Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΑ ΡΑΓΙΣΜΕΝΑ ΕΙΔΩΛΑ

Οι μέρες περνούν,οι εποχές αλλάζουν

-αλλά μοιάζει το τέλμα να καταβροχθίζει κάθε διάθεση ν'αλλάξουμε,να πασχίσουμε για το καλύτερο,να ελπίσουμε στο μέλλλον μιας καλύτερης ζωής

-αυτό το κατάμαυρο πέπλο πού'φτασε ξενόφερτο στην πατρίδα απ'το Καστελόριζο και βύθισε ξαφνικά,καταχθόνια,υπόγεια και σαρωτικά σ'ένα μαζικό εθνικό πένθος μιαν ηλιόλουστη (αισθημάτων και πραγματικών φαινομένων)  χώρα

-μιαν απώλεια που οδυνηρά βιώνουμε όλοι,ο καθένας με τον τρόπο του,στον τόπο του
//τίποτα δεν είναι ομοιόμορφο βέβαια,αλλιώς ξεσπά η καταιγίδα στην Αθήνα κι αλλιώς στη Μήλο,διαφορετικά είσαι εργαζόμενος στη Θεσσαλονίκη κι αλλιώς δουλεύεις στα Χανιά
-αλλά μια βαριά πλάκα να την σηκώνεις κάθε μέρα ζορισμένος,το ακούς παντού,απ'όλους

-και δεν είναι απλή καραμέλα που εύκολα την ξεστομίζεις σαν κατάρα,είναι μια κοινή ολική ανατροπή των δεδομένων μιας πορείας πολλών περασμένων χρόνων
//απ'την πλήρη ισοπέδωση ώς τη μερική σύνθλιψη,μόνο αρνητική χροιά,μόνο φθορά,
εισπράτττεις παντού την ταπείνωση,το απροσδόκητο συναίσθημα ήττας

-μόνον οπισθοχώρηση,σε κάθε επίπεδο
//στα όνειρα που δεν αγγίζεις πια,στα σχέδια που δε θυμάσαι πουθενά να βγάζουν,στ'αποθέματα αντοχών και στα πρακτικά των αναγκών
//μια εθνική καταχνιά
-πόσα χρόνια πια
-πόσους ανθρώπους κάτω
-ποια καταστροφή να την περιγράψεις με τέτοιαν υπόκωφη βιαιότητα

-στο σκληρό,σχεδόν σαδιστικό πρόσωπο τού παγερού Σόιμπλε,όταν μιλάει για Κανόνες,Υποχρεώσεις,Σύμφωνα Σταθερότητος,Δημοσιονομική Πολιτική Πλεονασμάτων
νιώθεις την ευχαρίστηση της Τιμωρίας που εκφράζεται για τη συλλογική μας ταπείνωση
-αίσθημα που σε καταδυναστεύει και σ'εξουθενώνει πια.

Για όλα αυτά
-είναι τόσο γελοίο,φτηνιάρικο και στα όρια μικρομεγαλίστικου απωθημένου,
να πασχίζουν αμέριμνοι
οι Γυμνοί Βασιλείς,
το ατέρμονο επιδεικτικό παιχνιδάκι της (δανεικής) Εξουσίας τους
-σε ποιαν ακριβώς Ελλάδα;
//της χαρισμένης για 100 χρόνια στην "καλοσύνη" των Υπερταμιευτών μας,των Διευθυντών Εξωτερικού που πραγματικά ελέγχουν και κυβερνούν τη χώρα;

-κι οι χρεοκοπημένοι βουλιμικοί κήνσορες
 των (καταχρεωμένων) κομμάτων (που εμείς θ'αποπληρώνουμε τα γαμησιάτικά τους),
συνεχίζουν ακάθεκτοι-
οι φανταστικοί καθοδηγητές μας,στον απίθανο ανέγγιχτο υπέρλαμπρο παράλληλο κόσμο τους,απόντες τής δυστυχίας μας-
να κομπορρημονούν,να φωνασκούν,να χαχανίζουν,ν'αλληλοαποθεώνονται και να καμώνονται πως έχουν λύσεις,προτάσεις,νομοθετήματα,όραμα ώς και για το 2021 τρομάρα τους
-οι απόγονοι των επαναστατημένων ραγιάδων ετοιμάζονται για την επόμενη υπερήφανή τους μάσα,οι μεγαλο'ι'δεάτες της παπάρας

-μπούρδες για πρόβατα
-μάς θεωρούν ηλίθιους και χρυσόψαρα

//τολμούν οι Μητσοτάκηδες κι οι Βενιζέλοι να επανεμφανίζονται τιμητές και νεοσωτήρες,οι μπουκωμένοι,ελεεινοί ολετήρες

//σιγά μην κοκκινίσουν οι τσιπροπαππάδες όταν αυτοθαυμάζονται πως πράττουν όσα ακριβώς υποσχέθηκαν και δεν πέφτει κεραυνός να τούς κάψει που ούτε μια λέξη,ούτε μιαν αράδα,όχι το ηθικό πλεονέκτημα δεν κράτησαν,μια γραμμή άμυνας καν στη γενική υποχώρηση των προεκλογικών λόγων τιμής τους,ανέξοδη χορήγηση αέρα κοπανιστού ώς ένεση αδρεναλίνης κι ύστερα αφήστε μας στο κενό αέρος χωρίς δίχτυ,συνθηκολογήσαμε,αχ τι κακό είναι αυτό που ...σ ά ς  βρήκε

-και τριγύρω βροχή εκατομύρια απ'τα καθάρματα με τις γραβάτες,οι τράπεζες,οι οφσόρ των κοτεράτων,χλιδοσκυλάδων,μυκονοαραχωβίτων καλοαναθρεμένων,οι εργολαβίες των κολλητών,τα έργα των νταβατζήδων,οι προμήθειες των μιζαδόρων,η αλητεία των μαφιόζων τηλεντήλερ καπετάν εφοπλιστάδων της παρακμής

//αυτή είναι η αγωνία τους,
ποιος θα κρατά τα κλειδιά ενός Συστήματος που βασιλεύει αγέρωχα,άπληστα και παρασιτικά
-μόνο αυτό τούς νοιάζει και τούς αφορά
//και μεις,ο "κυρίαρχος Λαός" τους μέχρι την κάλπη,
ο "λαουτζίκος που δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει,ο τεμπέλης κι άχρηστος" ...μετά τ'αποτελέσματα τής Νίκης,οι θεατές εμείς οι παράλυτοι,χαζεύουμε  την βούτα τους στην χρυσαφένια κολυμπήθρα τής δόξας,εμείς οι μετέχοντες μονάχα σαν μεζεδάκι τους,θυσία για την επιβίωση των καρχαριών τού ΜεγαΚράτους τους

-ενώ οι προστάτες μας γίνονται δυνάστες μας,
ξανασέρνονται για μιαν αγκαλιά κι ένα φωτοαφιέρωμα,για το ταξίδι αποδοχής τους στα σαλόνια και μιαν αποδοχή βρυξελλών,
υποταγμένοι στους Εντολείς της Μεγάλης Γερμανίας,σκύβουν και τούς φιλούν τα πόδια και γλείφουν τις Ντόιτσε μπανκ
//κι έπειτα γυρνάν το γλιδιασμένο βλέμμα τους και ξεσπούν σε μάς,τα άφωνα κι άβολα μυρμηγγάκια

//υπερβολικόν το αληθινόν//

Δεν έχουμε καμιά ψευδαίσθηση πλέον
-μπορεί να σιχαινόμαστε πιο πολύ τον Λοβέρδο απ'τον Τσακαλώτο και ν'ακούμε πιο ήσυχα τον αγγιτάτορα Αρβανίτη απ'το να ξερνάμε με τον  βρώμικο δρόμο χρήματος τού Πορτοσάλτε
-αλλά είμαστε απόλυτα συνειδητοποιημένοι πως κανείς τους δε νοιάστηκε ούτε λεπτό,ούτε ίχνος καρδιάς δεν ακούμπησε στην αγωνία των δικών μας,για τους ανώνυμους,αδύναμους,καθημερινούς ανθρώπους και την καλυτέρευση της ζωής μας,ίχνος κανένα από όποιον έταξε λαγούς με πετραχείλια
//δεν ζητήσαμε από δαύτους την ευτυχία,
μιαν ήρεμη,ήσυχη,απλή ζωή να μπορούμε να πορευτούμε,περιμέναμε απλώς
και να  φτιάξουν ξεκάθαρη και λογική φόρων και παροχών,δικαιωμάτων κι υποχρεώσεων,μια κανονικότητα θεσμών,νόμων κι αποφάσεων.

Δεν ξέρω σε ποιον φασισμό οδηγεί η απολυτότητα της απόρριψης κάθε προσδοκίας για την Πολιτική,τα κόμματα,τη Δημοκρατία ως Πολίτευμα,την οριστική εγκατάλειψή μας πως κάτι λειτουργεί και μάς αφορά
-διαλύθηκε κάθε θεσμική και κοινωνική συνοχή
-απέμεινε η ατομική ευαισθησία,η τοπική αλληλεγγύη,μικροχαρές στα σπίτια,αληθινές φιλίες δοκιμασμένες σε συμφορές και κρίσεις

Τόση εξαχρείωση εκεί έξω
-πόση παγωνιά εντός μας

-λίγες οι ανάσες χωρίς πνιγμό,μετρημένα και τα όνειρα,
ένα τραγούδι,ένα βιβλίο,ένα βλέμμα της αγάπης,το νοιάξιμο τής γεμάτης αγκαλιάς,χρώματα και ήχοι κυμάτων,η θάλασσα και το φθινόπωρο
//κι αυτά ολοένα λιγότερα σημαντικά στην καθημερινότητα και ξεχνιούνται,εξασθενημένα αναμνήσεων και πολλές φορές να σε στοιχειώνουν

Είναι μέρες που δεν τολμώ να σκεφτώ τί θ'απογίνουμε
//και τρέμω και ξαναγράφω όσα έγραψα και χτες και πρόπερσι,να τα ξορκίσω,μήπως κι αλαφρύνω
-να πατάω γκάζι και πάντα αλλού να κρύβομαι,μήπως με προσπεράσει το κακό και δεν μαρμαρώσω,δεν προλαβαίνω ούτε μια μέρα χαράς να περιμένω,δεν ελπίζω κάτι καλό πως θά'ρθει,δεν θυμάμαι πότε γέλασα αλάργα κι απανωτά ξέγνοιαστος
-πότε;

//πόσο πιο χαμηλά
-πόσο πιο δύσκολα
//πόσο πιο σκοτεινά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου