Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

Ο ΠΕΝΗΝΤΑΡΗΣ



 Ο Γιώργος είναι 35 χρονών κι η Ολυμπία 28,είναι καλοκαίρι,1968,
στα πλατανάκια στο Σταυρό Θεσσαλονίκης,θάλλασσα,ηλιοβασίλεμμα,σχέδια για το μέλλον,
στην κατασκήνωση παντρεμένοι κι ερωτευμένοι και θα με φτιάξουν να γεννηθώ τον επόμενο Μάρτιο,είμαι Ιδέα ο άτιμος ακόμα,στη φαντασία τους και θα είναι οι γονείς μου από τη σύλληψη,στη γέννησή μου,22 Μάρτιου 1969 και για πάντα που ζω και θα τούς θυμάμαι,
dust in the wind να μού λείπουν πολύ περισσότερο στα γενέθλιά μου κάθε σήμερα...

Ο Νίκος παιδάκι παίζει βόλους στο πάρκο της Κρήτης και καπάκια και αυτοκόλλητα και χαρτάκια υπερατού αυτοκίνητα κι αγκομαχάει να τρέξει ως χοντρούλης ιδρώνει και τον φωνάζουν μπούλη πού και πού  και γι αυτό στο ποδόσφαιρο παίζει ή τερματοφύλακας ή αμυντικός μην τρέχει κιόλας που μπουρδουκλώνεται εύκολα και στο σχολείο λέει ωραία τα ποιήματα και διαβάζονται πάντα οι εκθέσεις του διότι γράφει καλά λέει ο δάσκαλος (όταν δεν τον δέρνει και αυτόν με την αλουμινένια βέργα διότι τον άκουσε να λέeι "ρε" σε συμμαθητή του).

Ονειρεύεται ώς τα δέκα περίπου πως θα γίνει Αστροναύτης και έχει διαβάσει και μια τρίτομη εγκυκλοπαίδεια του Διαστήματος,αφού γεννήθηκε με την προσελήνωση τού Απόλλων 11 και το μεγάλο βήμα τού Άρμστρονγκ κύριο θέμα συζήτησης,επηρρεάστηκε φαίνεται και το σκεφτόταν σοβαρά
-μέχρι που είδε μιαν καινούργια ζώνη τηλεόρασης στην ΕΡΤ που άρχισε πια πρόγραμμα και νωρίτερα από τις πέντε το απόγεμα,2 το μεσημέρι τον Νάσο Αθανασίου Κάθε Μεσημέρι,οπότε θα γίνει οπωσδήποτε Δημοσιογράφος και το πιπιλίζει όλη την ώρα παντού,πιάνει μια βούρτσα ως μικρόφωνο και τριγυρίζει στους καθρέφτες τού σπιτιού εκφωνώντας το δικό του πρόγραμμα,
Κανάλι 3,εδώ Θεσσαλονίκη
 (πριν φτιαχτεί καν,υπήρχε η ΕΡΤ και η ΥΕΝΕΔ κι εκεί αντιπαθούσε τον Ζάχο Χατζηφωτίου που έβγαινε σε μία κουρτίνα και γκρίνιαζε συνέχεια,αλλά οι γονείς του το καταδιασκέδαζαν ως γνήσιοι αναγνώστες της Ακροπόλεως και τής Βραδυνής που ήταν εφημερίδες που τού μαύριζαν τα χέρια πριν μάθει και για τη μαυρίλα των ιδεών τους δηλαδή και τις διάβαζε κι αυτές,όπως και το Αγόρι ,το Μίκυ Μάους και το Φαντάζιο που έπαιρνε η μαμά κάθε Τρίτη).

Στα 25 δούλευε από χρόνια μετά την επιτυχημένη του αποτυχία τρις να μπει Πανεπιστήμιο
αφού δε διάβαζε διότι καλοπερνούσε μ' ωραίες παρέες που μιλούσαν για το πώς θ'αλλάξει σίγουρα ο Κόσμος,λίγο πριν ή λίγο μετά την Επανάσταση που σίγουρα θα γινόταν,
με τραγούδια,ταξίδια και,φυσικά με  ηλιοβασιλέματα στις ωραίες θάλασσες με τούς ανοιχτούς ορίζοντες
-είπαμε,ο σπόρος άρχισε καλοκαίρι στην ακροθαλασσιά άρα υπάρχει το DNA της αλμύρας εκ γεννετής ευωδία,διάθεση και κληρονομιά-
πρώτα ένσημα στα δεκαπέντε,στρατός κι έπειτα εργασία και χαρά,
πλησίασε και τ'όνειρό του τώρα,
κάνει μουσική εκπομπή και σχολιάζει τα πάντα αξημέρωτα στο ραδιοφωνάκι
 και γράφει χιουμοριστικά κείμενα στο περιοδικάκι τού σταθμού και πολύ το γουστάρει

-και προσγειώνεται ανωμάλως με το θάνατο τού μπαμπά Γιώργου που τον χτύπησε αυτοκίνητο κι έμεινε ένα μήνα στην εντατική μεταξύ ζωής και πουθενά
// και τα νοσοκομεία θα τον τυραννήσουν χρόνια και χρόνια κι αναλαμβάνει ευθύνες και το χάος στο σπίτι ένας εφιάλτης όσες μνήμες και άλλα χρόνια δίσεκτα θαρθούν
- και δε βαριέσαι τώρα όλα περάσαν κι άπαντες φύγαν και δεν ξαναγυρνούν

Κι έφυγε στα τριάντα δύο του για την Αθήνα να απεγκλωβιστεί από την πόλη που δεν τον κρατούσε τίποτα
 κι είναι στην πρωτεύουσα για δουλειά 16 ώρες το 24ωρο τρία χρόνια νέες εικόνες νέα ζωή και νέες περιπέτεις καθημερινότητας με τα όνειρα να πασχίζουν να πάρουν εκδίκηση
 και ξάφνου μπαίνει το κοριτσάκι και τού χαμογελά και την βλέπει να χορεύει και λιώνει κι ερωτεύεται και παντρεύονται κι όμορφα πολύ κι όλοι χαρούμενοι και ψήγματα ευτυχίας είναι αυτά και καλοκαίρι στην Αμοργό απέραντο γαλάζιο και βουτίτσες και ρακόμελα και βόλτες και αγκαλιές και δεν θα έρθει ποτέ ξανά χειμώνας είμαστε σίγουροι ως τριαντάρηδες.

και ναρθεί παιδάκι να το μεγαλώσουν με την αγάπη της καρδιάς
και τώρα άγχη και ζορίματα και δεν τα καταφέρνουν και γεμίζει το κορίτσι φάρμακο
και φαρμάκι οι ενεσούλες και κοστίζουν πολύ οι εξωσωματικές και πιέζουν οι αποτυχίες
 και είναι μάταιο να προσπαθήσουν κι έκτη φορά
 και δεν πειράζει, έχουν ο ένας τον άλλο καλύτερα και πιο πολύ βαθειά αγαπημένοι
 και θα περπατήσουν με ψηλά το κεφάλι πάλι
-κι η στενοχώρια κι η θλίψη ποτέ καλό δεν έκαμαν και ποτέ δεν θα τις ξεχάσουμε κι ετούτες τις ανηφοριές

-πόσα χρόνια οι συμφορές μας σα Γολγοθάς μοιάζουν.

Και μετά πάλι  απώλειες κι αποχαιρετισμοί και ξανά καταιγίδες,συννεφιές,θάλαμοι νοσοκομεία
 και παραγγελιά ξανά δίσκοι με κόλλυβα (παναθεμάτα μού αρέσουν με ζαχαρόπαστα και ρόδι μέσα) -αχ όλοι φεύγουν βιαστικά  και κλάματα  κι οι αναποδιές ξανά και όλο μαύρα ρούχα στο συρτάρι
- κι όλο να ψάχνεις καλοκαίρι και να μην έρχεται.

Γράφει Πενήντα από σήμερα
-διαβάζω  εφημερίδα,πάω σινεμά,τρελαίνομαι με το θέατρο,στοίβες τα βιβλία χωρίς σελιδοδείκτες παρατημένες καλές συνήθειες
-μια βόλτα μόνο,να δω τη θάλασσα ξανά και τίποτα αυτό δεν θα το πάρει κανείς

κι  η αίσθηση της Ελευθερίας,να κλείσεις την πόρτα και να μη ξαναγυρίσεις,να γίνεις αέρας να πετάξεις,ένα κατάστρωμα,ένα σου χαμόγελο και μια βουτιά,λόγια συναισθήματα,οι φίλοι κοντά,
ένα ποτηράκι κρασί εις υγείαν και εις μνήμην
- και τα χρώματα στο ηλιοβασίλεμα

-πενήντα χρόνια
 και πεντακόσια να είναι αρκούν αυτά,αρκούν οι μέσα μας οάσεις και οι γύρω μας ακλόνητοι βράχοι της παρέας κι η αγάπη που όλα τα χαρίζει με καινούργια όνειρα κάθε φορά που λες στερεύει η ελπίδα κι η ανάσα βαραίνει,όχι,όχι μαυρίλα ξανά,ψηλά στον πενταγάλανο ουρανό και στερεύουν τα δάκρυα και φυσάνε πάλι θερινά μποφώρ
και φεύγουμε για τα επόμενα καλύτερά μας χρόνια.

Δεν έχω ξεχάσει τίποτα και κανέναν,
η συνείδησή μου ήσυχη και το κούτελο καθαρό
κι έχω κι άλλα να ζήσω να τα περπατήσουμε να τ'απολαύσουμε και να τα χάσουμε
 και δε βαριέσαι και τί εγινε λοιπόν
-έλα μαζί μου να σβήσουμε κεράκια να γλυκαθούμε ώς τη γραμμή των οριζόντων που ακολουθούμε αχαρτογράφητα συνειδητά,αθώα κι ανέμελα ωραία γλυκύτατά μου ψέματα
σαν τα πενήντα κεριά
 και ας παν στην ευχή τα παλιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου