Κυριακή 8 Μαΐου 2016

ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ.ΠΟΥΘΕΝΑ

Πόσοι βγαίνουν στο δρόμο και γιατί;
-για τη διαδήλωση,για ν'αλλάξει η ζωή του,για να δείξει ότι ανήκει κάπου,για να εκτονώσει συμπιεστική αίσθηση απόρριψης,για να πάει να βρει φίλους,για να βρει ευκαιρία να πιει κανά καφεδάκι-
είναι πάντα ελάχιστοι
//αλλά υπάρχει πάντα η "ιστορική" βεβαιότητα,πως οι μειοψηφίες φτιάχνουν κινήματα,επαναστάσεις,ρήγματα,πως δεν χρειάζεται παρά να ωριμάσουν οι συνθήκες κι ο πλειοψηφικά μουγγός σιωπηλός Λαός,έστω ν'αποδεχθεί πως ήρθε ο καιρός της Αλλαγής
-και θάρθει.

Μόνο που δεν υπάρχει πια ο "κανονικός" πόλεμος και δεν ξέρεις από πού σού'ρχεται
-στις τράπεζες το χαράκωμα,στις γραβάτες εισαγωγής οι στρατηγοί,πίσω απ'τα κλειστά εξωθεσμικά κέντρα αποφάσεων ρυθμίζονται τα βήματα των χωρών,οι αναπνοές τους,το μέλλον τους
-δεν μάς ρωτάει κανείς,οι εκλογές είναι επιθυμητές μόνο αν είναι το αποτέλεσμά τους να βολέψει την Αρχή τού Τιμωρού και οι κυβερνήσεις γελοιοποιούνται κι εξα'υ'λώνονται στη συνείδηση και την καρδιά τού απλού πολίτη που σωριάζεται από μέτρα και πίεση και φορογδάρσιμο και φτώχεια και αγωνία εναλασσόμενων πνιγμών κι έκπληκτος ο πονεμένος άνθρωπος ακούει και βλέπει τους Σωτήρες του να γίνονται χαλί να τούς πατήσει η νομενκλατούρα των Μεγάλων Συμμάχων,πλακάκια,γελάκια,αριθμολαγνία,συμφωνίες,παρασιωπήσεις,καμένα χαρτιά,εκβιασμοί,παρακάλια,επιστολές συνθηκολόγησης κι ατέλειωτες χιλιάδες συμβάσεις και νόμοι εις την αγγλικήν διάλεκτο και στη στιγματισμένη παράλογη ανοχή διαθέσιμης εξωχώριας επιβολής "Δικαίου"
-τού ισχυρού,τού άπληστου,τού κτηνώδους,τού πλούτου,τού ξιπασμένου,τού ληστρικού,τού μανιακού Παντογνώστη Δυνάστη που ελέγχει τα αποθέματα,τα λογιστήρια τού κράτους χάρισμα της Αυτοκρατορίας των
ΞέρωΠόσοΑσήμαντοιΕίστε
 κι άλλωστε
 Σας'ΕχωΣεΛογαριασμουςΚαιΚλεμέναΑνΜουΚουνηθείτε

Δεν έχουμε κοινό λόγο ύπαρξης
-δεν υπάρχει  μ ί α Πατρίδα,
ζούμε στους καιρούς πολλών παρτίδων προσωπικής ευδαιμονίας,μικρών κοινοτήτων,φρουρίων καθαρότητας,γίνονται κοιτίδες καλοζωισμένων μεγαλοαστών κρυμμένων σε μικροπαραδείσια μυστικά δρομολόγια,νησιά,διακοπές,γλέντια,μακριά απ'τα φώτα μιας δημοσιότητας που δεν επιθυμούν πια να επιδεικνύονται,αποθέματα,κλοπιμαία,τυχερά,κληρονομιές,καλές εποχές
-ξεφεύγουν που και που στα κοινωνικά δίκτυα,χαζεύεις την αφασία της ηρεμίας των χρημάτων τους,θαυμάζεις την άνεση και την αφ'υψηλού κριτική τους και την παντελή τους άγνοια πώς είναι να ζεις χωρίς να μπορείς να βρεις ούτε μιας μέρας ξεγνοιασιά να κοιτάξεις ένα ηλιοβασίλεμα
// στο δόξα πατρί θα μάς καθάριζαν αν τολμούσαμε ν'αμφισβητήσουμε τον τρόπο ζωής τους,αν διεκδικούσαμε να θυσιάσουν χρόνο και χρήμα για να μοιραστούν τις συμφορές μας,την πιθανότητα να κατηφορίσουν μέχρι τη γειτονιά της ένδειας,της πυρκαγιάς και της λεηλασίας
-μπορούν άνετα να φύγουν,να ζήσουν αλλού,πολυπολιτισμικοί,πολύγλωσσοι,έτοιμοι πολίτες ενός κόσμου ακμάζουσας κυνικής μέθης υπερεγωτομαρισμού κι αλαζονίας αν νιώσουν θα χαθεί ο τρόπος κι ο λόγος να περπατούν κοντά μας,να είναι φίλοι και γνωστοί μας
-αλλά όχι και να γίνουν αλληλλέγγυοι,συντροφικοί,ελεήμονες της αποτυχίας μας και των ουμανιστικών μας φαντασιώσεων πως η κοινότητα στηρίζεται στην αλληλοβοήθεια και το μοίρασμα,σιγά μην μάς επιτραπεί τούς τεμπέληδες να μπούμε στο εκλεκτό κλαμπ των επιτυχημένων
//η Αριστοκρατία των Ατομικών Εισοδηματιών γίνεται τροχοπέδη στις Ελπίδες μιας φτωχολογιάς να συγκρουστεί με την πολιτική κηδεμονία των ευφησυχασμένων πλεονασματικών ψυχώσεων και να ζητήσει το λόγο που μάς πετάν τροφή στα σκυλιά και μας κονιορτοποιούν τα μελλούμενα χρόνια στην Κρίση των Αλγορίθμων Δημόσιων Χρεών τους.

Μπλέξαμε
-χρωστάμε τις πρόνοιες ενός κράτους που δεν υπάρχει πια,τα όνειρα που μάς έδωσαν υπόθεση μέλλοντος οι γονείς μας,τα χρόνια μιας αμέριμνης κανονικότητας,με τις ανάσες,τις εργασιακές πληρότητες,τις κοινωνικές παροχές,τις αναμνήσεις διακοπών και ταξιδεμάτων αφής μιας ευαισθησίας στα φιλοσοφημένα τίποτα ονειρικών ουτοπιών που επενδύσαμε στα κείμενα,τα τραγούδια και τα ποιήματα που μάς μάθαν να σκεφτόμαστε,να καταλαβαίνουμε,να λογαριάζουμε και να ιχνηλατούμε βήμα βήμα το καλύτερό μας Αύριο
// μάς καίνε το μυαλό σβήνοντάς μας τα σχέδια στους χάρτες και τσαλαπατώντας τα παλάτια μας στην άμμο
//χωρίς σκέψη,χωρίς αμφισβητήσεις,προλετάριοι πραγματικοί,χωρίς δεκάρα τσακιστή,χωρίς οικογένειες και σπίτια,χωρίς διέξοδο στη θάλασσα να γυμνωθεί η σιωπή μας απ'τα όνειρα,βιομηχανικοί εργάτες χωρίς δικαιώματα,πρόσφυγες σε κατεστραμένο τόπο,υπάκουοι,ψηφοφόροι τηλεοπτικών ταλέντων αφασίας,χαμένοι στο μίσος και τη ζήλεια και το φόβο των απλήρωτων χρεών,ευτυχισμένοι που μάς κρατούν στη δουλειά καθώς γερνάμε και πονάει η μέση,τα πλευρά,τα πόδια δεν βαστούν και τα τσεκάπ ανεβάζουν πίεση και τριγλυκερίδια
-τελειώσαμε-δε δικαιούμαστε αξιοπρέπεια-μη μιλάς,μη γελάς,μην ξέρεις τί θα σού ξημερώσει.

Γιατί πιστέψαμε θα γίνει κάτι καλύτερο αν πάρουν την Εξουσία οι ξέμπαρκοι τού συστήματος
-ανίκανοι κι αυτοί να ορθώσουν εναλλακτικό δρόμο απείθιας με λόγο και σχέδιο κι όνειρο μαζί;
//δεν ξέρω,μάλλον είχαμε έναν κοινό,τελευταίο σπασμό,μια συμπόνοια συλλογικής αντίδρασης στην αλητεία των τομαριών των αχόρταγων σαμαροβενιζέλειων λαμόγιων καθαρμάτων.
-γι αυτό και η αποκαθήλωσή των έντρομων εν αγνοία τους ευκολάκηδων επαγγελματιών συριζαίικου τέλματος επικερδούς χρηματοδότησης χρόνων,που ποτέ δεν μόχθησαν να δημιουργήσουν ομάδες εργασίας και τεχνικές παρέμβασης και πρακτικές αντίστασης ξεπερασμένες στην φαντασία πηγών αστείρευτης μονοτονίας,για οραματική ανατροπή συνθηκών συνοδοιπορίας ενός  κ αι ν ο ύ ρ γ ι ο υ Δήμου,
 είναι γοργή,
όση κι η αποκαθήλωση των προτερημάτων και της αξιακής τους ακτινοβολίας,όσο γίνονται ίδιοι κι απαράλλαχτοι των προκατόχων τους,όσο απολαμβάνουν κι αυτοί την ηγεμονική ακμή της Εξουσίας που τούς παρέχαμε αθώοι,όσο λεν τις ίδιες λέξεις,αγκαλιάζονται με τα ίδια κοστούμια,συγχρωτίζονται στις ίδιες εκλεκτικές συγγενείς δυνάμεις κολλητών που βαρεθήκαμε χρόνια ν'αγνοούν την καθημερινότητα και την παντελή τους άγνοια να μάς προστατέψουν,να μάς νοιαστούν και να βρουν λύσεις πραγματικές στην πρωτοφανή επίθεση των χρηματιστηριακών αρχόντων κι αφεντάδων-που γλείφονται για την αναγνώριση και την ευπείθιά τους.

Δεν έχω λύση κι ούτε άλλον δρόμο να προτείνω
-αναγνωρίζω, ακόμα ,καλύτερες προθέσεις,αλλά καθόλου δεν με νοιάζει πια-
έξω ξανά όσα παραμύθιασαν χρόνια//
ντουντούκες,τα συνήθη ξεκούραστα επαναστατάκια,με καλούν να ξαναστήσω οδοφράγματα στο δρόμο
-9με 5,δευτέρα με παρασκευή και πριν τις διακοπές τού καλοκαιριού (τους)
//σαρωθήκαν τα λόγια τα μεγάλα,μετρηθήκαν και βρέθηκαν ολίγιστοι
-όλοι-
έξι καμένα χρόνια μόνο λόγια,φαντασιακές συγκρούσεις και δρόμοι διαφορετικοί,απόκοσμου αδιέξοδου.

Δεν μάς βολέψαν ξανά στον καναπέ
-γιατί δεν έχει πια καναπέ,στο πάτωμα λιώμα και κομμάτια είμαστε
 
// ξεκλείδωτα και σκοτεινιασμένα τα βλέμματα στα έρημα σπίτια
-ας μπει όποιος θέλει να ψάξει κι αν βρει κάτι ν'αξίζει εντός μας ας μάς ξυπνήσει
-θέλω τόσο πολύ να ξαναπιστέψω,να νιώσω κάτι που θ'αξίζει να φωνάξω και να σωθεί ό,τι απομένει
//σε παγωμένη καρδιά όμως και χωρίς τύψεις που δεν με πειράζει το τέλος των ψευδαισθήσεών τους.

Δεν έχω ήχο,ψήφο κι όνειρα.
Ναυαγός
-και χαζεύοντας την εκδίκηση των κακών
//θα δούμε και πολύ χειρότερα,απολαυστικά λοβοτημένοι.

Μέχρι που κάτι να σημαίνει πάλι η Ελευθερία ...
κι όχι ,ξεδιάντροπα,δεν είναι Ελευθερία ένα εκτεταμένο δίκτυο κινητής τηλεφωνίας,όπως χυδαία διαφημίζουν οι βαρεμενοτεχνολογίτες της νέας εποχής
// η καλοσύνη ήταν πάντα καμένο χαρτί-την πατήσαμε και μας λεν,μάς άξιζε κι από πάνω...