έπιασε την πετσέτα,δυνάμωσε τα κλαρίνα στο ραδιόφωνο που παίζει δημοτικά απ'το Δεύτερο πρόγραμμα της ΕΡΤ,μια προσφορά των κλωστών Ντεμισέ Πεταλούδα και φέρνει μια γύρα ακόμα και μού δίνει μιαν κλωτσιά και φεύγω κι ισοπεδώνω τις τριανταφυλλιές και βάζω τα κλάματα που το άσπρο μου παντελονάκι έγινε λασπόλουτρο κι εγώ γουρουνάκι τροφαντό όνομα και πράγμα κι όλοι φωνάζουν "γούρι!γούρι!" με τα χάλια μου...

...αν και ώρα τώρα πρόσεχαν πιο πολύ που λογομαχούν οι συνήθεις ύποπτοι,
ο Ριζοσπάστης θειος Δήμος έκανε τούρμπο πειράζοντας τον Ακρόπολις-Βραδυνή μπαμπά μου
"πού είναι τώρα ο βασιλιάς σας η πορδή να έρθει να σάς σώσει απ'τον Αντρέα που καταφθάνει καβάλα;"
...επίτηδες τον ανάβει κάθε φορά που έχουμε μάζωξη κι ο μπαμπάκος ψαρώνει αμέσως κι αναψοκοκκινίζει κι εκρήγνυται κι η μαμά κατσαδιάζει
"άντε πάλι πασχαλιάτικα με τα πολιτικά σας,αμάν βρε Δημοσθένη κι εσύ,αφού έχει πίεση,τί τού κάνεις;"

...κι εκείνη που παραλίγο θα μάς έκανε τελικά τη ζημιά ήτο η αγαπημένη μου θεια Κωνσταντία που χαμογελούσε απολαμβάνοντας να γλείφει τα κοκαλάκια απ'τ'αρνί,αλλά ένα τής κάθησε στο λαιμό και μπλαδιάζει και δεν αναπνέει και την αρπάζει ο γιος της και την ανανποδογυρίζει πάνω τα πόδια κάτω το κεφάλι και βαράει την πλάτη και τα καταφέρνει και πετάγεται το κόκαλο απ'το λαρύγγι κι απεκαταστήθει το πρόσχαρον κλίμα της γιορτής πριν καταλήξει ο γάμος κηδεία

και το κέφι κορυφώνεται ενώ κλέβω ακόμα δυο γουλιές απ'την,απαγορευμένη τις καθημερινές,κόκα κόλας κι ακόμα καλύτερό μου η βόλτα που ακολουθεί στα σπίτια της γειτονιάς που γεμίζω γλυκά και τυλιχτά στις τσέπες και φιλιά στα μάγουλα και χαρτζηλίκωμα και οι αγαπημένες φέτες μορταδέλα κι οι πατατούλες μου οι τηγανητές κι οι τυροκαυτερές
-αυτός πρέπει να είναι ο Παράδεισος που μάς λέγαν στο Κατηχητικό νομίζω και μην περάσουν οι μέρες και γυρίσω στο σχολείο,καθόλου δεν το θέλω!...

'Εχουν περάσει σαράντα χρόνια που επιστρέφω εκεί
-είναι όλοι νέοι κι όμορφοι και ζωντανοί.

Σπίτι στην Καλαμαριά δεν υπάρχει,δόθηκε αντιπαροχή,υψώθηκε πολυκατοικία,η ξαδέρφη μου παντρεύτηκε και φύγαν απ΄την πόλη,ο ξάδερφος στην Αυστρία χρόνια κι οι "μεγάλοι" πρώτα παραμεγάλωσαν,μετά αρχίσαν τα όργανα μετρήσεως πίεσης,τριγλυκεριδίων και ζαχάρου ν'αντικατασταθούν τα τηγάνια και τις κατσαρόλες ως είδος πρώτης ανάγκης και μετά βρισκόμαστε στα μνημόσυνά τους κι αναπολούμε περασμένα μεγαλεία
-κι ανήμερα Γιορτή φυσάμε τυχαία τη μύτη και σκουπίζουμε βιαστικά τα μάτια στις άδειες καρέκλες και κλεφτοκυτάζοντας τα ωραία τους χαμόγελα στα καδραρισμένα φωτογραφημένα ψέματα αιώνιας νιότης

-οι φευγάτοι της οριστικής απώλειας,η χαρμολύπη,το λουλουδάκι και τ'αναμμένα καντήλια στο μνήμα κι η αιώνια ευγνωμοσύνη μας
 και γίναμε εμείς τώρα οι "μεγάλοι",φτιάξαμε σπίτια,οικογένειες,τα δικά μας τσουρέκια ψήθηκαν ξανά και τ'αυγά ξαναβάφονται κόκκινα κι οι σούβλες λαδώνονται και τα κοκορέτσια τυλίγονται και παγώνουν οι μπίρες και κρασιά και ταξίδια  και χωριά χαμένα στο χάρτη και πολύβουες παρέες και μοναξιές μπορεί.

Της παιδικής μας της αυλής η Ανάσταση κρατά την πιο πολύχρωμη Μνήμη,δεν υπάρχει μια χρονιά που δεν γυρίζω στην αθωότητά της,στην άδολη χαρά και την απλότητα μιας γιγαντιαίας αγκαλιάς-ασπίδας προστασίας,καλοσύνης και συντροφικότητας,στα κολαρισμένα πάνλευκα τραπεζομάντηλα,στην ευωδιασμένη ασβεστωμένων τοίχων αυλή,με τα φωτεινά βλέμματα που θα μ'ακολουθούν ώς το δικό μου τέλος...

...αν και το τελευταίο μου βλέμμα που θυμάμαι από ζωντανό είναι σχετικώς πρόσφατο κι ούτε δεκαετίας πριν
-μεγάλο Σάββατο φτάνουμε νωρίς τ'απόγεμα στο χωριό,βγαίνουν να μάς προ'υ'παντήσουν με γέλια κι αγκαλιές και φιλιά τα πεθερικά μου κι ο αγέρωχος γλυκός μου κυρ Σπύρος με χαρά μεγάλη μού ζητά να κοιτάξω εκεί δίπλα στο τρακτέρ του και βλέπω ένα όμορφο γαλήνιο προβατάκι να μού κουνάει την ουρά και να βελάζει χαρωπά,την ώρα που αρπάζει το λαιμουδάκι του μ'ένα χασαπομάχαιρο ο πεθερός και το σφάζει μπαμπάκι εμπρός μου και μένω άπνοος κι ανήμπορος τής έκπληξης και το βλέμμα τού χαροκαμενοπροβατεμένου το είχα όλη τη λαμπρή κι ας ήμουν εγώ που το γύρισα έξι ώρες σούβλα το καημένο και το φάγαμε μέχρις τελευταίας χοληστερίνης το αφράτο του το δερματάκι ο τιποτένιος
-είχα τύψεις και καούρα και φούσκωμα μέρες να τιμωρηθώ.
-κι από τότε δεν ξανάψησα ποτέ//τυχαίον;

Δεν έχω χρόνια τώρα στο ψυγείο σοκολατένια λαγουδάκια κι αυγά κουβερτούρας
-στ'ανήψια τώρα δίνουμε δώρα τάμπλετ και κονσόλες πλέι στέισιον,αυτά είναι τα τεκνολότζικαλ ντριμς τους και ζαλίζονται στο δρόμο Αθήνα-χωριό και φουντώνουν αλλεργίες αν βρεθούν στη χλόη και στη γύρη και στο οξυγόνο τής άγνωστής τους φύσης
-στα καυσαέριά μας χρόνια ξεθωριάζει η γοητεία μιας Αλήθειας και μαζεμένες μού φαίνονται οι γιορτές,όλοι πιο συγκροτημένοι,πιο άκεφοι,πιο ταλαίπωροι σίγουρο και κουρασμένοι στοιχηματίζω,σα να βιάζονται ναρθούν και να φύγουν οι μέρες που δεν είμαστε σίγουροι τί σημαίνουν πια,η αναμονή κι η σχεδόν ηδονική τους μυρωδιά,πόσο σημαντικό είναι να τις περιμένεις κι αν θέλεις πλέον καν να έρχονται,έτσι ζωσμένες με σκιές...

Αλλά να σταματήσω να γράφω μελοδραματισμούς και παιδιαρίσματα,να βάλω ένα πουκάμισο κι ένα δεύτερο παντελόνι στη βαλίτσα,μαζεύει το κορίτσι μου τα τελευταία ψευτοδωράκια,κλείνει φερμουάρ και φύγαμε για Σαλονίκη,να προλάβουμε μιαν ακόμα αγκαλιά των Φίλων,να είμαστε μαζί,ταράτσα με τον γαλάζιο ουρανό,κατσικάκι με πατάτες στο φούρνο,κρασάκι τσουγκρίσματα ευχές,τα φιλιά,η μικρή μας δόση η δραπέτευση σα ζαβολιά και παιχνίδι,μια μερική αμνησία αμεριμνησίας,οι ωραίες μέρες των ομορφότερων ανθρώπων,το χάδι της καρδιάς,να ζήσουμε σπίτι,χαρά,μοίρασμα,τη Γιορτή

Τις μικρές στιγμές που τις ονειρευτήκαμε ολόκληρη ευτυχισμένη ζωή
-κι είναι ό,τι μάς απέμεινε πολύτιμο στολίδι και περηφάνεια μας.

Η ηχώς της Νοσταλγίας μας.

Ας αναστηθεί ό,τι αξίζει
-το λέω κάθε χρόνο,το πιστεύω πάντα και περισσότερο τώρα που τόσα πολλά μέσα μας κι εντός μας πεθαίνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου