Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙΣ. ΝΑ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΓΥΡΙΖΕΙΣ.


 'Εχω σκεφτεί πολλές φορές πώς θα ήταν να είμαι πλούσιος,ένας πραγματικός εισοδηματίας,να ζω χωρίς καμιάν ανάγκη δουλειάς,να έχω αστείρευτα χρήματα για δέκα ζωές
-νομίζω εύκολο,είμαι πανέτοιμος να γεμίζω απεριόριστο ελεύθερο χρόνο με την άνεση να μάθω καινούργιους κόσμους ακούγοντας,ζώντας και ταξιδεύοντας...

...μέχρι να γίνει αυτό το θαύμα,
παραμένω Πλούσιος Αισθημάτων,
το ξαναγράφω,είναι η μόνη περιουσία που νιώθω να κατέχω
-και αυτό που ζητώ από τη ρημαδοκαθημερινότητα είναι να μπορώ δουλεύοντας 340 μέρες το χρόνο να έχω τη δυνατότητα να φεύγω τις 20 υπόλοιπες
-χωρίς έγνοια,χωρίς σκοτούρες,χωρίς αντίσταση κι αγωνία καμιά,
να ξεμυτίζω στο λιμάνι συγκινημένος που δεν κοιτάζω πίσω,
να πιστεύω στην ψευδαίσθηση της φυγής,
να επαναφορτίζω την ταλαίπωρη πενηντάχρονη σαρκοσκευή,
να βουτάω βαθειά των ηλιοβασιλεμάτων
και να αγκαλιάζω των βλεμμάτων τη χαρά
 κι όταν έρχεται η ώρα της επιστροφής να μην γκρινιάζω
 και να αδημονώ ξανά απ'την αρχή να ξαναφύγω.

Δεν καταλαβαίνω την κακία των ανθρώπων,
(για την ακρίβεια συνεχίζει να μού προκαλεί ανακατωσούρα)
κι όσο μεγαλώνω βλέπω αυτή τη μοχθηρή αμφισβήτηση της ανάγκης να λείπεις,
να σού κουνούν το δάκτυλο με ποιο δικαίωμα είσαι διακοπές
 και να παρεξηγιέσαι και να μην τολμάς να πεις πως περνάς όμορφα με τους δικούς σου ανθρώπους
-λες και κλέβεις από κάποιον,
λες και κάθεσαι στο κεφάλι κανενός,
μιαν υποψία επιλήψημης επιλογής,
κρυφής ζήλιας θαρρώ,για το δικαίωμα να κλείνεις την πόρτα είκοσι μέρες παραμύθι.

-μικραίνει των μεγάλων οριζόντων η ξαστεριά με την επίγνωση των αδυναμιών
 μιας στραγγισμένης καρδιάς της σκοτεινιάς και της χειμωνιάς,
όποιων δεν ξέρουν να μοιράζονται ένα γέλιο,μιαν αγκαλιά,ένα καλό καιρό,μιαν ανοιχτή ψυχή
 και στενεύουν στη μικρότητα και την κακοπιστία.

Και δεν έγινα πενήντα χρονών για να δίνω σημασία και χρόνο και χώρο σ'όσους δεν αξίζουν την έγνοια και την μέρα μου να τους έχω δίπλα μου .
// και μαζί μόνο μ'εκείνους που επιλέξαμε να πηγαίνουμε μπροστά,
με ψηλά το κεφάλι και ήσυχη τη συνείδηση
πως στα μικρά καλοκάιρια χωρούν τα υψηλότερα των ονείρων και τα μακρινότερα των ελπίδων.

Η Θάλασσα περιμένει ν'απαλύνουν οι πληγές
 και να λειανθεί ο φόβος των καταιγίδων μιας ζωής
 τρέξιμο,αγωνία,πανικός,μεροδούλι μεροφάι,απώλειες,ζημιές,αναποδιές,στερήσεις,απρόοπτα,αρρώστιες,χαμοί.

Είναι τόση η ανάγκη μιας περιόδου γαλήνης κι απλής ραστώνης,
με το βιβλίο,τη μουσική των τζιτζικιών και τ'αρώματα της απλωμένης φύσης
και την αλμύρα στα χείλη και της αμμουδιάς στα πόδια να καίει
 και της αντηλιάς στα μισόκλειστα μάτια
 και της δροσιάς το βράδυ στην ακρογυαλιά
και να μετράς τ'άστρα ξαναγυρνώντας στην παιδιάστικη επιθυμία να μην θυμάσαι τίποτα απ'όσα γίνανένα χρόνο μόλις ξημερώσει η Μέρα Διακοπές απ'τους εφιάλτες και τις αγωνίες που κουβαλάς αποσκευές στον Παράδεισο.

Τα εισιτήρια τού πλοίου σαν κρυμμένος θησαυρός,
να μετράς μέρες να κλείσεις βαλίτσα
και όσα σε ταράξαν ανάμνηση παλιά με το που φεύγει το καράβι κι ανοίγεσαι ισαπέλαγα να φουντώνει παλίρροια η ευδαιμονία
 και να χαμογελάς ώς τ'αυτιά και να τραγουδάς και να χορεύεις και να γλεντάς τον παφλασμό των κυμάτων και τα γλαρόπουλα που παίζουν τριγύρω
 και να μεθάς στων ανέμων τούς θαλασσινούς τόπους που χαρτογραφούνται επιθυμιών και γίνονται τόπος νέας ζωής
-γι αυτό το λίγο,των μονάκριβων Στιγμών που χαρίζεσαι αθώος,ευτυχής κι ευγνώμων.

Και όταν γυρίσεις να ξέρεις πως δεν είναι αγγαρία ο αγώνας να ξανάρθει Καλοκαίρι,
έμαθα να μην θέλω κάτι άλλο απ'ό,τι μού έτυχε να ζω κι απ'όσα επέλεξα ν'αφήσω κι απ'όσα μπόρεσα να φτιάξω
-ατιμώρητα τίποτα,
αλλά δεν θα σκάσω και δεν θα πελαγώσω και δεν θα γκρινιάξω και δεν θα μελαγχολήσω ξανά για όσα υπέροχα δεν έφτασα,για όσα θαυμαστά δεν κατάφερα ν'αποκτήσω,για όσα ονειρεμένα να δημιουργήσω αστόχαστα την πάτησα και μείναν επιθυμίες
-μεγάλωσα για ν'αυτοχαστουκίζομαι και να οικτίρω των λαθών μου τις επιλογές και των στραβών μου παραπατημάτων τις πληγές
-αυτά συνέβησαν κι αυτά ακολουθώ

και θα τα καταφέρω και θα περάσουν καλύτερα χρόνια αφού σ'έχω κοντά,
είμαστε υγιείς,
προσγειωμένοι πετάμε στα σύννεφα κι απογειωμένοι πατάμε στη γη,
είμαστε είπαμε οι φτωχοί των πλούσιων αισθημάτων
 και μάς αρέσει να μοιραζόμαστε και ν'ανοιγόμαστε των καθαρών βλεμμάτων
 και της καρδιάς η αποσκευή είναι τεράστια να χωρέσουν χίλιοι καλοί άνθρωποι
(κι ας είναι δυο τρεις οι μονάκριβοί μας φίλοι που ποτέ δεν καταφέρνουμε να είμαστε κοντά και πάντοτε είναι εκεί,προσκεφάλι και αρωγοί και παρέα ώς και η απουσία τους)
-δεν πειράζει να σού λείπουν οι αγαπημένοι όταν ξέρεις πως δεύτερη ζωή δεν έχει,
εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ
και διάλεξες σπιρτόκουτα παραδεισένια κοινά όνειρα
μα αλεξικέραυνα των άδικων καιρών ν'αντιστέκονται μαζί σου.

Λοιπόν φέυγω και θα ξανάρθω να μπει το φθινόπωρο
 να ψάξω τα ρούχα τα κλειστά και λίγο κρύο.

Ξέρεις πού θα με βρεις
-έχουμε τον ίδιο ουρανό και μια θάλασσα εύκολα προσβάσιμη
 στης έγνοιας και της προσμονής το μονοπάτι.

Σ'αγαπώ κι είναι ακόμα Καλοκαίρι.
Μάς αρκεί τόση ομορφιά.
Και μη μού λυπάσαι για κανέναν και τίποτα.

Στο λιμάνι από νωρίς.
Να προλάβουμε να φύγουμε-να ξέρουμε πώς να γυρνάμε.

Και να μπορούμε ξανά τού χρόνου πάλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου