Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

ΑΘΗΝΑ ΤΡΑΝΖΙΤ

Πριν δυο βδομάδες έβγαλε ήλιο κι ήρθε η 'Ανοιξη.

Μπήκαμε με την αγάπη μου στο αυτοκινητάκι Κυριακή μεσημέρι να φύγουμε στη θάλασσα,να λιώσουν τα μέσα μας χιόνια.

Στο Δαφνί μού ζητά να κοιτάξω ψηλά,σε μιαν αερογέφυρα τα γραμμένα συνθήματα γιγάντια,μα θέλει τουλάχιστο γερανοφόρο όχημα για να φτάσεις εκεί πάνω κι ώσπου να το ζωγραφίσεις το σύνθημα που θα γρονθοκοπήσει το παλιοΣύστημα και θα το κατατροπώσει,μάλλον έχεις τσακιστεί και πας άκλαυτος και δεν την προλαβαίνεις την επανάσταση!...

...που θαρθεί,δεν μπορεί,κάθε τοίχος και μια θράκα να ψηθεί ο Λαός και να εξεγερθεί,κάθε σπιθαμή κι εκατοστό τσιμεντοσυνθήματα ανυπακοής,εστίες πάλης,αφίσες νέα ξεκινήματα,αγώνας παθιασμένων,βασανισμένων,θολωμένων,χαντακωμένων,θυμωμένων κι ερωτευμένων
-όλοι στα λαγούμια μιας ακαλαίσθητης Μουτζούρας
//η Αθήνα είναι μια ζωγραφιά...η πιο άσχημη που έχω δει ποτέ  all over the world

Δεν αγαπάει κανείς αυτήν την πόλη
-γιατί κανείς δεν νιώθει πως ανήκει εδώ.

Υπερηφάνως έχουμε κάθε εκάστη γιορτή Ηπειρώτη,γλέντι Μακεδόνων,αγώνα δρόμου Λακώνων,ρακάδικη μάζωξη Κρητών,αγαλίαση πού'ρχονται γιορτές κι αργίες και διακοπές και καλοκαίρια και η Αθήνα..."ερημώνει"..."αδειάζει"..."ανασαίνει"
-κανείς δε θέλει να ζει έτσι με τόση πίεση και τέτοιο άγχος,να δουλεύει εδώ,να οδηγεί εδώ,να ψάχνει σπίτι και παρέα εδώ,να περναέι απ'το κέντρο,να διαδηλώνει κάθε πικραμένος για φονιάδες των λαών και δεν τούς λυπήθηκε κανείς τούς άμαχούς τους στόχους.

...από συνήθεια να ξημερώνει με σφηνάκια στο Γκάζι,ξέμπαρκος στην Ακρόπολη,μπατίρης στα Πατήσια,γκαζιάρης στην παραλιακή
και τίποτα δεν μάς γεμίζει τελικά,αφού εμείς γι αλλού κινήσαμε κι αλλού η ζωή μάς έφερε,βρεθήκαμε εδώ από λάθος,κατά λάθος και μείναμε εγκλωβισμένοι και μαραμένοι.

Θέλουμε όλοι να γυρίσουμε από κει που φύγαμε μικροί,έφηβοι κι ώριμοι,σαν κυνηγοί τού θησαυρού,άλλος για το δολάριο.άλλος εσωτερικός μετανάστης της ανάγκης,άλλος τουρίστας κι ερωτεύτηκε και παραμένει,άλλος πρόσφυγας για τ'άγνωστο με σημαία του μιαν κουκουβάγια
-κι όλοι αναζητούν εισιτήριο διαφυγής από μια δύσμοιρη πρωτεύουσσα τύχη μαύρη κι άραχλη κι άδικη και καταφρονεμένη.

Αν η Αθήνα ήταν ρόλος,σίγουρα θα ήταν η Μάρθα Βούρτση στις παλιές ελληνικές μελούρες,κλάμα και θανατικό και συμφορές και καρκίνοι και χαροκαμένες μανάδες και ξυπόλητα τέκνα
-για τη βρωμιά και τη δυσωδία,την εγκατάλειψη και τη φτώχεια,τα προάστια γκετούπολης,τα σκοτεινά των λεωφόρων,τ'άκομψα κτήρια,τ'αδιάφορα τετράγωνα με τα μικροσκοπικά μπαλκόνια,τ'ανερμάτιστα κι αδιάφορα μεγάλα έργα,την κοσμοπλημμύρα αποχαύνωσης και παράδοσης,την άνευ όρων κι ορίων καταπάτηση κάθε αξίας.

Δε χωρούν Πόλίτες σ'αυτό το χαοτικό σύμπλεγμα Αγνώστων της Υφηλίου Καταδίκων
-δε θέλει κανείς να γνωρίσει ουδένα,δεν τολμά κανείς να συγχρωτισθεί ούτε με τον εαυτό του,δεν γουστάρουμε ξένοι εμείς ν'αφομοιωθούμε μη χάσουμε την ταυτότητά μας και ραγίσει η υδρόγειος,να μη νιώσουμε συμμέτοχοι,αλληλέγγυοι,να μη μοιραστούμε υποχρεώσεις και να μη γκρινιάζουμε μόνο για δικαιώματα.

Θέλουμε μια βαριοπούλα να σπάσουμε τις ληστοτράπεζες για να έχουμε χρήμα,την κινητήριο δύναμή μας,την απληστία μας,αυτό το δώρο Θεού.

Θέλουμε να κάψοεμε το ελεεινό τρόλει που τολμά να μάς ζητά να πληρώσουμε το κόμιστρο για να επιζήσουν οι συγκοινωνίες των πολλών κι αδυνάτων.

Θέλουμε την ταλαιπώρια των πολλών για τα κεκτημένα των ολίγιστων παλαιοκαλομαθημένων δημοσίου αράγματος.

Θέλουμε καθαρό το σπιτικό μας να λάμπει κι ας ζέχνει ο παλιοκάδος απ'έξω τα λερωμένα μας τ'άπλυτα.

Και φοβόμαστε!
-πολύ φοβόμαστε.

...μη μάς διακορεύσει ο απολίτιστος,εμάς τού Survivor των ιδεών μας.

...μη μάς εξισλαμίσει ο αλλόθρησκος,εμάς τούς προσκυνητές ιερών ζωνών,οστών,παντοφλών οσίων,θαυμαστών δακρύων και φιδακίων σερνάμενων επί δίσκου των ευρώ υπέρ της αποπερατώσεως ευχών κι όρκων στις ενορίες κάθε γειτονιάς .

...μη μάς στερήσει την ανέλιξη η ισοπεδωτική επηρμένη μας βεβαιότητα πως έχουμε μια φοβερή Ιδέα ν'αλλάξουμε τον κόσμο,αλλά μάς διαφεύγει ο τρόπος υλοποιήσεώς της κι άλλωσε σιγά μην τήν χαρίζαμε στο αδαές πόπολο.

Παρκάρουμε όπου γουστάρουμε,ακούς εκεί να φτιάχνουν παλιοδρομάκια με τόσα πετραδάκια,π.χ.να!,έξω απ'το Ηρώδειο γιατί να μην μπορώ να φρενάρω δίπλα στο διάζωμα μη λαχανιάζω περπάτημα ο κοιλιόδουλος που θέλει να βλέπει τραγωδία και χορόν κι όπερα,ορεγόμενος βρώμικα στού Ψυρρή...

Πετάμε μπάζα στα ρέματα σαββατόβραδο μη μάς πάρει μυρωδιά κανένας γείτονας,ανοίγουμε παράθυρο στο γιωταχί μόλις τελειώσουν ο φραπές κι ο φρέντο καπουτσίνο κι όξω κι όποιον λεκιάσει ο χάρος
-εμείς.

Να καθαρίζουν τις παραλίες οι υπάλληλοι τού Δήμου,σιγά μην ξεμεσιαστώ να μαζέψω αποτσίγαρα,χαρτιά και κουτάκι μπίρες,τί τούς πληρώνουμε τούς αχρήστους τού ανύπαρκτου Καμίνη;

'Εχουμε άμεση προτεραιότητα σε κάθε ουρά
-κι ας φτάσαμε τελευταίοι γιατί ποιος ξυπνάει χαράματα να πάει εφορία,έχουμε συχνή εναλλασσόμενη αρρώστια,σφοδρή κι επιθετική τού μολυσματικού Ιού...
"ξέρειςποιοςειμαιεγωρε"

...μάς έμαθαν να είμαστε αγενείς,εριστικοί κι αγροίκοι
-για να επιβιώσουμε,για να καεί η κατσίκα τού γείτονα,για να βγάλουμε το μάτι τού διπλανού,γιατί είμεθα οι καλύτεροι κι οι σπουδαιότεροι στην Ιστορία
(κι ας μπερδευόμαστε ακόμα ανα η επανάσταση άρχισε 28η Οκτωβρίου κι οι Ιταλοί μήπως άρχισαν πόλεμο την 25η Μαρτίου...)

...άσε που μάς ψεκάζουν και χτες και σήμερα και πάντα τα ξένα συμφέροντα και οι εξωγήινοι πιθανώς που μάς ζηλεύουν.

'Εχουμε δυάρι στην Κυψέλη,αλλά ονειρευτήκαμε μεζονέτα στην Εκάλη,κατουρήσαμε ποδιές να τρουπώσουμε στο Δημόσιο που λατρεύουμε να σιχαινόμαστε κι είναι υποχρεωμένο να μάς παρέχει υπηρεσίες εμάς που φοροδιαφεύγουμε χρόνια,που φωνάζουμε έξω απ'τα γκισέ και καπνίζουμε στις εντατικές και χέζουμε στον ακάλυπτο σαββατόβραδα σουρωμένοι που ξεσπάμε την εβδομαδιαία μας πίκρα ξεκατινιάζοντας και περνάμε με κόκκινο γιατί είμαστε οδηγάρες κι έχουμε αμαξάρες και βίλες με πισίνες κι αδήλωτες καταθέσεις για τη ζόρικη στιγμή και μαύρα διεφθαρμένα κονδύλια με μπλάνκο στ'όνομά μας και βρίζουμε άμα λάχει να καεί να καεί η διαπλεκόμενη πολιτική,που είναι εικόνα της κι είμαι κοινωνία και σού μοιάζω,είμαι κοψοχέρης βολεμένος,έκαμα μιζαδόρικα κολπάκια για να βρω θεσούλα επιδοτούμενη,συνοικία τ'όνειρο ακούραστης πνευματικής εργασίας,να ιδρώνουν και να έχουν εξάρθρωση σπονδύλων τα κορόιδα,ρεμούλα και καθησιό και καταραμένη η ξένη Δυνάστρια κι εάλω η Αποικία και ποια αδικία που ζήσαμε Αγύρτες και γουστάρουμε Ατιμία και θα γερνούσαμε χαρούμενοι σε μια ξαπλώστρα με μοχίτο μας σημαία και μάς τσακώσαν κι αρχίσαμε να κρυβώμεθα και να μην εκτιθέμεθα και τα απεχθανώμεθα τέτοια καταντήματα απελπισίας και καταγγέλουμε την απάθεια των άλλων και μισούμε βαθειά
-τον καθρέφτη μας πρώτα .

Δεν είχαμε πρόθεση να ζήσουμε εδώ
-έτυχε,δεν πέτυχε και,κυρίως,δεν ξέρουμε πώς είναι να πασχίζουμε να είμαστε μαζί,συμμέτοχοι,συνιδιοκτήτες,συγκάτοικοι,συνοδοιπόροι,συμπολίτες
-σε τόπο ιστορικό,σχεδόν αγιασμένο
φιλοσόφων,ποιητών,μουσικών,αρχιτεκτόνων,αγωνιστών και καλλιτεχνών μεγαθηρίων
κι εμείς θεριά ανήμερα απέναντι Ωραίων Παλαιών Ανθρώπων που (δεν) μάς μάθαν να τους παπαγαλίζουμε ως πρότυπα κι εμείς τυμβωρύχοι οι συνεχιστές τους και γυρνάμε στην παρακμή και τον μεσαίωνα και κάθε δρόμος και κενό και κάθε γειτονιά και πιο γκρίζα στην απερπάτητη Αθήνα που όλα φωνάζουν
"όλα Λάθος!"
-ή όπως έγραψε ο Σεφέρης
"πήραμε τη ζωή μας-λάθος.κι αλλάξαμε ζωή"

...σιγά μην παλέψουμε για το καλύτερο,τ'ομορφότερο,το υψηλότερο και το ιδανικότερο
-αυτά είναι φληναφήματα γι αρπαχτές αιώνιες τελετές έναρξης ολυμπιάδων,να κοστίζει γενεές δεκατέσσερις η κιτσάτη γκλαμουριά των εφοπλιστάδων και των παρατρεχάμενων πλουσιών κα διασήμων τους.

'Ολα ψέματα και δεν είμαστε ποτέ οι Ιθαγενείς
-είμαστε σκέτοι κάτοικοι Αθήνας,προσωρινοί δημότες
και νιώθουμε δεν την αντέχουμε άλλο και περαστικοί,τράνζιτ θαρρείς,
χωρίς καν διαβατήριο,μια ξένη γη
-ακόμα κι αν χρειαστεί να περάσουμε εδώ ολόκληρα τα μιζεροχρόνια τού υπόλοιπού μας βίου...


Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

ΒΑΜΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΑΥΓΑ

Οι γιορτές.
Τα μόνα σημάδια τού δικού μας ουρανού που αναγνωρίζουμε ως αληθινή μνήμη και ψυχή παλλόμενη.
Η κοινή συνισταμένη τόσο διαφορετικών ανθρώπων σε μια πατρίδα που πενθεί
-η αντοχή μας να θέλουμε και να τολμούμε και να μπορούμε να γιορτάζουμε.
Ο ήλιος και το φως που περπατούμε χρόνια,δέρμα κι ανάσα μας.

Οι εικόνες είναι πάντα παιδιά.
Η πόλη,των γενεθλίων...

...ξυπνώ αξημέρωτα Μεγάλη Πέμπτη και στο διάδρομο που είναι η σόμπα πετρελαίου έχει Απρίλη μήνα καύσωνα,μπουμπουνίζει η φλόγα κι είμαι πάνω απ'την καρέκλα με τη φασκιωμένη λεκάνη από δυο κουβέρτες περιτυλιγμένο το ιερόν περιεχόμενο,το ζυμάρι για τα τσουρέκια φουσκώνει,η μαμά υπερηφάνως ταλαίπωρη δίνει συμβουλές πώς να το παλέψω δυνατά,τις ορθομπουνιές για σωστό πλάσιμο,αναποδογυρίζω,χτυπώ,μυρίζει όλο το σπίτι μαχλέπι,χτυπά το τηλέφωνο,η γιαγιά θα στείλει φιλιά μ'ιστορίες απ'το σπίτι της που (δεν) θυμάται πέρα κάπου κάποτε στη Σμύρνη,ο φούρνος τώρα στους 180 και γιγαντώνονται οι πλεξίδες και στη μέση τους κατακόκκινο αυγό κι αλείφει το πινέλο να ροδοψηθούν...

...μα τί πάθαμε με τ'αυγά φέτος!
1976,η γειτόνισσα η κυρά Λόλα
(Θεοδώρα,εκ Πόντου,που όλη μέρα τηγανίζει,τσιγαρίζει,μπουμπουνιζοκρεμμυδώνει το σύμπαν και ψήνει τα πιο νόστιμα πιροσκί τού κόσμου όλου που ξέρω ο πιτσιρίκος...)
μπήκε φουριόζα ίσια στην κουζίνα που η μαμά γυάλιζε τα φρεσκοβαμμένα μας τ'αυγά με ξύδι κι έκλεινε τα φύλλα των κρεμμυδιών με κάλτσα για ν'αποτυπωθούν στην κατσαρόλα μετά τα φύλλα τους πάνω τους ζωγραφιστά
κι η τρομερή φίλη μας απλώς τα θαύμασε κι είπε κοιτάζοντάς τα
"αχ τί όμορφα που τά'κανες φέτος κοκκώνα μου!"
κι από κείνη τη στιγμή πέφτουν όλα απ'την κουτάλα και σπάνε και διαλύονται
ό λ α !...διότι η Ποντία είχε μάτι,μάτι μάταρο και τούς πάντες και τα πάντα έριχνε κάτω,στα τσόφλια θα κολλούσε;

...και χτυπάει και σήμερις το κουδούνι και ξανασυφοριάζει αυτή τη φορά το νέο της στόχο
"μα τί πεντάμορφα πετυχημένα που φουσκώσαν τα τσουρέκια σου κορίτσι μου!"
...κι ήταν τα πρώτα τέσσερα και τα τελευταία που φούσκωσαν,γιατί,όλα τ'άλλα,μα ό λ α ! τα επόμενα πατήθηκαν,πίτα! και καήκανε,καταραμένο μάτιαγμα κι η μαμά έπεσε ν'αρρωστήσει πώς θα μοιράσει τα καρβουνάκια η δύστυχη...

Αλλά ευτυχώς τη συνέφερε ο στόχος της Κυριακής τού Πάσχα,το τραπέζι ανήμερα που θα μαζευτούμε τριάντα νοματαίοι στης ξαδέρφης της στην Καλαμαριά κι όλες οι νοικοκυρές τού τραπεζιού συνεισφέρουν λιχουδιές,η μαμά προσθέτει δυόσμο στο ρύζι και τυλίγει τ'αμπελόφυλλα για τα σαρμαδάκια της και ξεροψήνονται στο μάτι να καθαριστούν και να σκορδολαδοτυροπατηθούν οι μελιτζάνες για την απόλυτη μελιτζανοσαλάτα της,τα μεζεκλίκια των ψηστών,ο ανηψιός της θά'χει σηκωθεί νύχτα να ετοιμάσει τη φωτιά,σουβλισμένο το τετράπαχο από βραδύς,για να είναι όλα έτοιμα μόλις φτάσουμε κατά τις 7μιση
-και κυρίως δεμένος ο τρομερός φύλακας σκύλαρος,που με βλέπει και γρυλίζει κι ορμά στα μπουτάκια μου και στα μαγουλάκια μου θαρρώ και τρομάζω και τα κάνω πάνω μου...

...αν κι ακόμα τρέμω απ'την Ανάσταση,
είχε εκτυφλωτικά και θορυβώδικα βεγγαλικά στον 'Αγιο Ελευθέριο κι άσπρισα και χλώμιασα και κρύφτηκα κάτω απ'όποιο κοντινό μου παλτό κάθιδρος...
"άντε καλέ που φοβάσαι ακόμα,ολόκληρος άντρας πια!"
μα δεν θα προλάβω ν'ανδρωθώ με τον τρόπο που κραδαίνουν τις λαμπάδες ανταλάσσοντας αγκαλιές στο Χριστός Ανέστη,παρανάλωμα τού πυρός κι εγκαύματα προβλέπω γι αυτή τη νύχτα,άσε που πάλι λάθος αυγό διάλεξα κι είμαι ο πρώτος που τού το σπάσαν ο γκαντέμης κι έχω και την απαίσια μυρωδιά της μαγειρίτσας κάτω απ'το ρουθούνι που δένει τ'αυγολέμονο και σιγοβράζει και θέλω μόνο σαλαμάκι με μουστάρδα στο ψωμί και τίποτ'άλλο σε λέω!

Είναι μεσημέρι Κυριακή τού Πάσχα.
Η πέτσα στο 17κιλο τέρας σχεδόν έτοιμη τραγανιστή και την τσιμπάω και με δίνει μια γερή στα χέρια ο θειος που τόλμησα να τον προλάβω και γελά βροντοφωναχτά και νομίζω όλοι οι "μεγάλοι" είναι ήδη ψιλοντίρλα με τα ουζάκια τους και τα μπινελικάκια τους
κι οι γιαγιάδες μου αλωνίζουν και κουτσομπολεύουν και σχολιάζουν κι ο παππούς μου ο Γρηγόρης έπιασε την πετσέτα,δυνάμωσε τα κλαρίνα στο ραδιόφωνο που παίζει δημοτικά απ'το Δεύτερο πρόγραμμα της ΕΡΤ,μια προσφορά των κλωστών Ντεμισέ Πεταλούδα και φέρνει μια γύρα ακόμα και μού δίνει μιαν κλωτσιά και φεύγω κι ισοπεδώνω τις τριανταφυλλιές και βάζω τα κλάματα που το άσπρο μου παντελονάκι έγινε λασπόλουτρο κι εγώ γουρουνάκι τροφαντό όνομα και πράγμα κι όλοι φωνάζουν "γούρι!γούρι!" με τα χάλια μου...

...αν και ώρα τώρα πρόσεχαν πιο πολύ που λογομαχούν οι συνήθεις ύποπτοι,
ο Ριζοσπάστης θειος Δήμος έκανε τούρμπο πειράζοντας τον Ακρόπολις-Βραδυνή μπαμπά μου
"πού είναι τώρα ο βασιλιάς σας η πορδή να έρθει να σάς σώσει απ'τον Αντρέα που καταφθάνει καβάλα;"
...επίτηδες τον ανάβει κάθε φορά που έχουμε μάζωξη κι ο μπαμπάκος ψαρώνει αμέσως κι αναψοκοκκινίζει κι εκρήγνυται κι η μαμά κατσαδιάζει
"άντε πάλι πασχαλιάτικα με τα πολιτικά σας,αμάν βρε Δημοσθένη κι εσύ,αφού έχει πίεση,τί τού κάνεις;"

...κι εκείνη που παραλίγο θα μάς έκανε τελικά τη ζημιά ήτο η αγαπημένη μου θεια Κωνσταντία που χαμογελούσε απολαμβάνοντας να γλείφει τα κοκαλάκια απ'τ'αρνί,αλλά ένα τής κάθησε στο λαιμό και μπλαδιάζει και δεν αναπνέει και την αρπάζει ο γιος της και την ανανποδογυρίζει πάνω τα πόδια κάτω το κεφάλι και βαράει την πλάτη και τα καταφέρνει και πετάγεται το κόκαλο απ'το λαρύγγι κι απεκαταστήθει το πρόσχαρον κλίμα της γιορτής πριν καταλήξει ο γάμος κηδεία

και το κέφι κορυφώνεται ενώ κλέβω ακόμα δυο γουλιές απ'την,απαγορευμένη τις καθημερινές,κόκα κόλας κι ακόμα καλύτερό μου η βόλτα που ακολουθεί στα σπίτια της γειτονιάς που γεμίζω γλυκά και τυλιχτά στις τσέπες και φιλιά στα μάγουλα και χαρτζηλίκωμα και οι αγαπημένες φέτες μορταδέλα κι οι πατατούλες μου οι τηγανητές κι οι τυροκαυτερές
-αυτός πρέπει να είναι ο Παράδεισος που μάς λέγαν στο Κατηχητικό νομίζω και μην περάσουν οι μέρες και γυρίσω στο σχολείο,καθόλου δεν το θέλω!...

'Εχουν περάσει σαράντα χρόνια που επιστρέφω εκεί
-είναι όλοι νέοι κι όμορφοι και ζωντανοί.

Σπίτι στην Καλαμαριά δεν υπάρχει,δόθηκε αντιπαροχή,υψώθηκε πολυκατοικία,η ξαδέρφη μου παντρεύτηκε και φύγαν απ΄την πόλη,ο ξάδερφος στην Αυστρία χρόνια κι οι "μεγάλοι" πρώτα παραμεγάλωσαν,μετά αρχίσαν τα όργανα μετρήσεως πίεσης,τριγλυκεριδίων και ζαχάρου ν'αντικατασταθούν τα τηγάνια και τις κατσαρόλες ως είδος πρώτης ανάγκης και μετά βρισκόμαστε στα μνημόσυνά τους κι αναπολούμε περασμένα μεγαλεία
-κι ανήμερα Γιορτή φυσάμε τυχαία τη μύτη και σκουπίζουμε βιαστικά τα μάτια στις άδειες καρέκλες και κλεφτοκυτάζοντας τα ωραία τους χαμόγελα στα καδραρισμένα φωτογραφημένα ψέματα αιώνιας νιότης

-οι φευγάτοι της οριστικής απώλειας,η χαρμολύπη,το λουλουδάκι και τ'αναμμένα καντήλια στο μνήμα κι η αιώνια ευγνωμοσύνη μας
 και γίναμε εμείς τώρα οι "μεγάλοι",φτιάξαμε σπίτια,οικογένειες,τα δικά μας τσουρέκια ψήθηκαν ξανά και τ'αυγά ξαναβάφονται κόκκινα κι οι σούβλες λαδώνονται και τα κοκορέτσια τυλίγονται και παγώνουν οι μπίρες και κρασιά και ταξίδια  και χωριά χαμένα στο χάρτη και πολύβουες παρέες και μοναξιές μπορεί.

Της παιδικής μας της αυλής η Ανάσταση κρατά την πιο πολύχρωμη Μνήμη,δεν υπάρχει μια χρονιά που δεν γυρίζω στην αθωότητά της,στην άδολη χαρά και την απλότητα μιας γιγαντιαίας αγκαλιάς-ασπίδας προστασίας,καλοσύνης και συντροφικότητας,στα κολαρισμένα πάνλευκα τραπεζομάντηλα,στην ευωδιασμένη ασβεστωμένων τοίχων αυλή,με τα φωτεινά βλέμματα που θα μ'ακολουθούν ώς το δικό μου τέλος...

...αν και το τελευταίο μου βλέμμα που θυμάμαι από ζωντανό είναι σχετικώς πρόσφατο κι ούτε δεκαετίας πριν
-μεγάλο Σάββατο φτάνουμε νωρίς τ'απόγεμα στο χωριό,βγαίνουν να μάς προ'υ'παντήσουν με γέλια κι αγκαλιές και φιλιά τα πεθερικά μου κι ο αγέρωχος γλυκός μου κυρ Σπύρος με χαρά μεγάλη μού ζητά να κοιτάξω εκεί δίπλα στο τρακτέρ του και βλέπω ένα όμορφο γαλήνιο προβατάκι να μού κουνάει την ουρά και να βελάζει χαρωπά,την ώρα που αρπάζει το λαιμουδάκι του μ'ένα χασαπομάχαιρο ο πεθερός και το σφάζει μπαμπάκι εμπρός μου και μένω άπνοος κι ανήμπορος τής έκπληξης και το βλέμμα τού χαροκαμενοπροβατεμένου το είχα όλη τη λαμπρή κι ας ήμουν εγώ που το γύρισα έξι ώρες σούβλα το καημένο και το φάγαμε μέχρις τελευταίας χοληστερίνης το αφράτο του το δερματάκι ο τιποτένιος
-είχα τύψεις και καούρα και φούσκωμα μέρες να τιμωρηθώ.
-κι από τότε δεν ξανάψησα ποτέ//τυχαίον;

Δεν έχω χρόνια τώρα στο ψυγείο σοκολατένια λαγουδάκια κι αυγά κουβερτούρας
-στ'ανήψια τώρα δίνουμε δώρα τάμπλετ και κονσόλες πλέι στέισιον,αυτά είναι τα τεκνολότζικαλ ντριμς τους και ζαλίζονται στο δρόμο Αθήνα-χωριό και φουντώνουν αλλεργίες αν βρεθούν στη χλόη και στη γύρη και στο οξυγόνο τής άγνωστής τους φύσης
-στα καυσαέριά μας χρόνια ξεθωριάζει η γοητεία μιας Αλήθειας και μαζεμένες μού φαίνονται οι γιορτές,όλοι πιο συγκροτημένοι,πιο άκεφοι,πιο ταλαίπωροι σίγουρο και κουρασμένοι στοιχηματίζω,σα να βιάζονται ναρθούν και να φύγουν οι μέρες που δεν είμαστε σίγουροι τί σημαίνουν πια,η αναμονή κι η σχεδόν ηδονική τους μυρωδιά,πόσο σημαντικό είναι να τις περιμένεις κι αν θέλεις πλέον καν να έρχονται,έτσι ζωσμένες με σκιές...

Αλλά να σταματήσω να γράφω μελοδραματισμούς και παιδιαρίσματα,να βάλω ένα πουκάμισο κι ένα δεύτερο παντελόνι στη βαλίτσα,μαζεύει το κορίτσι μου τα τελευταία ψευτοδωράκια,κλείνει φερμουάρ και φύγαμε για Σαλονίκη,να προλάβουμε μιαν ακόμα αγκαλιά των Φίλων,να είμαστε μαζί,ταράτσα με τον γαλάζιο ουρανό,κατσικάκι με πατάτες στο φούρνο,κρασάκι τσουγκρίσματα ευχές,τα φιλιά,η μικρή μας δόση η δραπέτευση σα ζαβολιά και παιχνίδι,μια μερική αμνησία αμεριμνησίας,οι ωραίες μέρες των ομορφότερων ανθρώπων,το χάδι της καρδιάς,να ζήσουμε σπίτι,χαρά,μοίρασμα,τη Γιορτή

Τις μικρές στιγμές που τις ονειρευτήκαμε ολόκληρη ευτυχισμένη ζωή
-κι είναι ό,τι μάς απέμεινε πολύτιμο στολίδι και περηφάνεια μας.

Η ηχώς της Νοσταλγίας μας.

Ας αναστηθεί ό,τι αξίζει
-το λέω κάθε χρόνο,το πιστεύω πάντα και περισσότερο τώρα που τόσα πολλά μέσα μας κι εντός μας πεθαίνουν.