Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙΣ. ΝΑ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΓΥΡΙΖΕΙΣ.


 'Εχω σκεφτεί πολλές φορές πώς θα ήταν να είμαι πλούσιος,ένας πραγματικός εισοδηματίας,να ζω χωρίς καμιάν ανάγκη δουλειάς,να έχω αστείρευτα χρήματα για δέκα ζωές
-νομίζω εύκολο,είμαι πανέτοιμος να γεμίζω απεριόριστο ελεύθερο χρόνο με την άνεση να μάθω καινούργιους κόσμους ακούγοντας,ζώντας και ταξιδεύοντας...

...μέχρι να γίνει αυτό το θαύμα,
παραμένω Πλούσιος Αισθημάτων,
το ξαναγράφω,είναι η μόνη περιουσία που νιώθω να κατέχω
-και αυτό που ζητώ από τη ρημαδοκαθημερινότητα είναι να μπορώ δουλεύοντας 340 μέρες το χρόνο να έχω τη δυνατότητα να φεύγω τις 20 υπόλοιπες
-χωρίς έγνοια,χωρίς σκοτούρες,χωρίς αντίσταση κι αγωνία καμιά,
να ξεμυτίζω στο λιμάνι συγκινημένος που δεν κοιτάζω πίσω,
να πιστεύω στην ψευδαίσθηση της φυγής,
να επαναφορτίζω την ταλαίπωρη πενηντάχρονη σαρκοσκευή,
να βουτάω βαθειά των ηλιοβασιλεμάτων
και να αγκαλιάζω των βλεμμάτων τη χαρά
 κι όταν έρχεται η ώρα της επιστροφής να μην γκρινιάζω
 και να αδημονώ ξανά απ'την αρχή να ξαναφύγω.

Δεν καταλαβαίνω την κακία των ανθρώπων,
(για την ακρίβεια συνεχίζει να μού προκαλεί ανακατωσούρα)
κι όσο μεγαλώνω βλέπω αυτή τη μοχθηρή αμφισβήτηση της ανάγκης να λείπεις,
να σού κουνούν το δάκτυλο με ποιο δικαίωμα είσαι διακοπές
 και να παρεξηγιέσαι και να μην τολμάς να πεις πως περνάς όμορφα με τους δικούς σου ανθρώπους
-λες και κλέβεις από κάποιον,
λες και κάθεσαι στο κεφάλι κανενός,
μιαν υποψία επιλήψημης επιλογής,
κρυφής ζήλιας θαρρώ,για το δικαίωμα να κλείνεις την πόρτα είκοσι μέρες παραμύθι.

-μικραίνει των μεγάλων οριζόντων η ξαστεριά με την επίγνωση των αδυναμιών
 μιας στραγγισμένης καρδιάς της σκοτεινιάς και της χειμωνιάς,
όποιων δεν ξέρουν να μοιράζονται ένα γέλιο,μιαν αγκαλιά,ένα καλό καιρό,μιαν ανοιχτή ψυχή
 και στενεύουν στη μικρότητα και την κακοπιστία.

Και δεν έγινα πενήντα χρονών για να δίνω σημασία και χρόνο και χώρο σ'όσους δεν αξίζουν την έγνοια και την μέρα μου να τους έχω δίπλα μου .
// και μαζί μόνο μ'εκείνους που επιλέξαμε να πηγαίνουμε μπροστά,
με ψηλά το κεφάλι και ήσυχη τη συνείδηση
πως στα μικρά καλοκάιρια χωρούν τα υψηλότερα των ονείρων και τα μακρινότερα των ελπίδων.

Η Θάλασσα περιμένει ν'απαλύνουν οι πληγές
 και να λειανθεί ο φόβος των καταιγίδων μιας ζωής
 τρέξιμο,αγωνία,πανικός,μεροδούλι μεροφάι,απώλειες,ζημιές,αναποδιές,στερήσεις,απρόοπτα,αρρώστιες,χαμοί.

Είναι τόση η ανάγκη μιας περιόδου γαλήνης κι απλής ραστώνης,
με το βιβλίο,τη μουσική των τζιτζικιών και τ'αρώματα της απλωμένης φύσης
και την αλμύρα στα χείλη και της αμμουδιάς στα πόδια να καίει
 και της αντηλιάς στα μισόκλειστα μάτια
 και της δροσιάς το βράδυ στην ακρογυαλιά
και να μετράς τ'άστρα ξαναγυρνώντας στην παιδιάστικη επιθυμία να μην θυμάσαι τίποτα απ'όσα γίνανένα χρόνο μόλις ξημερώσει η Μέρα Διακοπές απ'τους εφιάλτες και τις αγωνίες που κουβαλάς αποσκευές στον Παράδεισο.

Τα εισιτήρια τού πλοίου σαν κρυμμένος θησαυρός,
να μετράς μέρες να κλείσεις βαλίτσα
και όσα σε ταράξαν ανάμνηση παλιά με το που φεύγει το καράβι κι ανοίγεσαι ισαπέλαγα να φουντώνει παλίρροια η ευδαιμονία
 και να χαμογελάς ώς τ'αυτιά και να τραγουδάς και να χορεύεις και να γλεντάς τον παφλασμό των κυμάτων και τα γλαρόπουλα που παίζουν τριγύρω
 και να μεθάς στων ανέμων τούς θαλασσινούς τόπους που χαρτογραφούνται επιθυμιών και γίνονται τόπος νέας ζωής
-γι αυτό το λίγο,των μονάκριβων Στιγμών που χαρίζεσαι αθώος,ευτυχής κι ευγνώμων.

Και όταν γυρίσεις να ξέρεις πως δεν είναι αγγαρία ο αγώνας να ξανάρθει Καλοκαίρι,
έμαθα να μην θέλω κάτι άλλο απ'ό,τι μού έτυχε να ζω κι απ'όσα επέλεξα ν'αφήσω κι απ'όσα μπόρεσα να φτιάξω
-ατιμώρητα τίποτα,
αλλά δεν θα σκάσω και δεν θα πελαγώσω και δεν θα γκρινιάξω και δεν θα μελαγχολήσω ξανά για όσα υπέροχα δεν έφτασα,για όσα θαυμαστά δεν κατάφερα ν'αποκτήσω,για όσα ονειρεμένα να δημιουργήσω αστόχαστα την πάτησα και μείναν επιθυμίες
-μεγάλωσα για ν'αυτοχαστουκίζομαι και να οικτίρω των λαθών μου τις επιλογές και των στραβών μου παραπατημάτων τις πληγές
-αυτά συνέβησαν κι αυτά ακολουθώ

και θα τα καταφέρω και θα περάσουν καλύτερα χρόνια αφού σ'έχω κοντά,
είμαστε υγιείς,
προσγειωμένοι πετάμε στα σύννεφα κι απογειωμένοι πατάμε στη γη,
είμαστε είπαμε οι φτωχοί των πλούσιων αισθημάτων
 και μάς αρέσει να μοιραζόμαστε και ν'ανοιγόμαστε των καθαρών βλεμμάτων
 και της καρδιάς η αποσκευή είναι τεράστια να χωρέσουν χίλιοι καλοί άνθρωποι
(κι ας είναι δυο τρεις οι μονάκριβοί μας φίλοι που ποτέ δεν καταφέρνουμε να είμαστε κοντά και πάντοτε είναι εκεί,προσκεφάλι και αρωγοί και παρέα ώς και η απουσία τους)
-δεν πειράζει να σού λείπουν οι αγαπημένοι όταν ξέρεις πως δεύτερη ζωή δεν έχει,
εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ
και διάλεξες σπιρτόκουτα παραδεισένια κοινά όνειρα
μα αλεξικέραυνα των άδικων καιρών ν'αντιστέκονται μαζί σου.

Λοιπόν φέυγω και θα ξανάρθω να μπει το φθινόπωρο
 να ψάξω τα ρούχα τα κλειστά και λίγο κρύο.

Ξέρεις πού θα με βρεις
-έχουμε τον ίδιο ουρανό και μια θάλασσα εύκολα προσβάσιμη
 στης έγνοιας και της προσμονής το μονοπάτι.

Σ'αγαπώ κι είναι ακόμα Καλοκαίρι.
Μάς αρκεί τόση ομορφιά.
Και μη μού λυπάσαι για κανέναν και τίποτα.

Στο λιμάνι από νωρίς.
Να προλάβουμε να φύγουμε-να ξέρουμε πώς να γυρνάμε.

Και να μπορούμε ξανά τού χρόνου πάλι.

Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΤΗΤΑΣ



'Οταν ήρθαν τα Μνημόνια κλειστήκαμε όλοι στα σπίτια
-κι ανοίχτηκαν οι λέξεις κι ενώθηκαν αντίθετα ρεύματα και φτιαχτήκαν καινούργιες κοινότητες
-των λεηλατημένων,των ευρωτσακισμένων,όσων φτιάχναν τη ζωή και μείναν με τα τούβλα στο χέρι,μετέωροι,άφραγκοι και τρομοκρατημένοι στην επέλαση των Ξένων

-ήταν η Εποχή που είπαμε μ'ένα στόμα μια φωνή NO MORE TANKS,ONLY BANKS
//
εκεί τρύπωσε κι ο Σύριζα κι έγινε με την ανοχή πολλών,διαφορετικών ομάδων Κυβέρνηση,
μέσα στη γενική απορία πώς τη βγάζουμε καθαρή να επιζήσουμε και μετά βλέπουμε.

Και τα χρόνια περνάνε και η Εποχή των Τεράτων φυσικά δεν τελειώνει,
αλλά γίναν τα κουμάντα,στεριώσανε τα νέα δεδομένα,
όλοι ξέρουν πώς κυλάει η νέα Ιστορία μιας λελογισμένης χρεοκοπίας,
με υποτακτικούς όρους,σκυμένα κεφάλια και μειονεκτικούς yesmen
στην εξουθενωμένη κοινωνία των συντετριμένων.

Κι οι εσαεί βολεμένοι ξαναβλέπουν τα χαμένα τους χρόνια με τα χρυσοποίκιλτα κλοπιμαία τους
 και δεν αντέχουν τη νομιμότητα και την ασιτία των Υποχρεώσεων και την Εφορία να κραδαίνει προωθημένα logistics που δεν υπερκαλύπτονται με φακελάκια "συνεννοήσεως" και τις δουλίτσες να χτίζουν οικόπεδα,ν'αλλάζουν καταθέσεις και να γλιτώνουν μεζονέτες με ένα τηλέφωνο στον κύριο διευθυντή "δια την υπόθεσήν σας".

'Οσοι δεν πλήρωναν,αρπαχτικά
- αυτοί διαμαρτυρήθηκαν πρώτοι και σιγά μην τούς ένοιαξε ποτέ
 αν η πλέμπα θα καταντούσε να ψάχνει φαγητό στα συσίτια
 ή αν οι γύφτοι θα γεμίσουν τα ράτζα στα νοσοκομεία
-χτίσαν ένα ίματζ καλοπέρασης μ'ένα μαγαζάκι οι μικρομεσαίοι χωρίς αποδείξεις,χωρίς εισφορές εργαζομένων,χωρίς έλεγχο ποτέ και για τίποτα για να έρθουν τα κωλόπαιδα της αριστερής ηθικής να τούς υποχρεώσουν να ζουν μόνο για να βγαίνει ο μήνας,
ε όχι!

Αδήλωτα,βγαλμένα στις ευρώπες και τις καρα'ι'βικές,πειραγμένα στοιχεία κι ισολογισμοί πείνας για χαλαρές διακοπές στις μυκόνους,ώς και στα κοινωνικά τιμολόγια να ενταχθούν υπέρ απορίας
κι απορίας μας για το  θράσος τους το βαρύ,την κληρονομική λαμογιά να στέρξουν μη χάσουν επίδομα.
- όλα τα μεταχειρίστηκαν κι ο ένφιας βαρύς
//είναι πια η ώρα να επιστρέψουν στην επίδειξη,την κυνική συμπεριφορά,την κακία των παράδων τους,τη μοχθηρία της ανωτερότητας και της αριστείας των μαφιόζικων κόλπων που τούς χάρισαν δεκαετίες απολαύσεων.

Εκεί συναντήθηκαν με δυο κρίσιμες μάζες
-των φοβισμένων και των αποκεντρωμένων.

Οι φοβισμένοι 'Ελληνες,των αστικών κέντρων και των ειδυλλιακών προαστείων.
είδαν τούς ξένους να έρχονται αγέλες,να τούς μυρίζουν,να τούς κυνηγούν να τούς κλέψουν ψωμί,χρυσαφικά και θυρίδες
και συμορίες ν'ανοίγουν μάντρες και να κλείνουν συναγερμούς αδειάζοντας βίλες,
κολπαδόροι και ρεμάλια όλων των ηπείρων,κλεπταποδόχοι και φυλακόβιοι
και ξέμπαρκοι της παγκοσμιοποίησης βρήκαν στο χάρτη τους την ελλάδίτσα μας
 και γεμίσαν πλατείες κι ημιυπόγεια και μετά αγοράσαν σπίτια και μαγαζιά και γίνανε συνοικίες αγνώστων γλωσσών στο κέντρο της Αθήνας,Γεναδίου,Σατωμβριάνδου,Σοφοκλέους και Μεταξουργείο και Κολωνός και Σεπόλια
 και μάθαν υπολογιστές,χειρισμό καλάσνικωφ και τρέχουν ιλιγγιωδώς να ξεφύγουν των ημεδαπών μπάτσων που ούτε εντολές,ούτε γνώσεις,ούτε διάθεση για τρεις κι εξήντα να ρισκάρουν τη ζωή τους να τούς βρουν  να τούς μαντρώσουν πού ακριβώς
και να τούς αφήσει ελεύθερους  ο νομικός πολιτισμός μας την επομένη για να τούς περιμένουν νύχτα σπίτι τους.

Και το σύνδρομο τού καταδιωκόμενου Πατριώτη υποβαλλόμενο από ξέγνοιαστους και πληρωμένους αγύρτες των Εθνών,τηλεκανίβαλους και επαγγελματίες  διχόνοιας και μίσους,
σπειρώμενος Τρόμος τού 'Αλλου
 και η Αρρώστεια τής άγνοιας,της ημιμάθειας και των συνδρόμων περηφάνειας κι ανώτερης φυλής...
...θα μάς πάρουν τις εκκλησιές,κινδυνεύει η πίστη μας,υπάρχει σχέδιο εξαφάνισης τού έθνους των ηρώων,ο πολιτισμός μας καταστρέφεται,γεννοβολούν και μάς κλέβουν δουλειές κι επιδόματα και μόνο για τούς πρόσφυγες οι νόμοι και πλημμυρίσαν τα νησιά μας και μάς πήραν τις πόλεις μας και θα μάς πάρουν τα κορίτσια μας και θα μπασταρδέψουν τη γενιά μας,μιναρέδες και κρεμύδια τηγανητά κι απλυσιά και μπίχλα στα λιγδιασμένα ρούχα
-κι ό,τι τού λωλεί τού λωλοστεφανή

Κι η αδάμαστη πολύχρωμη ελληνική επαρχία,στις ομορφιές των θαλασσών και την αγέρωχη φύση των βουνών,η Κρήτη κι η Ηπειρος και τα νησιά κι η Πελοπόνησος,η Καστοριά κι η Μάνη
-τόσο μακριά από το Χάος των Πόλεων,άλλη μυρωδιά,άλλη καθημερινότητα,άλλα σπίτια,άλλες αντοχές,άλλες προσλαμβάνουσες,άλλη αίσθηση πότε αρχίζει ο Χειμώνας και πώς αλλάζει η φύση Καλοκαίρι,αλλιώτικη επαφή με τα ίδια προβλήματα σε άλλα μεγέθη προσαρμοστικότητας και συνοδοιπορίας,η δουλειά,η ανεργία,η παραβατικότητα,οι Ξένοι,
//όλα πιο μετρημένα,πιο ανώδυνα,πιο φευγαλέα σ'ειδήσεις κι ίντερνετ...

...που ξεσάλωσαν τα δίκτυα και γεμίσαν οι σελίδες τρέλα,απεχθή κυνηγόσκυλα κακιασμένα σχόλια,δηλητήριο αστυνομίας ίνσταγκραμ και φέισμπουκ...

( και την αιώνιά μου απορία πόσα κινητά μπορείς να πληρώνεις το χρόνο αλλά να μη σού περισσεύει ποτέ φράγκο για να πληρώσεις ένα φόρο υπέρ αστέγων κι αναπήρων -μην αλλάζω θέμα...)

...ενημέρωση φέικ νιουζ,
θεωρίες συνωμοσίας,υπόνοιες,καταγγελίες,ψέματα,χυδαιότητες,παροξυσμός,ανοίκειες κατατροπόσεις,λυντσάρισμα κανονικό,πυρρακτωμένα δηλητήρια εκτοξεύονται νυχθημερόν μόλις μια λέξη και μια σκέψη δεν μάς αρέσει,
να πατηθούν κάτω οι συνειδήσεις που θέλουν σκέψη,ωριμότητα,ευαισθησία,κοινωνικότητα,αλληλεγγύη,
που νοιάζονται,που έχουν απορίες,ενδοιασμούς,αμφιβολίες,
που ξεφεύγουν να δουν ορίζοντα κι ηλιοβασίλεμα και να κλάψουν και να γελάσουν
 και να μην είναι on line περιπολία ιδεολογική αστυνομία
που καραδοκεί να συνετίσει,να κάψει μάγισσες,να παραδώσει στη χλεύη τού όχλου
 τους ξεστρατημένους στα Πρέπει της Σκοτεινιάς,τού Νέου Μεσαίωνα.

'Ετσι,μεταξύ τελικού ΜάστερΣεφ κι αγωνίας για τις νέες δολοφονίες στο Τατουάζ,
επελέξαμε να γκρεμίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Αλέξη Τσίπρα
 από τη διαχείριση της επόμενης μέρας των Κανόνων Επιβίωσης της Ελλάδος στις πλάκες των Εντολών τού Ιερατείου Βερολίνου-Βρυξελών-Ουάσιγκτον.

Είμεθα και όλοι Μακεδόνες
-έστω κι αν κατοικούμε μια ζωή στο Μπραχάμι.
Το όνομά μας είναι η ψυχή μας και το δάκρυ τού Εθνάρχη αξέχαστο
παιανίζει θούριους,στήνει αγάλματα και δίνει ακόμα και στον Ψωμιάδη 7% ψήφους
και στον πωλητή κοιραληφών Βελόπουλο γλιτσαδόρο ξανθού γένους 20χιλιάρικα μισθουλάκο για μια θέση στα σαλόνια των ισχυρών,
προς αντικατάσταση τού κλόουν Λεβέντη και των δολοφόνων Μιχαλολιάκων τού ειδώλου μας άντρακλα ελληνάρα χρυσαυγίτη φασιστάκου
-αυτοί δεν ενοχλούν προφανώς ούτε την καθημερινότητά μας,ούτε τις αντιλήψεις μας για τη ζωή,ούτε τις ανοιχτές μας κεραίες,
είναι ωραίοι τύποι και βοηθούν τις γριούλες από την επίθεση των απολίτιστων,
είναι καλά παιδιά άντε λίγο ξεστρατημένα και βλαμένα ίσως,
όμως δεν κινδυνεύουμε από τούς αδώνηδες και τούς κασιδιάρηδες και τούς λιακόπουλους
 όσο από τις μπογιές τού Ρουβίκονα στο (μπουρδέλο δεν τη λέγαμε;) ιερό προαύλιο της Βουλής
και την  άδεια τού σαλεμένου εκτελεστή Κουφοντίνα
 με τις σπασμένες βιτρίνες των συμπαραστατών εισαγώμενων και παντοτινά ανώνυμων αναρχικών της πορδής με τα λεφτά τού μπαμπά

Καταπίνουμε τόσες προσβολές τόσα χρόνια
-είμαστε πάντοτε μιας ήττας που νικάει την εξουσία... έλεγε κάποτε ο Σαββόπουλος

//φευ,πριν προτείνει κι αυτός να στείλουμε τούς αλλοδαπούς πρόσφυγες σε μακρονήσια//

-είμαστε η μειοψηφία όσοι προσπαθούμε χρόνια να επιζήσουμε αρκούμενοι
 σε λιγοστά υπάρχοντα,πλούσια όνειρα,καθαρή συνείδηση,αναρχική καρδιά,
γαλήνιες σκέψεις κι ήσυχους καλούς ανθρώπους φίλους και συντρόφους στα εύκολα και τα δύσκολα.

Θα τα καταφέρουμε πάλι ;

Θα κλείσουμε τ'αυτιά ερμητικά στην επιστροφή των Αγρίων
-θα ποδοπατήσουν τα ελάχιστα των δικαιωμάτων μας για μιαν αξιοπρεπή επιβίωση
-θα ξεσαλώσουν τα νομιμοφανή ανδρείκελα των θεσμικών εκδοροσφαγέων,
οι χαιρέκακοι βενιζελοσαμαράδες,οι ρουφιάνοι τελάληδες πορτοσάλτηδες,
οι σαπισμένοι κληρονόμοι τού στέματος λαδωμένοι των αιώνων Αρχηγοί κι Οδηγοί της Χώρας
//εμπιστευόμαστε τούς Μητσοτάκηδες...
 παρέα με τους χαρτογιακάδες στουρνάρειους κήρυκες των οικονομικών θαυμάτων υψηλής Πύλης κλειδούχων τού μέλλοντός μας
... αμήν κυρία Λαγκάρντ μου,βάστα γερούν,δείξε ευμένεια και καλοσύνη κύριε Σόιμπλε άρχοντά μας ,εσύ ό,τι πεις,
οι γερμανοί είναι πάλι φίλοι μας,
πάντα ήταν άλλωστε...

Οι αυταπάτες μας τελειώσαν ούτως ή άλλως χρόνια.

Στη νέα βασιλεία των Αγρίων,
θάθελα όσο πιο μακριά μπορώ των λυσσασμένων δοντιών της.

Με σιωπή,χωρίς θυμό,
μ'υπομονή και καρτερία,σφυρίζοντας κανά τραγούδι,κοιτάζοντας μιαν ανοιχτή θάλασσα,με ένα δάκρυ στο ηλιοβασίλεμα κι ένα χάδι  αγκαλιά,κουβεντιάζοντας και διαβάζοντας,δουλεύοντας και χαζεύοντας υπόνοιες ανέμελων στιγμών,απροσδόκητων μικρών θαυμάτων,αναμνησιολογώντας,ονειροπολώντας
κι εσαεί ελπίζοντας να ξαναβρεθούμε.

Θα τα καταφέρουμε
- βγάλε το ερωτηματικό και ξαναγράψτο να το πιστέψουμε-
θα τα καταφέρουμε.
//έτσι μάθαμε,έτσι μεγαλώσαμε και δεν θέλουμε και ν' αλλάξουμε άλλωστε.

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

Ο ΠΕΝΗΝΤΑΡΗΣ



 Ο Γιώργος είναι 35 χρονών κι η Ολυμπία 28,είναι καλοκαίρι,1968,
στα πλατανάκια στο Σταυρό Θεσσαλονίκης,θάλλασσα,ηλιοβασίλεμμα,σχέδια για το μέλλον,
στην κατασκήνωση παντρεμένοι κι ερωτευμένοι και θα με φτιάξουν να γεννηθώ τον επόμενο Μάρτιο,είμαι Ιδέα ο άτιμος ακόμα,στη φαντασία τους και θα είναι οι γονείς μου από τη σύλληψη,στη γέννησή μου,22 Μάρτιου 1969 και για πάντα που ζω και θα τούς θυμάμαι,
dust in the wind να μού λείπουν πολύ περισσότερο στα γενέθλιά μου κάθε σήμερα...

Ο Νίκος παιδάκι παίζει βόλους στο πάρκο της Κρήτης και καπάκια και αυτοκόλλητα και χαρτάκια υπερατού αυτοκίνητα κι αγκομαχάει να τρέξει ως χοντρούλης ιδρώνει και τον φωνάζουν μπούλη πού και πού  και γι αυτό στο ποδόσφαιρο παίζει ή τερματοφύλακας ή αμυντικός μην τρέχει κιόλας που μπουρδουκλώνεται εύκολα και στο σχολείο λέει ωραία τα ποιήματα και διαβάζονται πάντα οι εκθέσεις του διότι γράφει καλά λέει ο δάσκαλος (όταν δεν τον δέρνει και αυτόν με την αλουμινένια βέργα διότι τον άκουσε να λέeι "ρε" σε συμμαθητή του).

Ονειρεύεται ώς τα δέκα περίπου πως θα γίνει Αστροναύτης και έχει διαβάσει και μια τρίτομη εγκυκλοπαίδεια του Διαστήματος,αφού γεννήθηκε με την προσελήνωση τού Απόλλων 11 και το μεγάλο βήμα τού Άρμστρονγκ κύριο θέμα συζήτησης,επηρρεάστηκε φαίνεται και το σκεφτόταν σοβαρά
-μέχρι που είδε μιαν καινούργια ζώνη τηλεόρασης στην ΕΡΤ που άρχισε πια πρόγραμμα και νωρίτερα από τις πέντε το απόγεμα,2 το μεσημέρι τον Νάσο Αθανασίου Κάθε Μεσημέρι,οπότε θα γίνει οπωσδήποτε Δημοσιογράφος και το πιπιλίζει όλη την ώρα παντού,πιάνει μια βούρτσα ως μικρόφωνο και τριγυρίζει στους καθρέφτες τού σπιτιού εκφωνώντας το δικό του πρόγραμμα,
Κανάλι 3,εδώ Θεσσαλονίκη
 (πριν φτιαχτεί καν,υπήρχε η ΕΡΤ και η ΥΕΝΕΔ κι εκεί αντιπαθούσε τον Ζάχο Χατζηφωτίου που έβγαινε σε μία κουρτίνα και γκρίνιαζε συνέχεια,αλλά οι γονείς του το καταδιασκέδαζαν ως γνήσιοι αναγνώστες της Ακροπόλεως και τής Βραδυνής που ήταν εφημερίδες που τού μαύριζαν τα χέρια πριν μάθει και για τη μαυρίλα των ιδεών τους δηλαδή και τις διάβαζε κι αυτές,όπως και το Αγόρι ,το Μίκυ Μάους και το Φαντάζιο που έπαιρνε η μαμά κάθε Τρίτη).

Στα 25 δούλευε από χρόνια μετά την επιτυχημένη του αποτυχία τρις να μπει Πανεπιστήμιο
αφού δε διάβαζε διότι καλοπερνούσε μ' ωραίες παρέες που μιλούσαν για το πώς θ'αλλάξει σίγουρα ο Κόσμος,λίγο πριν ή λίγο μετά την Επανάσταση που σίγουρα θα γινόταν,
με τραγούδια,ταξίδια και,φυσικά με  ηλιοβασιλέματα στις ωραίες θάλασσες με τούς ανοιχτούς ορίζοντες
-είπαμε,ο σπόρος άρχισε καλοκαίρι στην ακροθαλασσιά άρα υπάρχει το DNA της αλμύρας εκ γεννετής ευωδία,διάθεση και κληρονομιά-
πρώτα ένσημα στα δεκαπέντε,στρατός κι έπειτα εργασία και χαρά,
πλησίασε και τ'όνειρό του τώρα,
κάνει μουσική εκπομπή και σχολιάζει τα πάντα αξημέρωτα στο ραδιοφωνάκι
 και γράφει χιουμοριστικά κείμενα στο περιοδικάκι τού σταθμού και πολύ το γουστάρει

-και προσγειώνεται ανωμάλως με το θάνατο τού μπαμπά Γιώργου που τον χτύπησε αυτοκίνητο κι έμεινε ένα μήνα στην εντατική μεταξύ ζωής και πουθενά
// και τα νοσοκομεία θα τον τυραννήσουν χρόνια και χρόνια κι αναλαμβάνει ευθύνες και το χάος στο σπίτι ένας εφιάλτης όσες μνήμες και άλλα χρόνια δίσεκτα θαρθούν
- και δε βαριέσαι τώρα όλα περάσαν κι άπαντες φύγαν και δεν ξαναγυρνούν

Κι έφυγε στα τριάντα δύο του για την Αθήνα να απεγκλωβιστεί από την πόλη που δεν τον κρατούσε τίποτα
 κι είναι στην πρωτεύουσα για δουλειά 16 ώρες το 24ωρο τρία χρόνια νέες εικόνες νέα ζωή και νέες περιπέτεις καθημερινότητας με τα όνειρα να πασχίζουν να πάρουν εκδίκηση
 και ξάφνου μπαίνει το κοριτσάκι και τού χαμογελά και την βλέπει να χορεύει και λιώνει κι ερωτεύεται και παντρεύονται κι όμορφα πολύ κι όλοι χαρούμενοι και ψήγματα ευτυχίας είναι αυτά και καλοκαίρι στην Αμοργό απέραντο γαλάζιο και βουτίτσες και ρακόμελα και βόλτες και αγκαλιές και δεν θα έρθει ποτέ ξανά χειμώνας είμαστε σίγουροι ως τριαντάρηδες.

και ναρθεί παιδάκι να το μεγαλώσουν με την αγάπη της καρδιάς
και τώρα άγχη και ζορίματα και δεν τα καταφέρνουν και γεμίζει το κορίτσι φάρμακο
και φαρμάκι οι ενεσούλες και κοστίζουν πολύ οι εξωσωματικές και πιέζουν οι αποτυχίες
 και είναι μάταιο να προσπαθήσουν κι έκτη φορά
 και δεν πειράζει, έχουν ο ένας τον άλλο καλύτερα και πιο πολύ βαθειά αγαπημένοι
 και θα περπατήσουν με ψηλά το κεφάλι πάλι
-κι η στενοχώρια κι η θλίψη ποτέ καλό δεν έκαμαν και ποτέ δεν θα τις ξεχάσουμε κι ετούτες τις ανηφοριές

-πόσα χρόνια οι συμφορές μας σα Γολγοθάς μοιάζουν.

Και μετά πάλι  απώλειες κι αποχαιρετισμοί και ξανά καταιγίδες,συννεφιές,θάλαμοι νοσοκομεία
 και παραγγελιά ξανά δίσκοι με κόλλυβα (παναθεμάτα μού αρέσουν με ζαχαρόπαστα και ρόδι μέσα) -αχ όλοι φεύγουν βιαστικά  και κλάματα  κι οι αναποδιές ξανά και όλο μαύρα ρούχα στο συρτάρι
- κι όλο να ψάχνεις καλοκαίρι και να μην έρχεται.

Γράφει Πενήντα από σήμερα
-διαβάζω  εφημερίδα,πάω σινεμά,τρελαίνομαι με το θέατρο,στοίβες τα βιβλία χωρίς σελιδοδείκτες παρατημένες καλές συνήθειες
-μια βόλτα μόνο,να δω τη θάλασσα ξανά και τίποτα αυτό δεν θα το πάρει κανείς

κι  η αίσθηση της Ελευθερίας,να κλείσεις την πόρτα και να μη ξαναγυρίσεις,να γίνεις αέρας να πετάξεις,ένα κατάστρωμα,ένα σου χαμόγελο και μια βουτιά,λόγια συναισθήματα,οι φίλοι κοντά,
ένα ποτηράκι κρασί εις υγείαν και εις μνήμην
- και τα χρώματα στο ηλιοβασίλεμα

-πενήντα χρόνια
 και πεντακόσια να είναι αρκούν αυτά,αρκούν οι μέσα μας οάσεις και οι γύρω μας ακλόνητοι βράχοι της παρέας κι η αγάπη που όλα τα χαρίζει με καινούργια όνειρα κάθε φορά που λες στερεύει η ελπίδα κι η ανάσα βαραίνει,όχι,όχι μαυρίλα ξανά,ψηλά στον πενταγάλανο ουρανό και στερεύουν τα δάκρυα και φυσάνε πάλι θερινά μποφώρ
και φεύγουμε για τα επόμενα καλύτερά μας χρόνια.

Δεν έχω ξεχάσει τίποτα και κανέναν,
η συνείδησή μου ήσυχη και το κούτελο καθαρό
κι έχω κι άλλα να ζήσω να τα περπατήσουμε να τ'απολαύσουμε και να τα χάσουμε
 και δε βαριέσαι και τί εγινε λοιπόν
-έλα μαζί μου να σβήσουμε κεράκια να γλυκαθούμε ώς τη γραμμή των οριζόντων που ακολουθούμε αχαρτογράφητα συνειδητά,αθώα κι ανέμελα ωραία γλυκύτατά μου ψέματα
σαν τα πενήντα κεριά
 και ας παν στην ευχή τα παλιά.