Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

NO CHRISTMAS - NO PARTY

Την έχω ξαναπεί την ιστοριούλα;
Δεν πειράζει
-τα (πολλά) τελευταία χρόνια όλο ανασύρεται απ'τη μνήμη κι ας την επαναλάβω...

Το πρώτο μας  μαγνητόφωνο ήταν Γκρούντινγκ κι έγραφε ταινίες γυρνώντας τον κόκκινο μοχλό "REC" κι είμαι κοντά πέντε χρονών και το καλώδιο τού μικροφώνου εκστασιάζει τον πιτσιρικά,εμένα,που τραγουδώ με όλο το πάθος,την ένταση και το φριχτό φάλτσο τού κόσμου το αγαπημένο μου ρεφραίν...
..."πάμε για ύπνο Κατελίναααα...πάμε ν'αλλάξουμε ζωήηηη...να δούμε όνειλα από κείνααααα...που τελειώνουν το πλωίιιι....ωωωωωω-ω!-ωωωωωω!!!!..."
//είμαι στο σαλόνι,λίγο πριν τα Χριστούγεννα...στη μαγνητοταινία ακούγεται η αδιανόητη κορώνα και το "ωωωωό!ωόοοοο" σκίζει το φράγμα τού ήχου,τ'αυτιά όλης της γειτονιάς προφανώς
κι αποτυπώνονται στο χρόνο,μαζί μέναν ξερό ήχο καταστροφής
-ένα δυστύχημα συμβαίνει στο σαλόνι,ένα κενό δευτερολέπτων στη μαγνητοφώνηση
 και μετά ο μικρός Νικόλας φωνάζει έντρομος...
"μαμά!μπαμπά!...έπεσε το δέντλο!"
...διότι ούτε το χριστουγεννιάτικό μας δέντρο δεν άντεξε τόση κακoφωνία και διελύθη πάραυτα!

Γελώ
- σαράντα χρόνια μετά κι είναι χαραγμένη πεντακάθαρη μνήμη αυτή,
η Ολυμπία μου με τον λακ-αρισμένο της κώτσο δίνει ξυλιά στο πωπουδίνι,
ο Γιώργος γραβατωμένος νυχθημερόν επιχειρεί την ανόρθωση εκ νέου τού συμβόλου της Γιορτής
...είμαι ευτυχισμένος,ζαλισμένος,χωρίς άγχη και στενοχώριες,το σπίτι μυρίζει μελομακάρονα και κουραμπιέδες,θαρθούν το βράδυ συγγενείς,ξαδέρφια,φίλοι,θα φάμε,θα πιούμε,θα τρέξουμε,θα παλέψουμε,θα ανοίξουμε δώρα,θα τονίσω σε όλους πως ο Άη Βασίλης φέτος θα μού φέρει
 σί-γου-ρα! το τρένο με τη σιδηροδρομική του γραμμή να το ανοίξω στις δώδεκα και ένα πρώτο λεπτό ,αφού δω το έλκηθρό του να πετά έξω απ'το παράθυρο τού δωματίου μου
 και θα με τσιμπήσουν τα μάγουλα άπαντες σκασμένοι στα γέλια,είμαι παιδί και το διασκεδάζω αφάνταστα,πήγα απ'το πρωί στις θειάδες,τις νουνάδες,στον παπού και τις γιαγιάδες,φασκιωμένος κασκόλ και σκουφιά και τη μάλλινη μπλούζα που με τσιμπάει και την απεχθάνομαι ,αλλά είναι ζεστή λέει η μαμά και θα τη φορέσω θέλω δε θέλω και είπα τα κάλαντα,με το γνωστό πάθος και το γνωστότερο (απ'την άνωθεν ιστορία) φάλτσο μου και γέμισα ρουφηχτά κραγιονοφιλιά,γλυκά και χαρτζηλίκι για όλο το χρόνο,έφαγα και μπουγάτσα με τυρί και κακάο Αγνό γάλα στο ζαχαροπλαστείο με τον φίλο μου που πήγαμε μετά και δε θέλω τίποτα άλλο από το να είναι κάθε μέρα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά και ποτέ μην περάσουν!

Πρώτη Δεκέμβρη 2017,
-είμαι στο Δήμο Θεσσαλονίκης,στο Γραφείο Πλησιεστέρων Συγγενών,ο υπάλληλος πληκτρολογεί τα στοιχεία από τη Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου (και) της αδερφής μου
ρωτά μηχανικά...'πατέρας θανών;" -1996..."μητέρα θανούσα;"...-2015...σηκώνει το κεφάλι..."και τώρα η αδερφή σας;..είστε ο τελευταίος λοιπόν στη μερίδα..."
//βουρκώνω και κοιτάζω έξω τον ήλιο,
...ο τελευταίος...
κάνει ξαφνικά κρύο και δεν θέλω να είμαι εδώ,δεν έχω καμιά σχέση με όλα αυτά,πετώ και χάνομαι και δεν μετρώ μέρες για καμιά γιορτή,τα Τζάμπο μετρούν μόνο χαχανητές απολαύσεις,πενταγάργαρα κελαρυστά παιδικά χαμόγελα και οι ευχές της υγείας,της χαράς και της ευτυχίας,που ήρθε,ακούμπησε,φεύγει και ξανάρχεται κι είναι πάντα λιγότερη και αχνότερη και άφαντη καιρό και της χρωστώ τη δύναμη να κλαίω και την αδυναμία να τα δέχομαι εύκολα τ'απανωτά χτυπήματα των κακών μας των καιρών και των ανάποδών μας των χρόνων

 και θέλω να σού πω ξανά πως σ'αγαπώ,να το λέμε συχνότερα σ'όσους απομένουν δίπλα,κοντά μας,μαζί μας στον ανήφορο που είπαμε ζωή,γιατί ποτέ δεν ξέρεις τί ξημερώνει αύριο και ποτέ δεν είσαι σίγουρος πια όταν χτυπάει το τηλέφωνο αν θα είναι Γιορτή ή μια Συμφορά ακόμα
και ποτέ δεν θα γυρίσει πίσω κανείς απ'αυτούς που φεύγουν και ποτέ κανείς δεν έμαθε αν υπάρχουν όντως παραδείσια λιβάδια και πουλάκια τσίου τσίου σε ήσυχους ουρανούς κι όλοι μαζεμένοι μιαν αλλιώτικη Γιορτή εκεί πάνω,ψηλά,στο Πουθενά των Ανθρώπων που πέθαναν και τόσο μεγαλώνει το κενό αυτές τις μέρες που δεν μπορούμε να τραγουδήσουμε εύκολα,από κούραση,από αγωνία,από χρέη κι αναδουλειές και φόβους και υποχρεώσεις και στενοχώριες κι αρρώστιες
 και άει στο διάολο πια.

Νο Κρίστμας-νο πάρτυ
//δε θα μιζεριάσω-δεν προλαβαίνω
-αλλά δε θέλω και κανέναν,θα σχολάσω,θαρθώ να σε βρω να σ'αγκαλιάσω και τίποτα μην πούμε,ένα βλέμμα βαθύ ώς την ψυχή,ένα γκάζι και να φύγουμε μια βόλτα εδώ κοντά στης καρδιάς τα τοπία,τα οχυρά μας τα γαλήνια και τα καταφύγιά μας τ'αμέριμνα,
σαν τα χρόνια της αθωότητας με σβηστά τα βαριά σύννεφα
και μιαν ψευδαίσθηση ότι έρχονται καλύτερες μέρες,
τα ψέματά μας της παντοτινής υπερίσχυσης τού Καλού
 κι η αγάπη μας η αμόλυντη των μοχθηριών τού παλιόκοσμου,
δυο μέρες πουθενά,κλειστά τηλέφωνα,ξεκούραση,ύπνος και γλυκόπικρες ιστορίες
//χωρίς σπιτικά γλυκίσματα,εμπορίου μόνο.

Τα Χριστούγεννα είναι οι οικογένειες που σκόρπισε ο Χρόνος,
τα παιδιά που μεγάλωσαν και φύγαν απ'το σπίτι,
οι παρέες που διέλυσε η καταιγίδα των καινούργιων θυελλών
 κι οι μεγάλες προσδοκίες που γειώθηκαν τη σκουριά
 μιας πραγματικότητας αφόρητα αντιονειρικής,πληκτικά απάνθρωπης και συντριπτικά αντιερωτικής

-στο καραβάκι έβαλα πάλι φωτάκια κι έναν χιονάθρωπο δίπλα και λαμπυρίζει στο σαλόνι με τις λάμπες χαλαζία της σόμπας κι αχνοφαίνονται οι φωτογραφίες στα έπιπλα
,όλοι απόντες,μαμάδες,μπαμπάδες,θειάδες,γιαγιάδες
,όλοι τριγύρω σκιές και φαντάσματα
 και δεν έχω θρήνους πια και γοερά κλάματα δεν τα αντέχω κι ούτε τα θέλω
 και τα γράφω κάθε τόσο για να τα ξορκίσω και να θυμάμαι μόνο ζωντανούς,χαρούμενους και νέους τούς μύθους μου των παιδικών χρόνων
,αυτούς που με μεγάλωσαν,τούς αγάπησα(άλλους μπορεί και όχι)
 και δεν τούς κρατώ παρά μόνη και μία κακία...
...ότι πολύ γρήγορα ρε γαμώτο χάθηκαν και δενπρόλαβα να τρέξω άλλη μια φορά,να τούς αγκαλιάσω,να τούς φιλήσω και να τούς πω πόσο τούς αγαπώ,
γιατί είναι Χριστούγεννα να πάρει και μού λείπουν.