Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

ΟΣΟ Ο ΝΟΥΣ ΚΙ ΑΝ ΤΥΡΑΝΝΙΕΤΑΙ...ΑΣΠΡΗ ΕΙΝ'Η ΜΕΡΑ,ΠΕΘΥΜΙΕΤΑΙ!

Χρόνια τώρα,απ'όταν έχασε τον άντρα της η μάνα μου έλεγε αυτές τις μέρες...
"δεν θέλω με τίποτα να έρχονται οι Γιορτές"
...τη μάλωνα,έλα μωρέ,μην τα σκέφτεσαι,οι ζωντανοί με τους ζωντανούς,προσπαθούσα (ματαίως) να την βγάλω απ'το σπίτι,δεν υπήρχε περίπτωση να έρθει σε μας,ανεβαίναμε συνήθως παραμονή Πρωτοχρονιάς Θεσσαλονίκη,το σπίτι μύριζε μελομακάρονα,κουραμπιέδες,σπανακόπιττα,το γιομήδι για την κότα τσιγαρισμένο,μάς περίμενε στην πόρτα,ζέστη και χαμόγελο ώς τ'αυτιά,το μικρό δεντράκι με τα φωτάκια στο σαλόνι,τα μικροδωράκια,λίγη γκρίνια ακόμα για το καλό συναπάντημα κι η συνήθης ερώτηση τί ώρα να ετοιμάσει το τραπέζι
-τώρα δεν υπάρχει τίποτα πια,ούτε Ολυμπίτσα,ούτε σπίτι στην πατρίδα κι ούτε Γιορτή ξέρω πώς να ξανακουμπήσω κι είμαι εγώ που δεν θέλω ναρθούν τέτοιες μέρες με το λυγμό ακόμα στο λαιμό,τα κάδρα με τις γελαστές φωτογραφίες,τις εικόνες που με παιδεύουν στις εντατικές...
-θα το παλέψω να διώξω το πένθος,Χριστούγεννα θα γεμίσει το δικό μας σπίτι γέλια παιδιών κι αγκαλιές οικογένειας,το κοριτσάκι μου αγκαλιά,θαρθούν όλοι να φωτίσει το αδειανό μας πολυθρονάκι που καθόταν η μαμά όποτε μάς έκανε τη χαρά να κατέβει Αθήνα,ένα ποτήρι κόκκινο κρασί για την Απουσία που με στοιχειώνει-αυτό έμεινε πια και να πασχίζω να θυμάμαι τη φωνή και να κοιτάζω τις φωτογραφίες χωρίς να θολώνω τα ρημαδοδάκρυα που με παραλύουν κάθε τόσο αβάσταχτα.

Έβγαλε ήλιο και αυτή τη χρονιά,λίγο ν'απαλύνει τα εξοντωτικά ωράρια,τις αβεβαιότητες,τις χαντακωμένες ειδοποιήσεις ληξιπρόθεσμων παλαβομένων τιμωρών ελεγκτών εορταστικών αποθεματικών,οι τεχνοκράτες είναι οι αηβασίληδες πια, που λες και σιχαίνονται να μάς βλέπουν ξέγνοιαστους κι αγαπημένους και πριν φύγουν για σκι και χλιδοδιακοπέςεκ βρυξελών παλατιών ρομανιέμι μάς σέρνουν πέντ-έξι ακόμα προαπαιτούμενες φρίκες να τις στολίσουμε αγχόνη στην κορυφή τού δέντρου νά'χουμε να πασπαλίσουμε άγχος και πανικό κι αυτά τα χριστούγεννα τού μνημονίου που το ξορκίσαμε,το ψηφίσαμε αριστερά να φύγει κι όλο θεριεύει κι αγριεύει και μάς ποδοπατά και δεν ψήνεται να μάς αφήσει ήσυχους να ρίξουμε έναν χορό,να χτυπήσουμε παλαμάκια και μια γυροβολιά ανέμελη ζωή να χωρέσει στην κάλτσα με τα δώρα που πάλι  μένει αδειανή αφού λήγουν κάθε εφοριάς καρύδι οι συφοριασμένες δεσμεύσεις της κυβερνητικής σιγουριάς στα μούτρα μας

Φεύγαμε παλιά
-πότε ήταν νέα τα παιδιά,ε μ ε ί ς  είμασταν παιδιά και παρέες τα χριστούγεννα οργανώναμε απόδραση,γλέντια στα όρη τ'απάτητα βουνά,στις θάλασσες με τα κύματα τού χειμώνα,τζάκι,ούζα κι όνειρα υποσχέσεις,μεγάλοι έρωτες και πολύβουες παρέες,ξενύχτια,φιλοσοσφικές συζητήσεις και καυγάδες επίμονες βεβαιότητες και πλάκες ώς το ξημέρωμα,γκάζια κι οι κασέτες στο αυτοκίνητο δυνατά δυνατά,όλα να γίνουν δυνατά τ'αδύνατα και δεν θα χαθούμε ποτέ κι όλοι μαζί ώς την αιωνιότητα γεροί,αγαπημένοι,παθιασμένοι στα καλύτερα,κερδισμένοι,ποτέ νικημένοι στο γαμωσύστημα που θα τα παίξει μπρος την ορμή,τα νιάτα και την αποφασιστικότητά μας να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι,ομορφότερης ζωής στο πιο δίκαιο σύμπαν
-ήμασταν νέοι κι αφελείς,ε;

Ψωνίζω τρόφιμα για το τραπέζι με τα τελευταία αποθέματα της πιστωτικής κάρτας,που δεν ξέρω αν θα περισσέψει να βάλω το ελάχιστο της δόσης της μην μπλοκάρει κι αυτό,μετράω πόσα ακόμα χρωστώ και πάλι περισσεύουν λογαριασμοί κι όχι χρήματα,ψάχνω τον ακατάσχετο αριθμό στο taxisnet και τζακ ποτ στα προποτζίδικα και το ετήσιο ονειράκι/λαχείο να την κάνω,κουρασμένα μικροαστικά νέφη σκιάζουν τον καταγάλανο ουρανό και δεν παλεύεται ν'ακούς ειδήσεις που γεμίζει η θάλασσα πτώματα,η πόλη φωταγωγημένη ταράζει τις σκιές των ξενιτεμένων ανθρώπων-σκουπίδια να μαζεύονται οι αγωνίες των κατεστραμένων,να ποδοπατείται ο πολιτισμός των μεγάλων λόγων και των τρομοκρατημένων νεόπτωχων,να σκορπιέται μίσος,απέχθεια,άγνοια και απαίδευτος πρωτογονισμός στην καταβαράθρωση των αξιών που πάλεψε ο κόσμος να μπολιάσει την καρδιά των γενιών που δεν θα ζούσαν πόλεμο
-στα καβούκια μας,πεντακάθαροι,ομοιογενείς κι ευτυχείς να μην ακούμε,να μη βλέπουμε,να μην νοιαζόμαστε,να μην καταλαβαίνουμε και να μην μαθαίνουμε

Η γιαγιά μου δεν ήθελε να θυμάται το χωριό της πέρα απ'το Α'ι'βαλί,η άλλη μου η προγιαγιά απ'τον μπαμπά ήταν Ματίκω τ'όνομα και δεν είχε χώμα να πατήσει τις συμφορές της γενιάς της,περπάτησε χιλιάδες χιλιόμετρα στα βουνά ν'ανέβει γυμνός κι έρημος ο παππούς απ'τη ναυπακτία στο βορρά ν'αρχίσει άλλη ζωή,κυνηγήθηκε ο θειος να ξεράσει το αίμα και την πίστη του στο μακρονήσι,όργωσαν νοικιαζόμενα χωράφια για να σηκώνονται άγρια χαράματα τα παιδιά να κουβαλούν σιδεροσωλήνες στις πλαγιές με τα καπνά βρόγχος να γεμίσει η κατσαρόλα πέντε νομά σ'ένα (ασοβάντιστο υγρασία υπόγειο)δωμά,φτώχεια καταραμένη
-οι μνήμες μακριά μας,αλλού βαλμένες στο χωροχρόνο οι πληγές κάθε σπιτικού,στις νέες εποχές οι ματαιωμένοι χρόνοι,οι απώλειες τού καθενός πληγή και πόνος και δεν αντέχουμε όλα να τα χωρέσουμε,να τα παλέψουμε άλλο δεν έχουμε θάρρος και δεν υπάρχει λόγος να μετρηθεί τόση αποτυχιά,τέτοια απόρριψη ονείρων και ποδοπάτημα ελπίδων πώς να την φτιάξεις μιαν ψευδαίσθηση Γιορτή,να την ευχηθείς την καλή χρονιά προσμένοντας αυτή τη φορά να μη σιχτιρίζεις πάλι τού χρόνου τέτοιες μέρες έναν ακόμα γαμημένο χρόνο να πάει στο διαόλο και να μην ξαναγυρίσει...

Πάμε ξανά στα θαύματα
-τι άλλο να περιμένω δεν ξέρω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου